24 Ιουνίου 2012

Πατρίδα



Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι;
Μ
ην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μ
ην εναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μ
ην είναι τ᾿ άστρα της τα φωτεινά;

Ιωάννης Πολέμης, “Τι είναι η πατρίδα μας”



Την βρίσκω διαρκώς και την χάνω. Μου γλιστράει, με κοροϊδεύει, δεν είναι παρά ένα επινόημα του νου. Είναι τα παιδικά μου χρόνια, το φως από τη Μεσαορία, η ώχρα και τα μαυριδερά πρόσωπα. Είναι το κυμάτισμα μιας σημαίας, ο βρόντος από το παράγγελμα “προσοχή” στο ΚΕΝ Λάρνακας, η μυρωδιά από το θερισμένο χωράφι. Είναι ένα απέραντο πορνείο, τα καμπαρέ απέναντι από το δημαρχείο της πρωτεύουσάς της και η τσίκνα από τα φαστφουντάδικα. Είναι οι εμπρησμοί των πρακτορείων στοιχημάτων, οι τελειωμένοι τύποι που συνοδεύονται από “έναν γέναικο” στις 3 η ώρα το πρωί, οι ορδές οπαδών που αλληλοκυνηγιούνται γύρω από τα γήπεδα. Είναι η ανακύκλωση προσώπων στις θέσεις εξουσίας, η επικράτηση της κουτοπονηριάς ως συναλλακτικό ήθος, οι μικροαστισμοί που ψυχαναγκάζουν τόσο κόσμο. Είναι τα λόγια που επαναλαμβάνονται, οι υπόγειες διαμάχες, η δειλία μας να συγκρουστούμε. Είναι η υγρασία του πρωινού και οι 43 βαθμοί Κελσίου, οι βροχές του Μαΐου και η μυρωδιά της Μεγάλης Παρασκευής.


Προσπαθώ να την ορίσω, μα αποτυγχάνω. Αν είναι το άθροισμα όλων μας, χάνω το λογαριασμό, κι αν είναι η πολλαπλασιαστική μας δυνατότητα, τότε αδυνατώ να υπολογίσω. Κι αν από όλα αυτά, αφαιρέσουμε τα ελλείμματα, τις αδυναμίες και το μπόι μας, τι μένει; Μήπως οι φανατικοί της κερκίδας που είναι γαντζωμένοι σε ένα σύμβολο; Ή όσοι σιωπούν από μετριοπάθεια, δισταγμό και φόβο; Κι είναι, επίσης, όλοι αυτοί που από υπερφίαλο εγωισμό, αμετροέπεια και έπαρση νομίζουν πως μπορούν να αγνοούν την κανονιστική δύναμη του πραγματικού; Τι είναι η πατρίδα μας; Είναι και το «άλλο» μας μισό; Οι δακρύβρεχτες ιστορίες, τα αφόρητα κλισέ, ο θρήνος και ο αυτοοικτιρμός για το κακό το ριζικό μας;


Δεν είναι τίποτα, είναι όλα όσα δεν αγαπώ κι όλα όσα με άλλαξαν. Όλα όσα δεν με αφήνουν να επιστρέψω στον εξιδανικευμένο εσωτερικό τόπο, όσα μπλοκάρουν την έξοδο κινδύνου που φτιάχνει το φαντασιακό. Είναι τα βαρίδια, οι πληγές και οι εσωτερικές, σιωπηλές προδοσίες. Είναι μια χώρα που φτιάχτηκε από όσους μισήθηκαν θανάσιμα, που δεν την πίστεψε κανένας, που την θυμούνται από ιδιοτέλεια και για προσπορισμό. Είναι εδώ που επινοήθηκε το «κρύψε να περάσουμε» και το «απόν σηκώνει πόσσω σου...». Είναι λιβάδια από νεκρούς, χιλιάδες εξαφανισθέντες, μνήμες ανθρώπων καταδικασμένες στη λήθη του χρόνου. Μα ίσως να είναι μόνο τα ξημερώματα στην παραλία, η αλληλεγγύη από έναν άγνωστο, η μια καλή κουβέντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: