3 Απριλίου 2016

Χυδαιότητα και νεοφιλελευθερισμός




Οι πρόσφατες απεργίες και οι δημόσιες αντιδράσεις που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν για ακόμα μία φορά ότι αυτό που ονομάζουμε «δημόσιος διάλογος» ούτε δημόσιος είναι, και κυρίως, ούτε διάλογος. Η χρονική συγκυρία ήρθε γάντι στους κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού και του «ορθολογισμού», αφού κατάφεραν να στρέψουν ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας εναντίον ορισμένων επαγγελματικών ομάδων. Δεν είναι η πρώτη φορά – θυμηθείτε στους πρώτους μήνες της εφαρμογής του μνημονίου την αντίστοιχη πρόκληση εσωτερικής αντιπαλότητας στο ίδιο το σώμα της κοινωνίας, που έφθασε στα όρια της καλλιέργειας εχθρότητας απέναντι στους δημόσιους υπαλλήλους. Η επίκληση του ορθολογισμού και της σύνεσης στη μεταμνημονιακή εποχή είναι τα επιχειρήματα που κυκλοφόρησαν ευρέως για να οδηγήσουν τον συλλογισμό στο αμέσως επόμενο βήμα: αυτό της ρύθμισης και απαγόρευσης της απεργίας σε ουσιώδεις υπηρεσίες.

Είναι αλήθεια ότι τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των εργαζομένων στην Κύπρο (και στην Ευρώπη) υφίστανται μια δραστική μείωση και περιορισμό τα τελευταία χρόνια. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και περιφερειακές απόπειρες αντίδρασης είναι περιορισμένες σε αριθμό και εμβέλεια, με αποτέλεσμα τη συνεχή εκχώρηση παλαιότερων κατακτήσεων. Στο όνομα της ανάπτυξης, της εξόδου από την κρίση, της ευημερίας των αριθμών επιβάλλονται βάναυσες, α λα κούρεμα, λύσεις και μέτρα με εξαιρετικά υψηλό κοινωνικό κόστος – μια ματιά στον ευρωπαϊκό Νότο αρκεί. Η πολιτική του εκσυγχρονισμού και των μεταρρυθμίσεων είναι, βεβαίως, προσχηματική, αφού στο όνομά της εφαρμόζονται σκληρά οικονομικά μέτρα.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση νιώθει κανείς απελπιστικά μόνος και ανήμπορος, αφού η συλλογική δράση φαίνεται δύσκολο να οργανωθεί και αδύνατο να φέρει αποτελέσματα. Μένει όμως ένα πεδίο το οποίο παραμένει ελεύθερο – κι αυτό είναι οι πεποιθήσεις και ο έσω κόσμος μας. Με άλλα λόγια, οι νομοθέτες και οι κυβερνώντες μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους και εν τέλει να τα πάρουν όλα. Τη συνείδησή μας, όμως, όχι. Αυτή θα πρέπει να την εκχωρήσει αυτόβουλα κάποιος, να παραδοθεί, δηλαδή, στη θέση ότι η διαρκής κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα δικαιολογεί τη διαδοχική λήψη εξαιρετικών μέτρων που δεν θα επιτρέπουν τις αυθαιρεσίες και τις ετσιθελικές συμπεριφορές επαγγελματικών ομάδων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Με αυτού του είδους τον εκσυγχρονιστικό και χυδαίο πατερναλισμό επιστρέφει η συζήτηση στην απαγόρευση της απεργίας σε ουσιώδεις υπηρεσίες. Μπορεί να είναι επουσιώδες απέναντι στο τσουνάμι που έρχεται, αλλά αξίζει να αναφερθεί ότι το έρμο Σύνταγμά μας έχει κάτι να πει επί τούτου στο άρθρο 27: «Το δικαίωμα του απεργείν αναγνωρίζεται και η άσκησις τούτου δύναται να ρυθμισθή υπό του νόμου προς τον σκοπόν μόνον της προστασίας της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της διατηρήσεως των εφοδίων και υπηρεσιών των απαραιτήτων διά την ζωήν του λαού ή της προστασίας των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις οιονδήποτε πρόσωπον δικαιωμάτων και ελευθεριών». Συνεπώς, το δικαίωμα στην απεργία δεν δύναται να απαγορευθεί, αλλά μόνο να ρυθμιστεί. Και μάλιστα μόνο με συσταλτικά ερμηνευόμενους περιορισμούς, κι όχι προς επιδίωξη συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε, για όσους έχουν πειστεί από την αντανάκλασή τους στον καθρέφτη...
Η διάχυση της οικονομικής πειθαρχίας παράγει διαδοχικές συνέπειες, αφού στην απαγόρευση των απεργιών θα πρέπει να προσμετρήσουμε το ποσοστό της ανεργίας, την απόσυρση μιας ολόκληρης γενιάς στα προγράμματα της ΑνΑΔ, το ψαλίδισμα των παροχών στον τομέα της υγείας, την υπονόμευση της δημόσιας υπηρεσίας, την ιδιωτικοποίηση προσοδοφόρων δημοσίων οργανισμών, την εξύμνηση της αποδοτικότητας του ιδιωτικού τομέα μέσω της εξαθλίωσης των άνευ ωραρίων εργαζομένων σε αυτόν και της αχρήστευσης της εργατικής νομοθεσίας. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία, ούτε οφείλονται στο κακό το ριζικό μας. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα συνειδητών πολιτικών επιλογών.

Δεν βρίσκω καλύτερη κατακλείδα σε ένα τέτοιο κείμενο από ένα ποίημα του Μπρεχτ:

«Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα ’ρθουν»




27 Μαρτίου 2016

Υπνοβάτες



Το προσφυγικό ήρθε και έφυγε από την καθημερινή ειδησεογραφία σαν κομήτης. Η ένταση των προηγούμενων ημερών, με τις αλλεπάλληλες ενημερώσεις και updates, έχει υποχωρήσει. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι το ζήτημα έχει κλείσει πια και ότι ο ποικιλώνυμος κίνδυνος έχει αποσοβηθεί. Η συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία αν και προβληματική σε διάφορα επίπεδα, εντούτοις παρουσιάστηκε ως μια ρεαλιστική απάντηση απέναντι στις δυσμενείς περιστάσεις της πραγματικότητας. Το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με διλημματικού χαρακτήρα δημόσιο λόγο και η τελική έκβαση, με τη συμφωνία ανάμεσα στα μέρη, πήρε διαστάσεις λυτρωμού.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι τρέχουσες περιστάσεις συνιστούν μια εξαιρετικού χαρακτήρα κρίση – για τη Συρία, τα γειτονικά της κράτη, την Ευρώπη. Αλλά κυρίως για τους ανθρώπους που αναζητούν με τη μαζική τους έξοδο τη σωτηρία σε χώρες με σταθερότητα, ειρήνη και ευημερία. Η ευρωπαϊκή αντίδραση δεν τιμά τις πολιτικές ηγεσίες μας, αφού αντί της συνολικής πολιτικής αντιμετώπισης επέλεξε απλώς να πετάξει ένα σκασμό λεφτά και να αναθέσει τη βρώμικη δουλειά σε ένα τρίτο. Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση της Τουρκίας, με το βεβαρυμένο μητρώο παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντικειμενικά ανήμπορης να διαχειριστεί διοικητικά τη ροή προσφύγων, αποτελεί μια ομολογία αδυναμίας και απροθυμίας της ΕΕ να ανταποκριθεί στα πολιτικά και ηθικά της θεμέλια.
Στην ουσία, η Τουρκία μετατρέπεται σε μια χωματερή ανθρώπων και η ΕΕ (πιστεύει ότι) διατηρεί τις συνθήκες ασφάλειας, τάξης και ευημερίας στο εσωτερικό της. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι ότι η άνοδος των εθνικισμών, η παρατεταμένη οικονομική κρίση και η ευκολία αποδέσμευσης από νομικούς κανόνες μας μετατρέπουν σε υπνοβάτες που βαδίζουν κατευθείαν στον κίνδυνο. Κι αυτό γιατί η συμφωνία συνομολογήθηκε με βάση την αναγκαιότητα, παραγνωρίζοντας τους κανόνες του προσφυγικού δικαίου και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τι άλλο να σκεφτεί κανείς βλέποντας τον κανόνα του έναν προς έναν να καταγράφεται σε ένα τέτοιο κείμενο; Απέναντι στον «πολιτικό ρεαλισμό» της συμφωνίας, ας αντιτάξουμε μία προβλεψη: ότι αυτή θα χρειαστεί σοβαρή αναθεώρηση εντός του 2016, αφού οι συμβαλλόμενοι αδυνατούν να ανταποκριθούν σε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Οι προβλεπόμενοι αριθμοί είναι εξαιρετικά χαμηλοί και η ικανότητα των κύριων εμπλεκόμενων κρατών, Ελλάδας και Τουρκίας, να υλοποιήσουν τις υποχρεώσεις κρίνεται ανεπαρκής. Μπορεί με τη συμφωνία η ΕΕ να επέλεξε να αγνοήσει την πραγματικότητα, αλλά ας είμαστε βέβαιοι ότι η πραγματικότητα δεν θα την αγνοήσει επ’ ουδενί.
Παράπλευρο ζήτημα σε όλα αυτά ήταν το Κυπριακό και το ζήτημα του ανοίγματος των κεφαλαίων. Η εκτίμηση μου ήταν ότι δεν υπήρξε σοβαρή ή έστω συνεπής πίεση προς την πλευρά μας για την άρση του βέτο. Η αίσθηση ευφορίας που επακολούθησε και η ανάλυση που θέλει την Τουρκία να βρίσκει το Κυπριακό μπροστά της στην ενταξιακή πορεία της δεν δικαιολογείται. Η προσωπική αίσθηση μου είναι ότι το ζήτημα δεν έκλεισε οριστικά και ότι η μελλοντική αναθεώρηση της συμφωνίας θα  δημιουργήσει πραγματικά ασφυκτικότερους όρους για την πλευρά μας. Από την άλλη, δεν πιστεύω ότι η Τουρκία θέτει αυτή τη στιγμή ψηλά στην πολιτική της ατζέντα την ενταξιακή πορεία της, αλλά ούτε και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι έτοιμες να ακούσουν για την επανεκκίνηση της. Η εκτίμηση αυτή εξηγεί τον ψηλό πήχη των απαιτήσεων της και την ταχύτητα αποδοχής της ευρωπαϊκής αντιπρότασης. Ας μην έχουμε αμφιβολία και για το εξής: ότι η Τουρκία θα προβάλει στο μέλλον τις απαιτήσεις της με τον ίδιο τρόπο όπως έπραξε και σε αυτή την περίσταση και ότι ένα ενδεχόμενο μιας ειδικής σχέσης ΕΕ-Βρετανίας θα καταστήσει το σενάριο μιας αντίστοιχης σχέσης πιο επιθυμητό και, σίγουρα πιο εφικτό για όλους. Στο ενδεχόμενο αυτό, η διασύνδεση Κυπριακού – ενταξιακής πορείας θα αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα υποσημείωση σε συγγράμματα διεθνών σχέσεων και η «ομαλοποίηση» των σχέσεων μας μαζί της την απόλυτη δικαίωση κάθε διχοτομικού.

20 Μαρτίου 2016

Τρόμος




Διαπίστωση: η σύνθεση της απερχόμενης Βουλής είναι μία από τις χειρότερες που έχει να επιδείξει η κοινοβουλευτική ιστορία του δύσμοιρου τόπου μας. Σεξισμός, νταηλίκι, αρχοντοχωριατισμός, αμάθεια και ημιμάθεια, ομοφοβία, ανοησία, επιδεικτική αγνόηση του νόμου και άλλα καλά χαρακτήρισαν την τρέχουσα περίοδο. Για όσους είχαν την ατυχία να παρακολουθήσουν τις εργασίες των κοινοβουλευτικών επιτροπών, το θέαμα του κυλικειάρχη που σερβίρει με προσοχή τα «νέσκαφε, μισό-μισό, με λίον ζάχαρι» και εναποθέτει τα παξιμάδια, ευλαβικά τυλιγμένα σε ημιδιαφανείς χαρτοπετσέτες, δεν είναι ξένο.

Η λειτουργία της Βουλής υπό τη μορφή καφενείου επαρχιακής κωμόπολης, όπου παρεμπιπτόντως ψηφίζονται και μερικές νομοθεσίες, αποτελεί την καταβαράθρωση των στοιχειωδών προσδοκιών και απαιτήσεων που θα αναμένονταν από τη νομοθετική εξουσία μιας χώρας. Ως πολίτη και ως νομικό, με ντροπιάζει. Κι ας μην ξεχνάμε: το γκροτέσκο θέαμα της καθημερινής λειτουργίας της αντικατοπτρίζει και την πιο κρίσιμη στιγμή των ψηφοφοριών στην περίοδο μετά το κούρεμα.

Οι εκλογές δεν προβλέπεται να αλλάξουν αυτή τη βαθιά εμπεδωμένη λειτουργία. Το πολιτικό σύστημα έχει βρει τον τρόπο να παράγει νέα στελέχη, που με τη σειρά τους αναπαράγουν συμπεριφορές και στάσεις. Υποψιάζομαι ότι σε αυτά αποτυπώνεται ένα, μάλλον πλειοψηφικό, μέρος του εκλογικού σώματος: εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω.

            Ένας επιπλέον λόγος που η μελαγχολική εικόνα δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει είναι και τα πρώτα δείγματα της πολιτικής εκστρατείας. Το περιεχόμενο των οπτικογραφημένων μηνυμάτων τους προδίδουν ανθρώπους που μάλλον έχουν μπερδέψει τις πολιτειακές εκλογές με την εκλογή προέδρου στη Β΄ Γυμνασίου. Συχνά πρόκειται για προϊόντα του κομματικού σωλήνα που διδάχθηκαν τη μαγική ικανότητα να μιλούν χωρίς να λένε τίποτα και που δείχνουν να πιστεύουν ότι όλοι εμείς περίπου τους χρωστάμε την πολιτική είσοδο στη Βουλή και την κοινωνική άνοδο γενικά. Είναι η γενιά Υ, που τη μεγάλωσαν λέγοντάς της ότι μπορεί να γίνει ό,τι θέλει, αρκεί να το θελήσει. Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να καταλογίσουμε στους γονείς και το περιβάλλον τους όλον αυτόν τον ναρκισσισμό και τη χορωδία της χιπστερικής κενότητας που ξεχύνεται από τις οθόνες της τηλεόρασης και του υπολογιστή μας.

Από δίπλα έρχονται τα κλισεδάκια και τα σιγουράκια: ανανέωση, αλλαγή, ανατροπή, κατεστημένο, ανανέωση, νέα φωνή, ξεκίνημα, τέλος και λοιπά – οι υποψήφιοι δεν χάνουν ευκαιρία να ξεσκονίσουν τις πιο προβλέψιμες και αναμενόμενες ατάκες. Η αλλαγή μοιάζει με ένα σταθερό ραντεβού στην εκλογική ιστορία του τόπου, στο οποίο όμως πάντα κάποιος δεν προσέρχεται στην ώρα του: άλλοτε είναι ο υποψήφιος, άλλοτε η συγκυρία, άλλοτε ο ψηφοφόρος. Κι έτσι, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση υποκείμεθα, ως ψηφοφόροι, στον ίδιο βασανισμό του ακουστικού μας πόρου.

Ποιο είναι το πρόβλημα, λοιπόν, της μικρής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας; Ας αποφύγω τα κλισέ: δεν φταίει η παιδεία, η σιωπή των ανθρώπων του πνεύματος και η απόσυρση των αξιότερων. Επίσης, δεν θα ήθελα να παραλείψω να αναφέρω ότι δεν φταίνε οι θεσμοί, οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες. Φταίνε οι άνθρωποι, η συστέγαση οικονομικών συμφερόντων και πολιτικού προσωπικού, η προθυμία ανταπόκρισης στην κλήση των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, ο μέσος ηλίθιος συμπολίτης που στέλνει στη Βουλή τον όμοιό του, η υποκατάσταση της δημοκρατικής διαδικασίας από την κομματική επετηρίδα. Φταίνε και άλλα, αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία τώρα είναι η προσφυής κατακλείδα του Kurt Vonnegut: «Ο πραγματικός τρόμος είναι να ξυπνήσεις ένα πρωί και να ανακαλύψεις ότι οι συμμαθητές σου από το Γυμνάσιο κυβερνάνε τη χώρα».






6 Μαρτίου 2016

Όπως τα βλέπω




Ακουμπάω στον τοίχο και ρουφάω λίγο από το ginn tonic. Η μουσική είναι ωραία, ο κόσμος τόσο-όσο. Είναι Παρασκευή βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα και όσοι εργάστηκαν κι αυτή τη βδομάδα δεδικαίωνται. «Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Είναι από αυτές τις στιγμές που όλες οι απαντήσεις συνωστίζονται στην έξοδο και εσύ πρέπει να διαλέξεις μία. Αλλά είσαι λίγο ψείρης, προσπαθείς να είσαι δίκαιος, δεν θες να λες βλακείες - αναπόφευκτα διστάζεις. Κι έτσι πρέπει να διαλέξεις. Όλο αυτά σε 1-2 δευτερόλεπτα κι αφού παραμερίσεις ό,τι σε (συ)σκοτίζει. Οι αόριστες ερωτήσεις επιδέχονται αντίστοιχες απαντήσεις. Όπως κι αν το πάρεις θα είσαι μέσα – ή τελείως εκτός θέματος. Υποψιάζομαι ότι η ερώτηση πάει για το Κυπριακό. Ίσως και για την τρέχουσα επικαιρότητα. Κοντοστέκομαι για να ανασυντάξω όσα θέλω να πω. Συνειδητοποιώ ότι μες στη ροή των ημερών δεν είχα καιρό για να δω τριγύρω. Θα ήθελα να αφήσω αισιόδοξα ρήματα στον αέρα, αλλά κάτι με μαγκώνει. Τελικά, αποφασίζω: «Θα ‘θελα να τελειώναμε, επιτέλους. Να μπορέσουμε, επιτέλους, να κουβεντιάσουμε και για κάτι άλλο». Διαλέγω, λοιπόν, λευτεριά και απελευθέρωση για τα μυαλά μας. Με το κλείσιμο αυτής της παρατραβηγμένης και κακόγουστης ιστορίας που ονομάζεται Κυπριακό, να έρθει και αυτή η αλλαγή. Για να σταματήσουμε να μιλάμε με τις ίδιες 200 λέξεις που συγκροτούν το καθημερινό δελτίο ειδήσεων. Λευτεριά από τους ειδήμονες και μη, τις εξωτερικές και εσωτερικές πτυχές, τη βιώσιμη και λειτουργική λύση, τον ΟΗΕ και όλους τους παρατρεχάμενους που έρχονται εδώ για να θαυμάσουν από κοντά τους περίεργους ιθαγενείς, τα παραδείσια πουλιά και την εξωτική τους άρνηση να ρίξουν μια ματιά στη γεωγραφία. Για να μπορέσουμε να ασχοληθούμε και με άλλα πράγματα, επιτέλους. Η μόνη αμφιβολία που έχω είναι αν το κλείσιμο, με οποιοδήποτε τρόπο, θα έχει αυτή τη συνέπεια. Μια λύση, ναι. Αλλά το ενδεχόμενο η παρούσα διαδικασία να κλείσει με αποτυχία και να ανοίξει τον δρόμο για την επισημοποίηση της χωριστής ύπαρξης, ίσως να μην έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Και αντιθέτως, να βρεθούμε απέναντι σε μια όξυνση της σημερινής κατάστασης, με στροφή σε πιο σκληρές και νομιμοποιημένες στη συνείδηση του κόσμο ακραίες μορφές πολιτικής έκφρασης. Ιδανικές συνθήκες, δηλαδή, για να πάμε μια και καλή στα σπίτια μας, όσοι πιστέψαμε στη λύση και στη ρήξη με το παρελθόν και να ασχοληθούμε με τον μικρόκοσμό μας. Προς το παρόν, είναι περασμένα μεσάνυχτα και το ποτό μου τελείωσε, μαζί τις απαντήσεις.

21 Φεβρουαρίου 2016

Όχι στον συμβιβασμό



Δευτέρα απόγευμα, οι μέρες έχουν πάρει να μεγαλώνουν κι είμαι στον δρόμο. Για όσους γνωρίζουν τις διαδρομές, βρίσκομαι στη λεωφόρο Κυρηνείας. Αριστερά και δεξιά, τα φθαρμένα κτίσματα του συνοικισμού, που παλεύουν με τα σημάδια μιας καταδυόμενης πλέον μέσης τάξης, που βλέπει το όνειρο των σπιτιών των 300 τετραγωνικών μέτρων, των αυτοκινήτων για όλους και τη σίγουρη δουλειά εφ’ όρου ζωής να καταρρέει. Κι εκεί, τυχαία το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα σύνθημα: «Όχι στο συμβιβασμό – Η Κύπρος δεν πωλείται»

Μου φάνηκε ως μια ειρωνεία κι ως ένα μήνυμα με περισσότερο βάθος και όψεις από όσες μπορεί εκ πρώτης να υποψιαστεί κάποιος. Πάνω στον τοίχο του προσφυγικού συνοικισμού, που μετράει περίπου 40 χρόνια ζωή, ο συγγραφέας του συνθήματος κάνει μια σειρά από δηλώσεις. Δεν επιθυμεί τον συμβιβασμό, αλλά δεν μας λέει τι θέλει. Συνεχίζει να θέλει τη συνέχιση της σημερινής κατάστασης; Επιθυμεί τη ζωή στονσυνοικισμό για τις επόμενες γενιές; Η ιδέα του συμβιβασμού φαίνεται ηθικά ανέφικτο να τύχει υπεράσπισης – είναι μια αποτρόπαια πράξη και μοιάζει να είναι ο πολιτικός επίγονος μιας άλλης μεγάλης χίμαιρας που δήλωνε: «Όχι στο εφικτό». Κι έπειτα, μαθαίνουμε ότι η Κύπρος δεν πωλείται. Θέση που ιστορικά διαψεύδεται, είτε με την ιστορική είτε με τη μεταφορική ερμηνεία της πώλησης. 

Αλλά το ζήτημα εδώ φαίνεται να είναι η τυπική πια θέση ότι πολιορκούμαστε από παντού και ότι μας ζητάνε να ξεπουληθούμε, ή έστω γίνεται προσπάθεια να ξεγελαστούμε σε μια κακή λύση. Η συνωμοσία έχει τα γνωστά συστατικά: οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του λαού, θα τον ξεπουλήσουν με την πρώτη ευκαιρία και η οικουμένη έχει βαλθεί να μας ξεκάνει. 

Την ίδια νοοτροπία συναντώ και στους σημερινούς εικοσάρηδες που δεν έχουν διάθεση να ακούσουν και να αναλογιστούν έστω και για μία στιγμή ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν ή να γίνουν διαφορετικά. Για αυτούς η διαχωριστική γραμμή είναι απλή, τα πράγματα είναι άσπρο ή μαύρο, χωρίς ενδιάμεσες κατηγορίες και πεδία. Είναι μια απόλυτη θέση που εξισώνει τη λύση με ένα καταστρεπτικό συμβιβασμό. Ειρωνεία δεύτερη: ζούμε σε μια κοινωνία που έχει κανονικοποιήσει τον συμβιβασμό στην καθημερινότητά της, αλλά αρνείται να τον χρησιμοποιήσει ως εργαλείο στα πιο σημαντικά.

Καλύτερα, λοιπόν, στον συνοικισμό, γράφοντας συνθήματα και αναπαράγοντας τη ρητορική του κατατρεγμένου και του αιώνιου θύματος παρά ο συμβιβασμός και το οριστικό κλείσιμο αυτής της μεγάλης ιστορίας που λέγεται Κυπριακό. Καθώς είπε κι ο ποιητής: «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται».

7 Φεβρουαρίου 2016

Αλκυονίδες (περίπου)



Απομεσήμερο καθημερινής και έχω βγει από μια χαμηλοτάβανη και πνιγηρή αίθουσα. Νιώθω πως κάποιος μου είχε στερήσει το οξυγόνο για ώρα. Έξω ένας λαμπρός ήλιος, ένα ψιθυριστό υπονοούμενο του καιρού ότι διανύουμε τις αλκυονίδες (περίπου). Ίσως λίγο παράκαιρα, μα έστω κι έτσι, διατηρώ το δικαίωμα στην αισιοδοξία, που θα μπορούσες να το πεις και προσωπική ιδιοτροπία ή αφέλεια, αναλόγως της γωνιάς που θα με κοιτάξεις.

Πιάνουμε τη συζήτηση και σε πέντε λεπτά έχουμε αγγίξει τα δύσκολα και αυτά για τα οποία δεν μιλάμε πολύ – τουλάχιστον εγώ δεν έχω συχνά την ευκαιρία του αναστοχασμού πάνω τους. Ξεκινάμε από την καθημερινότητα της  εργασίας και γρήγορα σκαρφαλώνουμε στις κακοδαιμονίες της δημόσιας υπηρεσίας. Παλιοί και φαύλοι κύκλοι, θα μου πείτε, αλλά εδώ έγκειται το ζήτημα, στο ποσο βαθιά πηγαίνει αυτή η κακιά ρίζα και τα παρακλάδια της. Όλα αυτά είναι χρωματισμένα με μια ματαίωση, με γνώριμη γεύση, μα με άγνωστο ακόμα σε μένα όνομα. Κάθε βοήθεια δεκτή.

Πέραν τούτου, προσθέτουμε και το ζήτημα των θεσμών. Κακή λειτουργία, πλημελλής σύνθεση, δυσμενείς συνθήκες, απουσία πίστης. Ίσως αυτό το τελευταίο να είναι και το πιο σημαντικό. Η επικρατούσα, ή έστω η πλέον φωνασκούσα, στάση στην πατρίδα μας είναι αυτή που βιώνουμε σε έξαρση τα τελευταία χρόνια: όλοι θέλουν να εφαρμοστούν οι κανόνες και να επιβληθούν οι προβλεπόμενες ποινές επί όλων. Πλην, βέβαια, των ομιλούντων. Τα έχει συνταιριάξει αυτά με άλλα λόγια ο Σεφέρης: «αν έρθει ο θέρος/προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι/ σαν έρθει ο θέρος/ άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό/ άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν”.

Το ίδιο κι εδώ, το ίδιο πάντα: λόγια πολλά, λόγου χάριν, λόγια μπερδεμένα, ρητορικά σχήματα, διαρροές, αντεγκλήσεις κι επικρίσεις. Ό,τι αγαπήσαμε, ο Λόγος δηλαδή, κακοποιείται βάναυσα και μεταλλάσσεται σε κάτι αποτρόπαιο. Καθώς μιλάμε κι ο ήλιος επιμένει να έρχεται απέναντι μου συνειδητοποιώ ότι, πολιτικά ομιλούντες,  δεν εμπιστεύομαι κανέναν και τίποτα. Είναι μια δύσκολη στιγμή, αφού η μοναξια δεν βιώνεται παρά με ένα και μόνο τρόπο. Μα είναι και μια απελευθερωτική στιγμή, καθώς παλιές ελπίδες κι αυταπάτες ρίχνονται στη θάλασσα και έχεις την ευκαιρία να προσπαθήσεις ξανά. Αλήθεια, πόσοι μπορούν να κοιτάξουν πίσω και να βρουν μια τέτοια στιγμή;

Νομίζω σε αυτή τη διασταύρωση είναι που συχνά-πυκνά βρίσκονται πολλοί συμπολίτες μας και διαλέγουν να διαβούν το δρόμο της απόσυρσης, της απολιτίκ ιδιωτείας και των στόχων επί προσωπικού. Άμεση συνέπεια: η αίσθηση ότι ο καθένας παλεύει με τον κάθε έναν που συναντά. Είμαστε όλοι εν δυνάμει αντίπαλοι, μια κοινωνία που δεν μας συνέχει μια θεμελιώδης συμφωνία, δεν μας συνεγείρει ένα κοινό όραμα, δεν μας κρατά μαζί ένας βασικός σύνδεσμος. Οι στιγμές που αυτό φαίνεται να συμβαίνει είναι στιγμές ιστορικής ακρότητας και πολιτικής μετάβασης. Αλλά μοιραία αυτές έχουν μικρή διάρκεια και πάσχουν εξ αρχής από τον κυπριωτικό εξαιρετισμό μας.

Πλησιάζω τον κάβο των 40 κι αναλογίζομαι ότι το ασήμαντο έργο της ύπαρξης μου παίζεται με φόντο αυτό το σκηνικό. Μόνο που φέτος ελπίζω αυτό να αλλάξει κι ετούτη να είναι, επιτέλους, η χρονιά μας. Όχι επί προσωπικού, αλλά για κάτι πιο βαθύ. Άλλωστε, για το δικαίωμα στην αισιοδοξία δεν έλεγα στην αρχή;



31 Ιανουαρίου 2016

Παθογένειες




Η συμμετοχή του Προέδρου στο Νταβός και η επίσκεψη Α. Κυπριανού στην Τουρκία φέρνει στο προσκήνιο ξανά τις καλά ριζωμένες παθογένειες του κυπριακού πολιτικού συστήματος και τις αντανακλαστικές αντιδράσεις της κοινωνίας μας. Μία όψη τους είναι η δραματική και καταστροφολογική αντίδραση απέναντι στα γεγονότα, που κοινώς και κεχωρισμένως, παρουσιάζονται να συντελούν σε εξελίξεις που βαίνουν σε βάρος του κράτους και της εθνικής υπόθεσης. Αναρωτιέμαι αν έχει υπάρξει έστω και μία φορά που, σε ανάλογου βεληνεκούς γεγονότα, δεν υπήρξε η αναμενόμενη αντίδραση, η οποία ισχυρίζεται ότι υποχωρούμε, καταστρεφόμαστε, καταδιωκόμαστε. Θα είχε ενδιαφέρον εάν αυτό αποτελούσε αντικείμενο μιας σοβαρής, επιστημονικής έρευνας με αναδρομή στον τοπικό τύπο. Αν θα έπρεπε να εντάξουμε κάπου αυτή την παθογένεια, αυτή θα ήταν στην κατηγορία του «ηθικού πανικού»: παραφουσκωμένες αντιδράσεις στα ΜΜΕ με προειδοποιήσεις για τη διολίσθηση, η οποία απειλεί διαρκώς και θεμελιωδώς την ύπαρξή μας. Είμαστε το μικρό γαλατικό χωριό που αντιστέκεται ηρωικά, αλλά τρέμει στην ιδέα ότι θα πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας.

Μια δεύτερη παθογένεια είναι ο μικρομεγαλισμός και η έλλειψη της δυνατότητάς μας να καταλάβουμε την ιστορική προοπτική και τους συσχετισμούς. Αυτό οδηγεί συχνά σε ηθικολογικές προσεγγίσεις («Το δίκαιο των αιτημάτων μας»), με υπεροπτικούς τόνους («Να αντιληφθούν οι ξένοι την πραγματική βάση του προβλήματος). Θεμελιώδης νόμος, όμως, της κοινωνικής συνύπαρξης και του διαλόγου είναι να πιστώνεις τον απέναντί σου με την ελάχιστη απαιτούμενη ικανότητα να αντιληφθεί όσα του λες. Εν τέλει, αν επιζητείς τη δική του αναγνώριση και αποδοχή, αυτό προϋποθέτει ότι είναι ισότιμός σου και ικανός να σου την παράσχει. Το παιχνίδι χάνεται όμως όταν επιχειρείς από καθέδρας να του δείξεις τα αμπελοχώραφά του. Όπως κάνουν συχνά μέλη της προσφιλούς ομάδας των νομικών (στην οποία, φευ, ανήκω) όταν αποπειρώνται να εξηγήσουν το αληθινό περιεχόμενο του διεθνούς δικαίου και τον σωστό τρόπο εφαρμογής του κεκτημένου στους ξένους συνομιλητές τους. Αστεία πράγματα για σοβαρές υποθέσεις. Ακούγεται απλό, αλλά μάλλον δεν έχει γίνει ακόμα κατανοητό: Το Κυπριακό δεν είναι ο λόγος ύπαρξης του διεθνούς δικαίου.

Η τρίτη, και δυνητικά πιο επικίνδυνη, είναι ο μανιχαϊστικός τρόπος ανάλυσης. Ο κόσμος διαιρείται σε καλούς και κακούς, σε συμμάχους και εχθρούς, σε άσπρο και μαύρο. Από το μεγάλο καλάθι των παραδειγμάτων, ανασύρω τον πολιτικό έρωτα με το Ισραήλ και τις ονειρώξεις για τη δημιουργία ενός τόξου συμμαχίας στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας. Κι επίσης, η κατανόηση της κοινωνίας μας μέσα από απόλυτους όρους και ακραία δίπολα όπως «απορριπτικός-ενδοτικός», «λυσοφοβικός-νενέκος», «φουστανελάς-τουρκοπροσκυνημένος». Αυτή η κοινωνία δεν έχει μετριοπαθείς ανθρώπους, που να εντάσσονται στο ενδιάμεσο αυτών των σημείων. Και πέρα από αυτό, κάνοντας μια παύση στην ένταση που συνοδεύει τους χαρακτηρισμούς, πιστεύω ότι αυτού του είδους οι αψιμαχίες δεν αφορούν κανέναν άλλον εκτός από τους λίγους που τις παρακολουθούν και τους ακόμα λιγότερους που τις διεξάγουν. Με ζώνει η υποψία ότι όλο αυτό το σκηνικό που παρακολουθεί κανείς στις ειδήσεις των 8 και στο διαδίκτυο περιέχει και ένα φορτίο ματαιότητας. Ειρωνικά, την ίδια στιγμή μας πνίγει και η αίσθηση του περισπούδαστου και σημαντικού για όσα συμβαίνουν στο νησί μας, καθώς ο κόσμος εκεί έξω φλέγεται.

Και η τέταρτη, ως άθροισμα των προηγούμενων, είναι η σχιζοφρενική στάση απέναντι στους τρίτους, τους ξένους, τη διεθνή κοινότητα. Από τη μια επιζητούμε τη δική τους συμβολή, παρέμβαση, μεσολάβηση και από την άλλη εύκολα προσχωρούμε στη μανία καταδίωξης, αφού όλοι θέλουν να μας αφανίσουν, να μας ξεγελάσουν. Ωστόσο, όταν οι ευθύνες αποδίδονται πάντα αλλού, όταν αναλαμβάνουμε αυτόβουλα τον ρόλο του πτωχού πλην τίμιου που περιφέρει το δίκαιό του ενώπιον ισχυροτέρων και όταν πρόθυμα εκχωρούμε τη δυνατότητά μας να σκεφτόμαστε έναντι βολικών θεωριών συνωμοσίας, τότε μάλλον δεν πρέπει να αναρωτιόμαστε για το κακό το ριζικό μας...


17 Ιανουαρίου 2016

Πολιτική και σεξισμός

-->


Επιτρέψτε μου σήμερα να αποπειραθώ να ενώσω μερικές από τις τελείες της πολιτικής σκηνής της χώρας μας για να μιλήσω για τον σεξισμό και τον ματσισμό. Σύντομοι ορισμοί, χωρίς να διεκδικώ επιστημονική πληρότητα. Αφενός, ο σεξισμός είναι η διάκριση με βάση το φύλο, που στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων εκδηλώνεται εναντίον γυναικών. Αφετέρου, ο ματσισμός αποδίδει τον ομόηχο machismo, που χονδρικώς είναι η επίδειξη ανδροπρέπειας και η υπερβολική υπερηφάνεια που συνδέεται με την ιδιότητα του άνδρα.

Τα περιστατικά που έχω υπόψη μου είναι πρόσφατα και έχουν συζητηθεί εκτενώς στη δημόσια σφαίρα. Τα κοινά χαρακτηριστικά των περιστατικών είναι αρκετά και ενδιαφέροντα: αφορούν άνδρες που έχουν αψηφήσει την κείμενη νομοθεσία και έχουν δημοσίως υπερασπιστεί την παραβίαση των κανόνων, επικαλούμενοι μία διαφορετική εκδοχή της πραγματικότητας ή κάποιες αξίες που κείνται πέραν των νομικών κανόνων. Η γκάμα των περιστατικών είναι ευρεία: οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα, ποζάρισμα με πιατέλα αμπελοπουλιών, άρθρωση ομοφοβικού λόγου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χαρακτηρισμός βουλεύτριας ως τσουλιού και απόπειρα φωτογράφισης κάτω από τη φούστα της.

Φοβάμαι ότι η αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών ως μεμονωμένων περιστατικών, που εγγράφονται σε ένα ορίζοντα γραφικότητας, δεν είναι αρκετή. Κι αυτό γιατί οι κοινωνικές δυναμικές και συμβάσεις στις οποίες εδράζονται είναι τόσο δυνατές, που μόνο η δημόσια και ποινική, όπου αρμόζει, αντιμετώπιση τους μπορεί να δρομολογήσει την αποδόμησή τους. Ούτε μπορούν οι εμπλεκόμενοι να αφεθούν μόνο στην κρίση του λαού για αρκετούς λόγους: πρώτα από όλα, βρίσκονται στη θέση που είναι λόγω ακριβώς της κρίσης του λαού. Κι ο λαός αυτός δεν είναι μία οντότητα που ενεργεί με ορθολογιστικά και συνεπή κριτήρια, ούτε μπορεί να κρίνει με τα ίδια μέσα και συνέπειες που έχει η δικαιοσύνη. Αντίθετα, ένα μέρος του λαού επικροτεί και συνυπογράφει αυτές τις συμπεριφορές και γι’ αυτό δεν έχει πρόβλημα, εάν δεν επιθυμεί κιόλας, να τις βλέπει στο δημόσιο βίο της χώρας.

Κι αυτό με φέρνει στο επόμενο σημείο μου: ότι αυτές οι συμπεριφορές αντικατοπτρίζουν εμπεδωμένες αντιλήψεις για το ποιες είναι οι γυναίκες στην κοινωνίας μας, τη θέση τους, τις ικανότητες τους και φωτίζουν τους λόγους που ο φαύλος κύκλος της υπο-αντιπροσώπευσης τους διανύει αισίως την έκτη δεκαετία ζωής του, μαζί με την παραπαίουσα Δημοκρατία μας. Κι ακόμα πιο βαθιά: αυτές οι συμπεριφορές προέρχονται, όχι τυχαία κατά την άποψη μου, από το χώρο της σκληρής λαϊκής δεξιάς, που υμνεί την ανδροπρέπεια, την ντομπροσύνη, που ξέρει να τιμά τα παντελόνια, που κάνει κουμάντο στο σπίτι, μπορεί να ρίχνει και κανένα σκαμπίλι όταν εκνευριστεί και τέλοσπαντων πληροί όλα τα στερεότυπα ελληνικής ταινίας του ’60. Προσθέστε, πολλαπλασιάστε, ασχοληθείτε με τα πιο πάνω με όποια σειρά θέλετε και θα βρεθείτε, χωρίς να το καταλάβετε, στον επόμενο κύκλο της κολάσεως: με την εμφυλη βία, τις κακοποιημένες και δολοφονημένες γυναίκες, τους εντός γάμου βιασμούς και τα “εγκλήματα πάθους” από άνδρες που επειδή δεν σηκώνουν πολλά-πολλά σηκώνουν τα G-3 τους.

27 Δεκεμβρίου 2015

Ένα χέρι για το δεκάξι




Επ! Ποιος έκλεψε τον χρόνο μου; Θαρρώ πριν λίγο διάβαζα τι μου επιφύλασσαν τα άστρα για το 2015. Και είμαστε κιόλας στο τέλος του. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια και μια αστραπή μπροστά σου, η υπερταχεία της ζωής σε αφήνει να αιωρείσαι ανάμεσα στον θόρυβο και στον αέρα. Όσο ανηφορίζεις στη ζωή, όσο κατεβαίνεις στα χρόνια, τα γεγονότα σωρεύονται, πάνω σε σκέψεις, δίπλα σε χαρές και ματαιώσεις, σε σχέδια, αναπάντητες κλήσεις, μισοτελειωμένες κουβέντες, κάτι χαζές πίκρες που άφησες να σε πληγώσουν, δυο-τρεις στιγμές που αλάφρυνε η συνείδηση, ένα καλοκαίρι που λάμπει εντός σου.

Πάει κι αυτή η χρονιά, που είχε μέσα λίγο απ’ τα παλιά, λίγο απ’ το νέο. Έφερε έναν δύσκολο αποχαιρετισμό στον πιο ηλικιωμένο πρόγονό μου. Με την ανάμνησή της έμειναν κι οι ιστορίες απ’ τη Μικρασία, τα κανακέματα και η αστείρευτη ετοιμότητα για χορό. Δεν φεύγουν οι άνθρωποι με τον θάνατό τους. Χάνονται μόνο αν ο κυματισμός τους στη ζωή πάψει να ακουμπάει τους επόμενους. Στη στερνή φορά που την επιστρέψαμε στη μακεδονίτικη γη π’ αγάπησε, κατάλαβα πόσους θησαυρούς μου είχε αφήσει: τις παιδικές μου αναμνήσεις, τη μυρωδιά απ’ τα πλατάνια και την πιο ακριβή σοφία που μου ’χουν ψιθυρίσει: «Ούτε στον παράδεισο μόνος, παιδάκι μου». Κι έπειτα από το κατευόδιο για τον καλό παράδεισο, ήρθαν δυο καλοκαιρινά ταξίδια. Το μεγαλείο και η ομορφιά του κόσμου ξεδιπλώθηκαν ξανά μπροστά μου.

Παλιά με λύγιζε η ιδέα ότι δεν θα προλάβω να δω όλα τα μέρη που θα ήθελα, να διαβάσω όλα τα βιβλία που έχω στις λίστες μου και να πάω σε όλες τις γιορτές των νησιών. Τώρα πια, καθετί που προλαβαίνω να κάνω και το σβήνω από τα to-do είναι κέρδος. Κι έπειτα, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι το πόσο, το πώς, το πότε, αλλά το με ποιον, που έχει σημασία πιο πολύ. Κι έτσι, απ’ τον Σεπτέμβριο, πάτησα γκάζι και καρφώθηκα με όλη την ταχύτητα πάνω στο γραφτό μου, ποιος εγώ, που δεν πιστεύω στους ντετερμινισμούς και τις μοίρες, και κράτησα ένα χέρι, έφαγα λίγο σταφύλι και συμπλήρωσα τις αφηγήσεις της με τα δικά μου λόγια. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, ο χρόνος έφτασε στην πιο μεγάλη διαστολή του και τα χρώματα ήταν πιο έντονα, ο αέρας πιο γεμάτος και είδα πίσω την απόσταση που με έφερε ώς εδώ – ευγνωμοσύνη.

Τώρα κλείνει η χρονιά, ξεγελάσαμε στο τσακ τον Θεριστή, και βάλαμε μπροστά για το δεκάξι, που αν είσαι παιδί των seventies σου φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι έφτασες ώς εδώ. Μα αυτή είναι η κουβέντα που λέγαμε στην αρχή και τώρα αυτό που έχει σημασία είναι να κάνω τη σούμα και να κρατήσω λίγο πιο σφικτά εκείνο το χέρι.

20 Δεκεμβρίου 2015

Ποιος (θα) είναι Κύπριος πολίτης;




Το ζήτημα της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη είναι ένα από τα σημαντικότερα συνταγματικής εμβέλειας ζητήματα που ελάχιστες φορές ελκύει την προσοχή μας. Συνδέεται άμεσα με τη βασικότερη αρχή που διαπνέει το Σύνταγμά μας, δηλαδή αυτή της δικοινοτικότητας. Το Σύνταγμά μας υιοθετεί τρία κριτήρια με αμφίβολη σαφήνεια ως προς το περιεχόμενό τους. Μέλος της ελληνικής ή της τουρκικής κοινότητας λογίζεται όποιος έχει αντίστοιχη εθνοτική καταγωγή και μιλά την αντίστοιχη γλώσσα, ή μετέχει των αντίστοιχων πολιτιστικών παραδόσεων ή αν είναι ορθόδοξος ή μωαμεθανός. Η αναφορά στις πολιτιστικές παραδόσεις είναι μεν ενδιαφέρουσα και συνδέεται με την ιδιοπροσωπία των δύο κοινοτήτων, αλλά είναι μάλλον αβέβαιο αν θα ήταν εφικτός ο εξαντλητικός προσδιορισμός τού ποιες είναι αυτές οι παραδόσεις και σε τι συνίστανται.
Το κυριότερο πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι η ιδιότητα του Κύπριου πολίτη αποκτάται μέσω της συμμετοχής σε μία από τις δύο κοινότητες. Χωρίς την ιδιότητα του μέλους μίας εκ των δύο κοινοτήτων, ουδείς μπορεί να θεωρηθεί πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ζήτημα αυτό έχει επισημανθεί επανειλημμένως από διεθνή σώματα ως ασύμβατη νομικά ρύθμιση με την παρούσα εξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της ρύθμισης δεν είναι λιγότερο σημαντικές: αφενός διαιρούν πολιτικά και κοινωνικά τον εν ευρεία εννοία πολιτικό δήμο της Κύπρου και εξωθούν τις κοινότητες σε έναν διαρκή και ατελέσφορο πολιτικό ανταγωνισμό σε όλα τα επίπεδα των εξουσιών και των θεσμών. Και αφετέρου, καθιστούν αόρατες τις ιστορικές μειονότητες του νησιού μας. Οι Μαρωνίτες, οι Αρμένιοι και οι Λατίνοι αντιμετωπίστηκαν, και εν πολλοίς συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται, ως αμελητέες ποσότητες και προσαρτήματα της ελληνικής κοινότητας.
Και μια ματιά στο μέλλον. Εξετάζοντας το ιστορικό κεκτημένο των διαπραγματεύσεων διαπιστώνεται η προβολή της πιο πάνω ρύθμισης και στη μελλοντική ομοσπονδιακή συνταγματική διάρθρωση. Είναι ρεαλιστικό να προσδοκάται ότι ο δικοινοτισμός θα αφαιρεθεί από τα βασικά στοιχεία λύσης; Προφανώς όχι, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να μην επιτρέπουμε στους εαυτούς μας τον αναστοχασμό επί του θέματος. Ελπίζω, λοιπόν, ότι ο μελλοντικός ορισμός των δύο κοινοτήτων θα έχει πιο σαφή και λιγότερο διαχωριστικά κριτήρια. Η κατάταξη με τη χρήση του κριτηρίου της μητρικής γλώσσας θα ήταν επαρκής και κατάλληλη για σκοπούς θεσμικής συγκρότησης, θα βασιζόταν σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά μοντέλα και θα ενίσχυε την πολιτιστική ταυτότητα των δύο κοινοτήτων.
Το σημαντικότερο πλήγμα, ωστόσο, στη διαιρετική πτυχή του δικοινοτισμού θα ήταν η υιοθέτηση της διασταυρούμενης ψήφου και η συγκρότηση κοινών πολιτικών και κοινωνικών φορέων: κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, σωματεία και μη κυβερνητικές οργανώσεις που θα δημιουργηθούν από κοινού και θα προωθούν κοινά συμφέροντα, έχουν τη δυνατότητα να αφοπλίσουν ενδεχόμενες μελλοντικές προστριβές και να δημιουργήσουν έναν νέο, στέρεο και υγιή συνταγματικό πατριωτισμό, που θα αφορά τους πολίτες ως Κύπριους και όχι ως μέλη της μίας ή της άλλης κοινότητας. Επίσης, μία ρύθμιση που θα επέτρεπε την ουσιαστική εκπροσώπηση των μειονοτήτων θα έκανε ευτυχέστερους όσους έχουν ακονίσει την πολιτική τους σκέψη στα ανθρώπινα δικαιώματα και θα επέτρεπε την ανάδειξη του πλουραλιστικού δυναμικού της κοινωνίας μας.