Πήραμε τον ίσιο
δρόμο που οδηγούσε στην Αμμόχωστο. Δεξιά κι αριστερά, η πεδιάδα. Ο ήλιος
έλαμπε. Μια σειρά από ασημιά σύννεφα έφτιαχναν ένα περίεργο συρμό προς την
Καρπασία. Σαν να μας έδειχναν τον δρόμο. Η πυξίδα μέσα μου έδειχνε σταθερά στην
ανατολική ακτή. Μας πήρε ώρα να φτάσουμε. Οι συμπατριώτες έχουν πάρει στα
σοβαρά το όριο ταχύτητας και οι κάμερες της τροχαίας σε σημαδεύουν διαρκώς.
Πλησιάζοντας στην Αμμόχωστο, άρχισαν να εμφανίζονται κάτι φαραωνικά κτίσματα.
Ξενοδοχεία, τεράστιες πολυκατοικίες, φάτσες Ανατολής, τσίκνα από κακό κεμπάπ. Ο
ήλιος της Κύπρου μας ζαλίζει όλους – φαίνεται σχεδόν παράδοξο να έχει τρέξει
τόσο αίμα σε αυτό τον τόπο. Σκεφτείτε το καθώς αντικρίζετε έναν καλοκάγαθο
κοιλαρά κυπραίο.
Το πήραμε προς
τα πάνω, η θάλασσα πια σταθερά στα δεξιά μας. Μετά το Μπογάζι, η γη αλλάζει. Η
σκόνη της Μεσαορίας είναι πια πίσω μας και το πράσινο επιχειρεί να ορίσει την
επικράτεια του. Κάτι γίνεται εδώ, κάτι συμβαίνει. Στο μεταξύ ο ήλιος ψηλά κι
εγώ θυμάμαι όλες τις προηγούμενες φορές. Ανυπομονώ να περπατήσω την ψιλή άμμο
στη Golden Beach, μα την ίδια στιγμή θέλω να κρατήσει η
διαδρομή όσο πιο πολύ γίνεται. Πάντα τα ασυμβίβαστα πάλευα μέσα μου. Από εκεί
και πέρα, οι εικόνες της Κύπρου που ορθώνονται μπροστά μου, είναι οι εικόνες
μιας Κύπρου που άκουσα μέσα απο διηγήσεις, από παλιές ιστορίες που δεν είμαι
βέβαιος πόσο νοθεύτηκαν από τη δική μου προσαρμογή. Σκέφτομαι όσους δεν πέρασαν
από εδώ. Σέβομαι την επιλογή τους, όπως σέβομαι ιδανικούς αυτόχειρες και όσους
αυτοακρωτηριάζονται. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πως μπορείς να στερείς τον
εαυτό σου από την πραγματική αίσθηση του τόπου σου. Η αίσθηση της γης είναι
αδιαμεσολάβητη, αρχέγονη, ούτε υπακούει στους νόμους των ανθρώπων.
Τα σύννεφα
έδειχναν απειλητικότερα, πύκνωναν και μαύριζαν. Στιγμές-στιγμές έκρυβαν το
ήλιο, μα στο τέλος νικήθηκαν από την παλιά δύναμη του κυπριακού καλοκαιριού. Στα τελευταία χιλιόμετρα, λειβάδια από
γαιδουράγκαθα με μωβ άνθη έφτιαχναν ένα απρόσμενο σκηνικό με φόντο την ώχρα των
σπαρτών. Ένιωθα σαν μικρή, μαύρη φιγούρα σε ένα πίνακα του Βαν Γκογκ. Φτάσαμε,
παρκάραμε και κινηθήκαμε σιωπηλοί στην παραλία. Εμείς και ακόμα 10 το πολύ
ξένοι, αληθινά ξένοι, από αυτούς που έρχονται στο νησί για να φύγουν
κοκκινισμένοι και ξιπετσιμένοι. Η θάλασσα γυαλί και κρύα, βούτηξα χωρίς πολλά
πολλά: εκείνη η υπέροχη αίσθηση του πρώτου μπάνιου που φεύγει από πάνω σου όλη
η σκουριά του χειμώνα. Αναδύθηκα και πήρα ανάσα. Απέναντι οι θίνες στραφτάλιζαν
στο φως. Κι ύστερα έξω. Κάτω από το μαύρο φως του μεσημεριού έγειρα και
κοιμήθηκα, μέχρι που ένα χέρι, που έψαχνε κάτι, με τράβηξε από την άβυσσο των
ονείρων μου. Δεν θυμάμαι τι είδα – θυμάμαι, όμως, όσα ένιωσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου