Βγαίνοντας από τον σταθμό των τρένων στο
Στρασβούργο την περασμένη Δευτέρα, φορτωμένος με τα μπαγκάζια μου και έχοντας
ξοδέψει πάνω από μισή μέρα για να φτάσω από το μικρό μας νησί στον προορισμό
μου, παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου. Καθώς
γύρισα το κεφάλι μου στα δεξιά, σε μια παράμερη γωνιά της πλατείας, σε
μέρος που δεν θα εστίαζε κανείς εύκολα την προσοχή του, είδα έναν άντρα απροσδιόριστης
ηλικίας, ίσως γύρω στα 40-50, να απλώνει τον αφρό ξυρίσματος στο πρόσωπο του,
καθώς έβλεπε τον εαυτό του σε έναν μικρό καθρέφτη. Γύρω του είχε 2-3 σακούλες,
που φαίνονταν να περιείχαν ρούχα – ίσως τα υπάρχοντα του. Κι αυτός, καθώς τον
παρατήρησα για λίγο ακόμα, ήταν ντυμένος με τριμένα, βρώμικα
ρούχα. Κοντοστάθηκα για μερικά δευτερόλεπτα, ξαφνιασμένος από την εικόνα και με
την αίσθηση ότι παραβίαζα τον προσωπικό χώρο κάποιου άλλου. Μια αίσθηση ντροπής
με κατέβαλε και συνέχισα σκοτεινιασμένος προς το ξενοδοχείο.
Είναι απ’ τις φορές που ένα βίαιο χέρι με
τραβάει από τη μικρή φούσκα ασφάλειας στην οποία νομίζω ότι ζω. Η επίπλαστη
ευκολία της καθημερινότητάς μου με τα, ας τα πούμε, προβλήματα και άγχη της
δουλειάς και της προσωπικής αναζήτησης, καταρρέει παταγωδώς. Προφανώς, δεν ήταν
η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με την εξαθλίωση. Ο κόσμος μας είναι
γεμάτος από απόκληρους, από ανθρώπους που γίνονται σκόνη της γης. Κι αυτό όχι
επειδή ήταν η μοίρα τους. Όχι, δεν πιστεύω σε ντετερμινισμούς αυτού του είδους.
Μέσα στην καρδιά της Ευρώπης, στις πόλεις των χωρών μας, ακόμα και μέσα στις
δικές μας, στα στενά της Λευκωσίας, η ζωή αλλάζει ξαφνικά έκφραση, σκληραίνει,
γίνεται δυνάστης και φορέας ταλαιπωρίας και εξευτελισμού.
Κανείς δεν διαλέγει να βρεθεί στο δρόμο, χωρίς
αξιοπρέπεια, χωρίς φαγητό, στέγη και ασφάλεια. Κανείς δεν διαλέγει να αφήσει τη
δουλειά του, να παρατήσει τις σπουδές του, να αφεθεί στην κακοδαιμονία για να
ριχτεί σε ένα άγριο αγώνα επιβίωσης, όπου δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει και
που ή πως θα κοιμηθείς το ίδιο βράδυ,
όπου η τροφή σου δεν είναι εξασφαλισμένη και η υγεία σου είναι σε διαρκή
κίνδυνο.
Κάτι πάει στραβά με τον κόσμο μας. Είναι ένας
κόσμος ανισοτήτων, αδικίας και καταπίεσης. Όσοι από εμάς μπορούμε να ξυπνάμε το
πρωί της Κυριακής σε ένα στρώμα, κάτω από μια στέγη, να πίνουμε ένα καφέ στην
κουζίνα μας και βγαίνουμε για να αγοράσουμε μια εφημερίδα, χαζολογώντας στο
περίπτερο, είμαστε από την άλλη γραμμή της γραμμής. Από την πλευρά όσων
ευνοήθηκαν από τη συγκυρία, όσων είχαν κάπου να πατήσουν για να σταθούν, όσων
ξέρουν ότι αν πέσουν κάποιος από τους δικούς του ανθρώπους θα σταθεί δίπλα τους
για να τους βοηθήσει. Αφαιρώντας όλες αυτές τις ζώνες προστασίας, βρίσκεται
κανείς ξεγυμνωμένος, μόνος και φοβισμένος σε έναν σκληρό κόσμο που κανείς δεν
πρόκειται να γυρίσει να σε δει. Εκτός ίσως από κάποιον περίεργο, που μια μέρα
θα σε δει να ξυρίζεσαι στην άκρη μιας πλατείας. Μα, κι αυτό δεν πρόκειται να
αλλάξει τίποτα.
1 σχόλιο:
Χαιρετούμεν. Επειδή οι άλλοι συναθροιστές επαρατήσαν τα τζιαι επειδή τα κυπριακά μπλόγκς συνεχίζουν τζιαι υπάρχουν, έστησα το TheCyprusBlogs.blogspot.com το οποίον θα ενημερώννω με τα μπλόγκς που είναι σε λειτουργίαν.
Δημοσίευση σχολίου