Και να που πιο αργοπορημένα, σε σχέση με άλλες
χρονιές, το καλοκαίρι μας χτυπάει την πόρτα – έστω με τους αέρηδες και τις
μπόρες του. Ο γνώριμος ιδρώτας σε βρίσκει κατά το μεσημέρι κι η θάλασσα σε
επισκέπτεται διαρκώς ως ανάμνηση και προσδοκία, με την αλμύρα και τον αχό της,
με την άμμο που βρίσκεις στα πιο αναπάντεχα μέρη, με το ρυθμικό κυμάτισμά της
και τις σκέψεις την ώρα που πέφτει ο ήλιος δυτικά.
Στην παραλία αποτυπώνεται εν είδει μικρόκοσμου το
μεγάλο μοτίβο της κοινωνίας μας, με τους τρέντι, τους μουσάτους τύπους των
κοιλιακών, τους αμετανόητους hipster, τις γκομενίτσες με τη βαθιά ανησυχία για το τι χρώμα θα βάψουν το νύχι κι
εμάς, τους (νομίζω) πιο προσγειωμένους, που μυρίζουμε λίγο eightίλα – με τις ψάθες και τις ομπρέλες μας
παραμάσχαλα, ίσως λίγο πιο πεζοί, σίγουρα ελεύθεροι, κατά το δυνατόν, από τη lifestyle ανωμαλία που μας περιστοιχίζει.
Αλλά ας είναι: στη δημοκρατία του καλοκαιριού είμαστε όλοι ίσοι κι ο καθένας
δικαιούται να το ζει όπως το νιώθει καλύτερα, βαθύτερα, περισσότερο. Οι
ελεγκτές των πόθων ας μείνουν για πάντα να βράζουν στο ζουμί τους, ανέραστοι
και άχαροι.
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή περίπου, περπατάω μέσα
της, ώσπου το νερό να φτάσει στη μέση μου και μετά βουτάω κατευθείαν. «Καλό
καλοκαίρι», σκέφτομαι την ώρα που το νερό με έχει καλύψει. Κι έτσι με τα
χρόνια, έχω συλλέξει τις αναμνήσεις από όλες αυτές τις πρώτες βουτιές, στη
Λάρνακα, τη Νέα Πέραμο, την Ικαρία, τη Σαμοθράκη, την Κρήτη, την Καρπασία, τον
Ατλαντικό, τη Χαλκιδική. Κι αν ψάξω ακόμα πιο πολύ στις αποθήκες της μνήμης,
βρίσκω μισό βουνό, μισή θάλασσα, έτσι όπως πάντα ήταν η ζωή μου, έτσι που να
μην μπορώ να ξεδιαλύνω ανάμεσά τους. Και τι άλλο; Βαριοί ίσκιοι απ’ το Παγγαίο
συντροφεύουν τις διαθλάσεις του φωτός μέσα στο νερό, πλάτανοι και μυρωδιές από
μπαξέδες πιάνονται χέρι με χέρι με ούζα, θαλασσινά και τηγανητές πατάτες, οι
εξεταστικές του Ιουνίου ποτίζονται ακόμα με μπίρες και ατελείωτες κουβέντες στη
βεράντα και κάπου παλιά, ύπνος σε μια παραλία, το Αιγαίο να μας τυλίγει κι από
πάνω ο ουρανός να μην σ’ αφήνει να πάρεις τα μάτια αλλού. Ήταν ο καιρός που
κάθε υπόσχεση επαληθευόταν, κάθε φιλί δινόταν, κάθε γέλιο έβρισκε τον αντίλαλό
του και το καλοκαίρι εκτεινόταν στο άπειρο, λες και κάθε μέρα υποσχόταν ότι δεν
τελείωνε κι ότι ο Σεπτέμβρης θα ήταν μια απραγματοποίητη απειλή.
Είμαστε στα μέσα του Ιούνη κι εγώ νιώθω ότι η μια
πόρτα άνοιξε και μια αιωνιότητα, μεγάλη σαν θάλασσα, βρίσκεται μπροστά μου. Δεν
σκέφτομαι τίποτα άλλο, πέρα από το να τη διαβώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου