17 Φεβρουαρίου 2013

Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ



“Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση)”.

Το πιο πάνω είναι ένα απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση που εξέτασε αναφορικά με την απόδοση ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών και το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές. Είναι εμφανές ότι η απόφαση του δικαστηρίου γράφτηκε στη βάση πεποιθήσεων των δικαστών και όχι με γνώμονα την τήρηση της ελληνικής συνταγματικής τάξης. Το δικαστήριο μπλέκει την πολιτική με την ιστορία και τη νομική προσπαθώντας να ενδύσει ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό και αντίληψη του τι εστί έθνος, κράτος και κοινωνία για να εξετάσει το νομοθετικό πλαίσιο της απόδοσης της ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών που συμπληρώνουν τα έξι έτη φοίτησης σε ελληνικό σχολείο. Το κείμενο της αντικατοπτρίζει μερικώς τον συντηρητισμό του «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια»: αναφερόμενο στην οικογένεια και στην κρατική εκπαίδευση τους αποδίδει τον ρόλο του φορέα εθνικής συνείδησης και την ικανότητα της μεταφυσικής μεταφοράς της ελληνικότητας από γενιά σε γενιά. Ταυτόχρονα, αποτυγχάνει να διακρίνει ανάμεσα στην έννοια του «πολίτη» και της «εθνικότητας», του διαφορετικού εννοιολογικού περιεχομένου τους και των λειτουργιών που επιτελούν. Είναι άραγε ο θεσμικός ρόλος ενός δικαστηρίου να προσδιορίζει το περιεχόμενο της ελληνικότητας και να ασκεί έναν ιδεολογικό έλεγχο αυτού του είδους; Έχω σοβαρές ενστάσεις.
Το απόσπασμα της απόφασης θυμίζει έντονα το ίδιο το Κυπριακό Σύνταγμα, που προβλέπει ότι η ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας κτάται διά της υποχρεωτικής συμμετοχής σε μία εκ των δύο κοινοτήτων του νησιού. Για την περίπτωση της ελληνικής κοινότητας, αυτή αποτελείται από όσους είναι ελληνικής καταγωγής και έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική ή μετέχουν των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ενταγμένα στα πλαίσια του ιστορικού και πολιτικού ορίζοντα του 1960, τα κριτήρια του συντακτικού νομοθέτη ενδεχομένως να φαίνονται δικαιολογημένα. Αναρωτιέμαι ωστόσο πώς ερμηνεύεται σήμερα και αποδεικνύεται η ελληνική καταγωγή (έρευνα όλων των ανιόντων μέχρι τελικής πτώσης;) και η συμμετοχή στις ελληνικές πολιτιστικές παραδόσεις (ποιες είναι και πώς διαπιστώνεται ο ικανοποιητικός βαθμός συμμετοχής σε αυτές;). Άρα, το Σύνταγμά μας πάσχει από μια ιδιόμορφη πολιτική αχρωματοψία: η δυνατότητα του να είσαι πολίτης της Δημοκρατίας, χωρίς την υποχρέωση να αποδεικνύεις ότι πληροίς κάποια από τα κριτήρια, δεν παρέχεται. Έτι χειρότερο, οι ίδιες οι μειονότητες με ιστορική παρουσία στο νησί, υποχρεούνται και αυτές να δηλώνουν μέρος της ελληνικής κοινότητας. Αμφιβάλλω για τη χρησιμότητα και τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας πολιτικής επιλογής.
Καταληκτικά, οι απόπειρες να οριστούν και να ρυθμιστούν η ιστορία, το έθνος, η πολιτιστική καταγωγή σε συνταγματικά κείμενα ή δικαστικές αποφάσεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Η πολιτική πραγματικότητα δεν υπακούει στο πάγωμα του χρόνου που επιβάλλει η επιτακτικότητα ενός νομικού κειμένου, όπως μας διδάσκει η σύντομη συνταγματική συνύπαρξή μας με τους Τουρκοκύπριους. Από ακαδημαϊκής πλευράς, οι προαναφερθείσες έννοιες αποτελούν γνωστικό αντικείμενο άλλων πεδίων και οι επιστημονικοί ιμπεριαλισμοί αυτού του είδους πάσχουν από μια ιδιότυπη πνευματική ανειλικρίνεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: