Το βράδυ της περασμένης Κυριακής ήταν βγαλμένο από τους πιο καφκικούς λαβυρίνθους. Σε όποιο κανάλι κι αν γύριζα, οι ίδιες ομιλούσες γραβάτες και τα πιο τσαχπίνικα ταγέρ επαναλάμβαναν τον προβληματισμό τους για το μέτρο της αποχής. Ωστόσο, όπως η ατέρμονη επανάληψη του «Πάτερ Ημών» δεν είναι ικανή να σου σώσει την ψυχή, έτσι κι ο εξορκισμός της αποχής δεν είναι ικανός να πάρει τη σκέψη και τη δράση ένα βήμα παραπέρα.
Η αποχή μαζί με τη λευκή ψήφο πλησίασαν το 40%, αλλά στα τηλεοπτικά πάνελ δεν φάνηκε να ιδρώνει το αφτί κανενός. Αντιθέτως, οι πολιτικοί έπεσαν στην παγίδα των δημοσιογράφων και έβγαλαν τα υπολογιστικά μηχανάκια τους φτιάχνοντας σούμες για τις προεδρικές εκλογές. Έπιασαν το νήμα, λοιπόν, από τις προηγούμενες εκλογές με την ίδια ηθικίστικη προσέγγιση στην αποχή, που «πρέπει να προβληματίσει» επειδή «στέλνει ένα μήνυμα στις πολιτικές ηγεσίες». Κι όμως η αποχή δεν ήρθε ουρανοκατέβατη – αντίθετα στις τελευταίες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις καταγράφει σταθερά διψήφια ποσοστά, αφού στις προεδρικές του 2008 ήταν 11%, στις ευρωεκλογές του 2009 41% και στις βουλευτικές του 2011 ήταν 21%. Όσο όμως αντιμετωπίζεται ως ο οξαποδώ για τον οποίο δεν θα μιλάμε μέσα στο πολιτικό μας σπίτι, τόσο θα μας επισκέπτεται. Κι όμως νομίζω ότι η αποχή μπορεί να αναλυθεί και να εξηγηθεί, αρκεί να μην έχεις πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα. Αρκετά, λοιπόν, με τους κομματικούς στρατούς, που έχοντας κανιβαλίσει τη νοημοσύνη μας για χρόνια, εκφράζουν τώρα τον προβληματισμό τους για την αποχή.
Στα κακά μαντάτα των εκλογών, πρέπει να προσμετρηθεί η ήττα του ΑΚΕΛ και η άνοδος του ΔΗΣΥ. Κι αυτό επειδή το αποτέλεσμα διαμορφώνει τους όρους για την όξυνση του πολιτικού σκηνικού στους επόμενους μήνες. Από τη μια, το ΑΚΕΛ θυμάται τους εφιάλτες της πολιτικής απομόνωσης, που ενδεχομένως να το οδηγήσει ξανά σε μια καταστροφική για τον τόπο πολιτική συνεργασία. Ακόμα κι αν κάποιοι άλλοι άνθρωποι άλλαξαν σιόρ, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε το ίδιο και για το Κόμμα. Με άλλα λόγια, μπαίνουμε σε πρόγραμμα επαναστατικής γυμναστικής με πολλή πραξικοπηματολογία και περί αντιακελισμού κλαψούρισμα τους επόμενους μήνες. Η Αριστερά όμως σήμερα έχει ανάγκη από τουλάχιστον τρία πράγματα: ουμανιστικό περιεχόμενο, κοινωνικό ακτιβισμό και ατζέντα για το περιβάλλον. Πράγματα, δηλαδή, που θα ακούγονται κινέζικα στην Εζεκία Παπαϊωάννου.
Στην άλλη πλευρά του πολιτικού στερεώματος, δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω τα σάλια των εκπροσώπων του ΔΗΣΥ να ξεχειλίζουν από τον τηλεοπτικό δέκτη με αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως αφετηρία της επιστροφής στην εξουσία. Οι φόβοι μου είναι δύο: πρώτον, οι διαδοχικές εκλογικές πρωτιές έχουν δημιουργήσει μια ανεξέλεγκτη προσδοκία επιστροφής στην εξουσία που μπορεί να γίνει τυφλό πάθος άμα τη αναλήψει της. Και δεύτερον, και ίσως πιο ανησυχητικό, η καμπάνια του «Ενώνουμε δυνάμεις» ξεχειλώνει διαρκώς για να δημιουργήσει μια ετερόκλιτη λεγεώνα που θα πολεμήσει στις προεδρικές. Η κοινωνία μας θα σπρωχθεί έτσι ακόμα πιο δεξιά, σε πιο συντηρητικές και ακραίες θέσεις για μια πλειάδα θεμάτων, ώστε να επαναπατριστούν οι παλιοί συναγωνιστές. Τηλεγραφικά: μεταναστευτικό, κοινωνική πολιτική, Κυπριακό, ανθρώπινα δικαιώματα. Νίκο, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
Ανακεφαλαιωτικά, με το κλείσιμο των καλπών ανοίγει το χρονοντούλαπο της ιστορίας και οι παλιοί καλοί σκελετοί επιστρέφουν στο προσκήνιο. Η εμφυλιοπολεμική ρητορική και πολιτική πρακτική θα αυξάνεται, οι δύο μεγάλοι του πολιτικού συστήματος θα οδεύσουν σε οριστική σύγκρουση και όλοι εμείς οι φιλελεύθεροι, προοδευτικοί, λογικοί και μετριοπαθείς θα βρεθούμε ξανά πολιτικά άστεγοι. Το χειρότερο ωστόσο θα είναι η καταχώρισή μας στις τελευταίες υποσημειώσεις της ιστορίας. Από αυτή την προοπτική όμως υποψιάζομαι ότι δεν μπορεί να σωθεί όποιος χώνει το κεφάλι του βαθύτερα στην άμμο της αποχής.