Για τον δημόσιο χώρο αυτή τη βδομάδα το
άρθρο, με αφορμή αμέριμνες βόλτες στη Λευκωσία, όπου παρατηρεί κανείς τις
αντιφάσεις και τις ελλείψεις του αστικού τοπίου. Σημείο πρώτο: η πρόσφατη
ανέγερση της σιδερένιας περίφραξης του κτηρίου της Βουλής. Παρά τους όποιους
πρακτικούς λόγους υπαγόρευσαν την αλλαγή αυτή, το μήνυμα που περνά στον κόσμο
είναι αυτό της δημιουργίας μιας απόστασης, ενός χάσματος ανάμεσα σε εσάς και
εμάς. Αντίστοιχα κτήρια στην Ευρώπη δεν προφυλάσσονται από παρόμοιου είδους
κατασκευές και υποψιάζομαι ότι υπάρχουν καλοί συμβολικοί και πολιτικοί λόγοι
για αυτό. Τι έχει να φοβηθεί, λοιπόν, η Βουλή; Ακόμα και εάν η έγνοια ήταν να
προστατευθεί από τις διαδηλώσεις, δεν είμαι βέβαιος αν εξαντλήθηκαν όλες οι
άλλες λιγότερο παρεμβατικές επιλογές για την επίτευξη του ίδιου στόχου.
Επιπρόσθετες σκέψεις αναφορικά με την
ανάγκη ύπαρξης περισσότερων πλατειών και χώρων πρασίνου. Η παλιά πόλη ασφυκτιά
ήδη από την υφιστάμενη δόμησή της, ενώ τα πάρκα δεν είναι δημοφιλείς προορισμοί
για τους κατοίκους της. Τι φταίει; Οι πλατείες έχουν μια στεγνή όψη: δείτε τη
σχεδόν φετιχιστική τσιμεντοποίηση της πλατείας Ελευθερίας και του παλαιού
δημαρχείου. Και οι δύο τους μοιάζουν σχεδιασμένες για να απωθούν τους διαβάτες
και τη ροή ζωής σε αυτές.
Στα πιο πάνω έρχεται να δέσει και η
προϊούσα «ανάπτυξη» με τη λειτουργία σχεδόν πανομοιότυπων καφεστιατορίων και wine bar στο ιστορικό κέντρο. Με σταθερό ρυθμό, οι επιχειρήσεις αυτού του είδους
αυξάνονται σε αριθμό και επεκτείνονται γύρω από τον νοητό άξονα των κεντρικών
οδών της παλιάς Λευκωσίας. Μοιάζουν να απευθύνονται σε έναν λαό που έχει ανάγκη
καφέ, φαγητό και κρασί – μόνο. Η ομοιότητα των επιχειρήσεων αντικατοπτρίζεται
και στην αισθητική των περισσοτέρων. Χόρτασε το μάτι μας παλέτες, ψευδοπαλαιωμένα
έπιπλα και ατέλειωτες στρατιές χίπστερς, που μάλλον έζησαν σε μια Κύπρο όπου το
μόνο που έκαναν ήταν να ασχολούνται με τις λεπτές διαφορές ανάμεσα στα είδη των
καφέδων. Το αποτέλεσμα αυτής της φούσκας είναι η σταδιακή εκδίωξη των παλιών
καταστημάτων και των επιχειρήσεων, των μικρών καφενείων και των απόκληρων που
είχαν βρει τη δική τους γωνιά σε αυτή την πόλη.
Οι νέες ιδέες για την πόλη την θέλουν πιο
καθαρή, πιο συγυρισμένη, πιο ατσαλάκωτη, χωρίς ανθρώπινο χρώμα, καθωσπρέπει,
κομμένη και ραμμένη στα μέτρα όσων θέλουν να χρυσοπληρώνουν αμφιβόλου ποιότητας
εδέσματα και ροφήματα, αρκεί να βλέπουν και να βλέπονται. Το παλιό ή το
αυθεντικό είναι βρόμικο, χωρκάτικο, ξένο, απομεινάρι μιας Κύπρου που αργοσβήνει
και που τη συναντάς λίγο πριν το οδόφραγμα του Αγίου Κασσιανού ή στην οδό
Ληδήνης.
Τι θα ήθελα; Ας αρχίσω με αυτό που
αποκλείω: τη μυθοποίηση ενός παρελθόντος που δεν έζησα, τις κουβέντες για τις
παλιές καλές μέρες. Θα προτιμούσα ένα ιστορικό κέντρο με έλεγχο του είδους και
του αριθμού των επιχειρήσεων «ψυχαγωγίας», αύξηση των μόνιμων κατοίκων, άνοιγμα
μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από αληθινούς ανθρώπους που παράγουν ή
τελοσπάντων ασχολούνται με πραγματικές δουλειές. Προς το παρόν, επικρατεί μια
απροσδιόριστη ιδέα για το τι είναι cool και in, το ιστορικό κέντρο βυθίζεται κάτω από το βάρος των SUV, όσων τριγυρνούν με απορία πεντάχρονου
στον ζωολογικό κήπο ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Είμαστε ξένοι στην ίδια
πόλη, αιτία και συνέπεια του ότι δεν έχουμε κουβεντιάσει ποτέ πώς θα θέλαμε
αυτή να μοιάζει. Α, και για να μην το ξεχάσω: το παλιό ΓΣΠ να γίνει πάρκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου