25 Δεκεμβρίου 2011

Ομιλούσες γραβάτες, τσαχπίνικα ταγέρ



Το βράδυ της περασμένης Κυριακής ήταν βγαλμένο από τους πιο καφκικούς λαβυρίνθους. Σε όποιο κανάλι κι αν γύριζα, οι ίδιες ομιλούσες γραβάτες και τα πιο τσαχπίνικα ταγέρ επαναλάμβαναν τον προβληματισμό τους για το μέτρο της αποχής. Ωστόσο, όπως η ατέρμονη επανάληψη του «Πάτερ Ημών» δεν είναι ικανή να σου σώσει την ψυχή, έτσι κι ο εξορκισμός της αποχής δεν είναι ικανός να πάρει τη σκέψη και τη δράση ένα βήμα παραπέρα. 
Η αποχή μαζί με τη λευκή ψήφο πλησίασαν το 40%, αλλά στα τηλεοπτικά πάνελ δεν φάνηκε να ιδρώνει το αφτί κανενός. Αντιθέτως, οι πολιτικοί έπεσαν στην παγίδα των δημοσιογράφων και έβγαλαν τα υπολογιστικά μηχανάκια τους φτιάχνοντας σούμες για τις προεδρικές εκλογές. Έπιασαν το νήμα, λοιπόν, από τις προηγούμενες εκλογές με την ίδια ηθικίστικη προσέγγιση στην αποχή, που «πρέπει να προβληματίσει» επειδή «στέλνει ένα μήνυμα στις πολιτικές ηγεσίες». Κι όμως η αποχή δεν ήρθε ουρανοκατέβατη – αντίθετα στις τελευταίες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις καταγράφει σταθερά διψήφια ποσοστά, αφού στις προεδρικές του 2008 ήταν 11%, στις ευρωεκλογές του 2009 41% και στις βουλευτικές του 2011 ήταν 21%. Όσο όμως αντιμετωπίζεται ως ο οξαποδώ για τον οποίο δεν θα μιλάμε μέσα στο πολιτικό μας σπίτι, τόσο θα μας επισκέπτεται. Κι όμως νομίζω ότι η αποχή μπορεί να αναλυθεί και να εξηγηθεί, αρκεί να μην έχεις πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα. Αρκετά, λοιπόν, με τους κομματικούς στρατούς, που έχοντας κανιβαλίσει τη νοημοσύνη μας για χρόνια, εκφράζουν τώρα τον προβληματισμό τους για την αποχή.
Στα κακά μαντάτα των εκλογών, πρέπει να προσμετρηθεί η ήττα του ΑΚΕΛ και η άνοδος του ΔΗΣΥ. Κι αυτό επειδή το αποτέλεσμα διαμορφώνει τους όρους για την όξυνση του πολιτικού σκηνικού στους επόμενους μήνες. Από τη μια, το ΑΚΕΛ θυμάται τους εφιάλτες της πολιτικής απομόνωσης, που ενδεχομένως να το οδηγήσει ξανά σε μια καταστροφική για τον τόπο πολιτική συνεργασία. Ακόμα κι αν κάποιοι άλλοι άνθρωποι άλλαξαν σιόρ, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε το ίδιο και για το Κόμμα. Με άλλα λόγια, μπαίνουμε σε πρόγραμμα επαναστατικής γυμναστικής με πολλή πραξικοπηματολογία και περί αντιακελισμού κλαψούρισμα τους επόμενους μήνες. Η Αριστερά όμως σήμερα έχει ανάγκη από τουλάχιστον τρία πράγματα: ουμανιστικό περιεχόμενο, κοινωνικό ακτιβισμό και ατζέντα για το περιβάλλον. Πράγματα, δηλαδή, που θα ακούγονται κινέζικα στην Εζεκία Παπαϊωάννου.
Στην άλλη πλευρά του πολιτικού στερεώματος, δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω τα σάλια των εκπροσώπων του ΔΗΣΥ να ξεχειλίζουν από τον τηλεοπτικό δέκτη με αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως αφετηρία της επιστροφής στην εξουσία. Οι φόβοι μου είναι δύο: πρώτον, οι διαδοχικές εκλογικές πρωτιές έχουν δημιουργήσει μια ανεξέλεγκτη προσδοκία επιστροφής στην εξουσία που μπορεί να γίνει τυφλό πάθος άμα τη αναλήψει της. Και δεύτερον, και ίσως πιο ανησυχητικό, η καμπάνια του «Ενώνουμε δυνάμεις» ξεχειλώνει διαρκώς για να δημιουργήσει μια ετερόκλιτη λεγεώνα που θα πολεμήσει στις προεδρικές. Η κοινωνία μας θα σπρωχθεί έτσι ακόμα πιο δεξιά, σε πιο συντηρητικές και ακραίες θέσεις για μια πλειάδα θεμάτων, ώστε να επαναπατριστούν οι παλιοί συναγωνιστές. Τηλεγραφικά: μεταναστευτικό, κοινωνική πολιτική, Κυπριακό, ανθρώπινα δικαιώματα. Νίκο, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
Ανακεφαλαιωτικά, με το κλείσιμο των καλπών ανοίγει το χρονοντούλαπο της ιστορίας και οι παλιοί καλοί σκελετοί επιστρέφουν στο προσκήνιο. Η εμφυλιοπολεμική ρητορική και πολιτική πρακτική θα αυξάνεται, οι δύο μεγάλοι του πολιτικού συστήματος θα οδεύσουν σε οριστική σύγκρουση και όλοι εμείς οι φιλελεύθεροι, προοδευτικοί, λογικοί και μετριοπαθείς θα βρεθούμε ξανά πολιτικά άστεγοι. Το χειρότερο ωστόσο θα είναι η καταχώρισή μας στις τελευταίες υποσημειώσεις της ιστορίας. Από αυτή την προοπτική όμως υποψιάζομαι ότι δεν μπορεί να σωθεί όποιος χώνει το κεφάλι του βαθύτερα στην άμμο της αποχής.

18 Δεκεμβρίου 2011

Respublica Cypria delenda est




Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως άθροισμα κακών πρακτικών, νοσηρών νοοτροπιών, αποτυχημένων πολιτικών, παραπλανητικών ιδεοληψιών, μεγαλομανών δηλώσεων, κληρονομικών δικαιωμάτων και δημόσιων αναπηριών πρέπει να πεθάνει. Με ή χωρίς λύση στον ορατό χρονικό ορίζοντα, η τερατογένεση του 1960 έχει εξαντλήσει τα όρια της – μαζί με αυτά και τα δικά μας. Προτού φτάσει στη σημερινή προχωρημένη της σήψη, τράφηκε από τις σάρκες της μια μετα-τριτοκοσμική ελίτ, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να δίνει τον τόνο στη δημόσια υποκρισία.


Ας αποφασίσουμε αν αυτό που πραγματικά θέλουμε είναι η λύση ομοσπονδίας ή η διχοτόμηση. Οι διαρκείς αρνήσεις και οι χιμαιρικές προσδοκίες δεν ωφέλησαν μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι θα ωφελήσουν σε κάτι από εδώ και πέρα. Η ευθύνη βρίσκεται στην απόφαση μας και όχι στην αναβολή. Αρκετά με το να κρυβόμαστε πίσω από τις εύκολες φράσεις, τις έτοιμες ατάκες που συνθέτουν το κοινό λεξιλόγιο πολιτικής επικοινωνίας. Ομοσπονδία σημαίνει διαμοιρασμός της εξουσίας, συνύπαρξη και πολλαπλασιασμός των δυνατοτήτων. Διχοτόμηση σημαίνει δικαίωση του οράματος της «καθαρής λύσης» με τη de jure γένεση της ελληνικής δημοκρατίας της νοτίου Κύπρου, πολιτική αιμομιξία και μετάθεση μιας ακόμης σύγκρουσης στο μέλλον. Διαλέγετε και παίρνετε. Και τα δύο όμως είναι επιλογές που βαραίνουν εμάς. Το κρυφτούλι από την ευθύνη έχει τελειώσει.


Ας τελειώνουμε και με τους απαρχαιωμένους θεσμούς διακυβέρνησης και δημόσιας διοίκησης. Η ιερή αγελάδα που ονομάζεται Σύνταγμα πρέπει να σφαχτεί. Για χρόνια συνεχίζει η ίδια μονότονη μελωδία: το σύνταγμα είναι δοτό, αλλά το σύνταγμα δεν μπορεί να αλλάξει. Παραμένουμε έτσι καθηλωμένοι και δέσμιοι των 200 άρθρων του, λες και υπάρχουμε για να υπηρετούμε ένα νομικό κείμενο και όχι το ανάποδο. Ο τόπος αδυνατεί να περπατήσει με αυτό το βαρίδι στα πόδια. Ας αλλάξουμε πολίτευμα. Με ισοζυγισμένη κατανομή εξουσιών και αρμοδιοτήτων, με ενίσχυση της ευθύνης των αξωματούχων, με δημιουργία διαρκούς λογοδοσίας, με θέση σε ισχύ μηχανισμών διαφάνειας, με αποκέντρωση και εξορθολογισμό της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών. Να δώσουμε ένα τέλος στην κληρονομικώ δικαίω δημοκρατία μας, που ανακυκλώνει τους ίδιους ανθρώπους παντού, που δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων. Ας αλλάξουμε την κοινωνία και την εκπαίδευση μας. Να τελειώνουμε με την κακομοιριά και τους κομπλεξισμούς, τους κλειστούς ορίζοντες και με την επανάπαυση στις υπονομευτικές ευκολίες του τόπου. Να απελευθερωθούμε από την τυραννία του ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν και από το θάψιμο της προσωπικής ευθύνης.


Η Κυπριακή Δημοκρατία ως εκτροφείο πλαδαρότητας, ως βάθρο επιβράβευσης της ήσσονος προσπάθειας, ως χώρος περίθαλψης των προσωπικών ανεπαρκειών του κάθε σατραπίσκου, ως διάσταση όπου τα νοήματα αντιστρέφονται, ως πολιτικές συνταταγμένες όπου η λογική και η αισθητική υφίστανται καθημερινό βιασμό, ως τόπος υπερίσχυσης της μικρόνοιας πρέπει να πεθάνει. Πριν μας πεθάνει αυτή...

11 Δεκεμβρίου 2011

Επιστροφή στη δημοκρατία


 
“Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
Εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς”
 
Ν. Γκάτσος

Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα πιάνει καθημερινά κι ένα νέο ιστορικό χαμηλό. Μετά την αγωνία για την εξεύρεση κοινά αποδεκτού πρωθυπουργού, η επιλογή του Λ. Παπαδήμου εμφανίστηκε περίπου ως μια μεσσιανική έλευση που θα δώσει λύσεις, ηρεμία, επάνοδο στη σταθερότητα. Απορίας άξιον βέβαια είναι ότι τις πρώτες μέρες τα γκάλοπ έδειχναν την αποδοχή του από την κοινή γνώμη να φτάνει το 70%. Για τις ίδιες πολιτικές και προοπτικές, ο προκάτοχός του αναγκάστηκε να σχεδιάσει ή επέλεξε την ηρωική έξοδο, κοινώς την παραδοχή της ανικανότητάς του να κυβερνήσει. Δικαιολογημένη, λοιπόν, η κάθε επιφύλαξη έναντι των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, πιο πολύ από ποτέ προηγουμένως.


            Η Δημοκρατία πεθαίνει στη χώρα που τη γέννησε. Μέσα από συνταγματικοφανείς διαδικασίες, η χώρα απέκτησε τρεις πρωθυπουργούς: τον απερχόμενο, του οποίου οι επιλογές και αποφάσεις στην περασμένη διετία καθορίζουν το σκηνικό. Τον νυν πρωθυπουργό, που περιβλήθηκε με τις συνταγματικές εξουσίες άχρι καιρού. Και τον εν δυνάμει πρωθυπουργό, που προσδοκεί ότι η αέναη εναλλαγή του δικομματισμού στην εξουσία θα τον ευνοήσει νομοτελειακά. Θα μπορούσαν οι εκλογές να δώσουν λύση; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε πρέπει να γίνουν. Αν η απάντηση είναι όχι, τότε πρέπει και πάλι να γίνουν για τον απλό λόγο ότι σε τέτοιες οριακές καταστάσεις η ευθύνη πρέπει να αναλαμβάνεται από τη λαϊκή βούληση και όχι να μετατίθεται σε επιλογές της ελίτ. Περιέργως, ενώ η υπηρεσιακή κυβέρνηση συμφωνήθηκε με σαφή χρονικό ορίζοντα για την επιτέλεση συγκεκριμένου έργου, ακούγονται ήδη φωνές που μεταθέτουν τις εκλογές για αργότερα. Το ζήτημα δεν είναι οι συνωμοσιολογικές ερμηνείες, αλλά η επιστροφή στις βασικές αρχές ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.


            Μαζί με τα πιο πάνω, συντελέστηκε ήσυχα, ήρεμα και απλά και το ξέπλυμα της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την πτώση της χούντας, τα σταγονίδια έγιναν κανονικός ποταμός που ρέει περήφανα στο σώμα στης ελληνικής κοινωνικής επικράτειας. Η εκλογική δύναμη της ακροδεξιάς ήταν ένα μονοψήφιο εκατοστιαίο ποσοστό στις τελευταίες εκλογές, σαφές μήνυμα του λαού ότι δεν τη θεωρεί ικανή και αξιόπιστη για να κυβερνήσει. Με την πολιτική φιοριτούρα των κομματικών αρχηγών, ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός έλαβε κυβερνητικό βήμα για να κομπάζει ότι συντελεί στη σωτηρία της πατρίδας, γραμμένη στο πολυτονικό. 


            Η Ελλάδα ζει μέρες οπισθοδρόμησης, ταπείνωσης, συνεχών, κυριολεκτικών και μεταφορικών, υποτιμήσεων. Δεν είναι η πρώτη φορά στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων που φτάνει στην καταστροφή: από τον ολέθριο πόλεμο του 1897, στη Μικρασιατική και από το ολοκαύτωμα του Δευτέρου Παγκοσμίου στον εμφύλιο, τη χούντα και την εισβολή στην Κύπρο, η Ελλάδα ευτύχησε να ξανασηκωθεί με τον Βενιζέλο, το κίνημα στο Γουδί, τη γενιά του ’30, την υπόσχεση της ΕΔΑ, τον εκδημοκρατισμό και την ευρωενωσιακή προοπτική. Πράγματα, δηλαδή, που έκαναν Έλληνες, σαν εμάς κι εσάς. Νομίζω μπορεί να ξαναγίνει, αν επιστρέψουμε στη δημοκρατία, στη σοβαρότητα και στη συνεχή δουλειά. Και πιο πολύ, αν πεθάνει η Ελλάδα της λαμογιάς, του ελάχιστου κόπου και της αρπαχτής. Το τελευταίο το εύχομαι με κάθε κύτταρό μου.



4 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί ομοσπονδία;




Η απάντηση στο ερώτημα οδηγεί συχνά σε μια κυκλική και αδιέξοδη λογική: επειδή έτσι συμφωνήσαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Απαντήσεις αυτού του είδους είναι ελάχιστα πειστικές, ειδικά για όσους δεν αρέσκονται να χάνονται στους μαιάνδρους της βιβλιογραφίας για το τι εστί ομοσπονδία και τι συνεπάγεται η επιλογή της ως μοντέλο λύσης για τον τόπο μας. Για δεκαετίες, η επιλογή της ομοσπονδίας ήταν μια πολιτική επιλογή της ελληνοκυπριακής ελίτ, που διαχειρίστηκε άτσαλα και κατά τρόπο αδιαφανή την πορεία του Κυπριακού. Όταν ξημέρωσε η 24η Απριλίου 2004, όλοι βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις φοβίες, τις απορίες και τις επιφυλάξεις που σέρνονταν για χρόνια ανάμεσα στα πόδια μας.



Η επίκληση ενός πλαισίου λύσης που συμφωνήθηκε το 1977-79 πείθει ελάχιστα τη γενιά μου: οι αποφάσεις λήφθηκαν για εμάς, χωρίς εμάς και διεκδικούν να καθορίσουν τη ζωή μας. Αναπόδραστα, το τίμημα απονομιμοποίησης της λύσης στις συνειδήσεις πολλών συνομήλικών μου, καταβάλλεται με την υιοθέτηση πιο ακραίων και πιο φοβικών απόψεων, που καταλήγουν στο εξής: όχι σε όλα, να ζήσουμε για πάντα έτσι όπως είμαστε. Ωστόσο, είναι ουτοπία να νομίζει κανείς ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Για την Κύπρο, αυτού του είδους οι ευσεβοποθισμοί μπορούν να μετατραπούν σε δυστοπία.

Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που αποτελούν γενεσιουργές αιτίες της ομοσπονδίας, ως πολιτικού φαινομένου: συλλογική ασφάλεια, οικονομική ευμάρεια, διεύρυνση της αγοράς και παραμερισμός των εμποδίων στη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Μια ματιά στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ μας υπενθυμίζει ότι οι πρώτες ιδρυτικές συνθήκες των Κοινοτήτων είχαν στηριχθεί και είχαν ταχθεί στην εξυπηρέτηση αυτών των τριών στόχων. Το κομμάτι αυτό επιβιώνει και ενδυναμώνεται με συνεχείς αναθεωρήσεις. Άρα, η θεμελιωτική δυναμική της ομοσπονδίας είναι μια κατεξοχήν ευρωπαϊκή επιλογή. Σε πείσμα όσων έχουν υφαρπάξει την έννοια της «ευρωπαϊκής λύσης», πρέπει να αντιτείνεται ότι η ευρωπαϊκή δυναμική έχει δύο τάσεις: διαρκής προσέγγιση και εναρμόνιση από τη μια, και αποκέντρωση εξουσιών στις περιφέρειες από την άλλη. Το κλειδί σε κάθε τάση είναι ένα: συναίνεση.

Η ομοσπονδία, ως μοντέλο λύσης για την Κύπρο, δεν συντονίζεται μόνο με το ευρωενωσιακό παράδειγμα ολοκλήρωσης. Κουβαλάει μέσα της και το μοναδικό σπέρμα κοινωνικής αλλαγής που είναι δυνατό να υπάρξει στον τόπο. Με το διαχωρισμό των κοινωνιών μας, είναι αναπόφευκτο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ η γονιμοποιός όσμωση δυναμικών και εμπειρίας, ούτε πρόκειται να ενωθούν δυνάμεις για την επίτευξη και τον πολλαπλασιασμό περαιτέρω κατακτήσεων και βελτίωση των όρων διαβίωσής μας στο νησί. Επιπλέον, η διατήρηση του στάτους κβο, πέρα από την επισφαλή πολιτική προοπτική που δίνει για όλα τα μέρη, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην υιοθέτηση πιο συγκρουσιακών ή ανέφικτων στόχων και από τις δύο πλευρές. Αναπόφευκτα, μια «παγωμένη» σύγκρουση, όπως αυτή του Κυπριακού, θα διέρχεται μέσα από διαδοχικούς κύκλους έντασης, σύγκρουσης και αστάθειας. Σε αυτό το σενάριο, θα εγγράψουμε όλοι αρνητικά πρόσημα στη στήλη των αποτελεσμάτων μας: η δυστοπία που λέγαμε πιο πάνω…



Και μια τελευταία παρατήρηση: η επιδίωξη της ομοσπονδίας από την ελληνοκυπριακή πλευρά φέρει μια διπλή ειρωνεία. Ως επιλογή της ελίτ, μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για κοινωνική αλλαγή, χωρίς όμως να εγγυάται στα μέλη αυτής της ελίτ ότι θα συνεχίσουν να έχουν τη σημερινή τους θέση. Ως επιλογή των μετριοπαθών και της Αριστεράς, προβάλλεται ως αναγκαιότητα στην οποία πειθαναγκαστήκαμε από την ιστορία. Δεν είναι η ώρα για μαθήματα ιστορίας και εξιστόρηση των βημάτων που μας έφεραν ως εδώ. Ας μείνει αυτό: η ομοσπονδία μπορεί να είναι και να προβάλλεται ως αυθεντικά ευρωπαϊκή επιλογή θετικής προοπτικής και όχι ως αναγκαστικός μονόδρομος των λογικών του «το μη χείρον, βέλτιστον».