21 Αυγούστου 2011

Μέρες του Αυγούστου



Υπήρχε κάτι ενδόμυχα γαλήνιο στη Λευκωσία τις μέσες μέρες του Αυγούστου. Την ώρα που το πλήθος έκαιγε την επιδερμίδα του με σαραντάρια και ανελέητα ραπίσματα άμμου, εγώ πύκνωνα τις τάξεις των κολασμένων που είχαν απομείνει σαν οπισθοφυλακή στην πρωτεύουσα. Κατηφορίζοντας προς το κέντρο, Σαλαμίνος και Λάρνακος, τα τείχη φάνηκαν για μια στιγμή μόνο να αποκτούν το αληθινό τους χρώμα. Την ίδια ώρα, η μητροπολιτική ορχήστρα τζιτζικιών έφτιαχνε τον δικό της αυτοσχεδιασμό με μια πολυφωνία τερετισμάτων. Οι ήχοι της πόλης που χάνονται στον καθημερινό μας αγώνα. Κι αν ακόμα η άσφαλτος ήταν καμίνι εκείνη την ώρα, με μικρές διαθλάσεις να δημιουργούν λίμνες στον οπτικό ορίζοντα, υπήρχε κάτι βαθιά οικείο στην ατμόσφαιρα, τόσο που σκέφτηκα να βγάλω τα παπούτσια και να κυκλοφορήσω ξυπόλυτος σε μια πόλη που είναι φτιαγμένη σαν να ‘ναι το σπίτι μου ή που την έχω μάθει ως τέτοια. Ένα αυτοκίνητο από μια πάροδο με έβγαλε από το μαίανδρο των παράδοξων σκέψεων μου κι ο οδηγός του μου έριξε ένα φευγαλέο, πλην οικείο βλέμμα. Σαν να ανταλλάξαμε μια συνεννόηση, ένα δικό μας υπονοούμενο εν μέση οδώ. Τα διάσπαρτα αισθητικά εγκλήματα που συντελούνται καθημερινά στο σώμα αυτής της πόλης δεν στάθηκαν ικανά, τουλάχιστον εκείνη την ώρα, να μου χαλάσουν τη διάθεση. Οι δρόμοι και τα καταστήματα έμοιαζαν εγκαταλειμένα από τους οδοιπόρους και τους ιδιοκτήτες. Σαν να είχαν παραδοθεί όλα στην κυριαρχία του χρόνου κι οι λίγοι που τριγυρνουσαμε εντός της, να μας ειχε δοθεί ένας χρησμός γραμμένος σαν ευχή, διαβασμένος σαν κατάρα. Δεκαπενταύγουστος αργός, λοιπόν, με σκέψεις που σέρνονται στο πλάι σου. Το θαμπό φως πίσω από τον Πενταδάκτυλο παίρνει αποχρώσεις μαβιού, γαλάζιου, πυρπολημένου φωτός και, να δες, κάτι λαμπυρίζει καμιά φορά στις κορυφογραμμές. Μελτεμάκια δεν ευτυχήσαμε να ζήσουμε, αλλά καθώς παίρνει να βραδιάζει πιάνει να φυσά ένα ωραίο αεράκι κι αυτό το νησί που σε κάνει να νιώθεις ότι δεν είσαι σε νησί, γλυκαίνει, οι αδρές γραμμές του λεπταίνουν και ό,τι σε ενόχλησε και πόνεσε τώρα πέφτει στο πάτωμα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, αναρωτιέμαι αν είναι η απουσία των ανθρώπων που με σπρώχνει σ’ αυτούς τους λογισμούς. Ίσως, ίσως και όχι. Υποψιάζομαι όμως πως ό,τι κι αν συμβαίνει, στο τέλος, ένα κύμα του Σεπτέμβρη θα τους σβήσει.


Δεν υπάρχουν σχόλια: