21 Φεβρουαρίου 2016

Όχι στον συμβιβασμό



Δευτέρα απόγευμα, οι μέρες έχουν πάρει να μεγαλώνουν κι είμαι στον δρόμο. Για όσους γνωρίζουν τις διαδρομές, βρίσκομαι στη λεωφόρο Κυρηνείας. Αριστερά και δεξιά, τα φθαρμένα κτίσματα του συνοικισμού, που παλεύουν με τα σημάδια μιας καταδυόμενης πλέον μέσης τάξης, που βλέπει το όνειρο των σπιτιών των 300 τετραγωνικών μέτρων, των αυτοκινήτων για όλους και τη σίγουρη δουλειά εφ’ όρου ζωής να καταρρέει. Κι εκεί, τυχαία το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα σύνθημα: «Όχι στο συμβιβασμό – Η Κύπρος δεν πωλείται»

Μου φάνηκε ως μια ειρωνεία κι ως ένα μήνυμα με περισσότερο βάθος και όψεις από όσες μπορεί εκ πρώτης να υποψιαστεί κάποιος. Πάνω στον τοίχο του προσφυγικού συνοικισμού, που μετράει περίπου 40 χρόνια ζωή, ο συγγραφέας του συνθήματος κάνει μια σειρά από δηλώσεις. Δεν επιθυμεί τον συμβιβασμό, αλλά δεν μας λέει τι θέλει. Συνεχίζει να θέλει τη συνέχιση της σημερινής κατάστασης; Επιθυμεί τη ζωή στονσυνοικισμό για τις επόμενες γενιές; Η ιδέα του συμβιβασμού φαίνεται ηθικά ανέφικτο να τύχει υπεράσπισης – είναι μια αποτρόπαια πράξη και μοιάζει να είναι ο πολιτικός επίγονος μιας άλλης μεγάλης χίμαιρας που δήλωνε: «Όχι στο εφικτό». Κι έπειτα, μαθαίνουμε ότι η Κύπρος δεν πωλείται. Θέση που ιστορικά διαψεύδεται, είτε με την ιστορική είτε με τη μεταφορική ερμηνεία της πώλησης. 

Αλλά το ζήτημα εδώ φαίνεται να είναι η τυπική πια θέση ότι πολιορκούμαστε από παντού και ότι μας ζητάνε να ξεπουληθούμε, ή έστω γίνεται προσπάθεια να ξεγελαστούμε σε μια κακή λύση. Η συνωμοσία έχει τα γνωστά συστατικά: οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του λαού, θα τον ξεπουλήσουν με την πρώτη ευκαιρία και η οικουμένη έχει βαλθεί να μας ξεκάνει. 

Την ίδια νοοτροπία συναντώ και στους σημερινούς εικοσάρηδες που δεν έχουν διάθεση να ακούσουν και να αναλογιστούν έστω και για μία στιγμή ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν ή να γίνουν διαφορετικά. Για αυτούς η διαχωριστική γραμμή είναι απλή, τα πράγματα είναι άσπρο ή μαύρο, χωρίς ενδιάμεσες κατηγορίες και πεδία. Είναι μια απόλυτη θέση που εξισώνει τη λύση με ένα καταστρεπτικό συμβιβασμό. Ειρωνεία δεύτερη: ζούμε σε μια κοινωνία που έχει κανονικοποιήσει τον συμβιβασμό στην καθημερινότητά της, αλλά αρνείται να τον χρησιμοποιήσει ως εργαλείο στα πιο σημαντικά.

Καλύτερα, λοιπόν, στον συνοικισμό, γράφοντας συνθήματα και αναπαράγοντας τη ρητορική του κατατρεγμένου και του αιώνιου θύματος παρά ο συμβιβασμός και το οριστικό κλείσιμο αυτής της μεγάλης ιστορίας που λέγεται Κυπριακό. Καθώς είπε κι ο ποιητής: «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται».

7 Φεβρουαρίου 2016

Αλκυονίδες (περίπου)



Απομεσήμερο καθημερινής και έχω βγει από μια χαμηλοτάβανη και πνιγηρή αίθουσα. Νιώθω πως κάποιος μου είχε στερήσει το οξυγόνο για ώρα. Έξω ένας λαμπρός ήλιος, ένα ψιθυριστό υπονοούμενο του καιρού ότι διανύουμε τις αλκυονίδες (περίπου). Ίσως λίγο παράκαιρα, μα έστω κι έτσι, διατηρώ το δικαίωμα στην αισιοδοξία, που θα μπορούσες να το πεις και προσωπική ιδιοτροπία ή αφέλεια, αναλόγως της γωνιάς που θα με κοιτάξεις.

Πιάνουμε τη συζήτηση και σε πέντε λεπτά έχουμε αγγίξει τα δύσκολα και αυτά για τα οποία δεν μιλάμε πολύ – τουλάχιστον εγώ δεν έχω συχνά την ευκαιρία του αναστοχασμού πάνω τους. Ξεκινάμε από την καθημερινότητα της  εργασίας και γρήγορα σκαρφαλώνουμε στις κακοδαιμονίες της δημόσιας υπηρεσίας. Παλιοί και φαύλοι κύκλοι, θα μου πείτε, αλλά εδώ έγκειται το ζήτημα, στο ποσο βαθιά πηγαίνει αυτή η κακιά ρίζα και τα παρακλάδια της. Όλα αυτά είναι χρωματισμένα με μια ματαίωση, με γνώριμη γεύση, μα με άγνωστο ακόμα σε μένα όνομα. Κάθε βοήθεια δεκτή.

Πέραν τούτου, προσθέτουμε και το ζήτημα των θεσμών. Κακή λειτουργία, πλημελλής σύνθεση, δυσμενείς συνθήκες, απουσία πίστης. Ίσως αυτό το τελευταίο να είναι και το πιο σημαντικό. Η επικρατούσα, ή έστω η πλέον φωνασκούσα, στάση στην πατρίδα μας είναι αυτή που βιώνουμε σε έξαρση τα τελευταία χρόνια: όλοι θέλουν να εφαρμοστούν οι κανόνες και να επιβληθούν οι προβλεπόμενες ποινές επί όλων. Πλην, βέβαια, των ομιλούντων. Τα έχει συνταιριάξει αυτά με άλλα λόγια ο Σεφέρης: «αν έρθει ο θέρος/προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι/ σαν έρθει ο θέρος/ άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό/ άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν”.

Το ίδιο κι εδώ, το ίδιο πάντα: λόγια πολλά, λόγου χάριν, λόγια μπερδεμένα, ρητορικά σχήματα, διαρροές, αντεγκλήσεις κι επικρίσεις. Ό,τι αγαπήσαμε, ο Λόγος δηλαδή, κακοποιείται βάναυσα και μεταλλάσσεται σε κάτι αποτρόπαιο. Καθώς μιλάμε κι ο ήλιος επιμένει να έρχεται απέναντι μου συνειδητοποιώ ότι, πολιτικά ομιλούντες,  δεν εμπιστεύομαι κανέναν και τίποτα. Είναι μια δύσκολη στιγμή, αφού η μοναξια δεν βιώνεται παρά με ένα και μόνο τρόπο. Μα είναι και μια απελευθερωτική στιγμή, καθώς παλιές ελπίδες κι αυταπάτες ρίχνονται στη θάλασσα και έχεις την ευκαιρία να προσπαθήσεις ξανά. Αλήθεια, πόσοι μπορούν να κοιτάξουν πίσω και να βρουν μια τέτοια στιγμή;

Νομίζω σε αυτή τη διασταύρωση είναι που συχνά-πυκνά βρίσκονται πολλοί συμπολίτες μας και διαλέγουν να διαβούν το δρόμο της απόσυρσης, της απολιτίκ ιδιωτείας και των στόχων επί προσωπικού. Άμεση συνέπεια: η αίσθηση ότι ο καθένας παλεύει με τον κάθε έναν που συναντά. Είμαστε όλοι εν δυνάμει αντίπαλοι, μια κοινωνία που δεν μας συνέχει μια θεμελιώδης συμφωνία, δεν μας συνεγείρει ένα κοινό όραμα, δεν μας κρατά μαζί ένας βασικός σύνδεσμος. Οι στιγμές που αυτό φαίνεται να συμβαίνει είναι στιγμές ιστορικής ακρότητας και πολιτικής μετάβασης. Αλλά μοιραία αυτές έχουν μικρή διάρκεια και πάσχουν εξ αρχής από τον κυπριωτικό εξαιρετισμό μας.

Πλησιάζω τον κάβο των 40 κι αναλογίζομαι ότι το ασήμαντο έργο της ύπαρξης μου παίζεται με φόντο αυτό το σκηνικό. Μόνο που φέτος ελπίζω αυτό να αλλάξει κι ετούτη να είναι, επιτέλους, η χρονιά μας. Όχι επί προσωπικού, αλλά για κάτι πιο βαθύ. Άλλωστε, για το δικαίωμα στην αισιοδοξία δεν έλεγα στην αρχή;