17 Αυγούστου 2014

Νυχτερινός ποδηλάτης




Βούτηξα το ποδήλατό μου ένα βράδυ τ’ Αυγούστου, μια νύχτα μετά τη σκληρή πανσέληνο, μπουχτισμένος από τη βάρδια μου στον υπολογιστή και πήρα τους δρόμους. Είπα να τραβήξω κατά το πατρικό μου κι έτσι βρέθηκα να κάνω τις πεταλιές μου στη λεωφόρο Κυρηνείας. Εδώ είναι οι εφηβικές μου γειτονιές, εδώ το γυμνάσιό μου, λίγο πιο κάτω το σπίτι ενός έρωτα από εκείνα τα χρόνια, που δεν ευοδώθηκε και επιστρέφει στη σκέψη μου, αραιά, πολύ αραιά, ένας θεός ξέρει γιατί. Καθώς έδινα πείσμα και δύναμη στο γόνατο, αυτό που έχει την ελαφριά φθορά στην επιγονατίδα και μου θυμίζει ότι είμαι στο μέσον των πρώτων -άντα μου, το φεγγάρι από πάνω, λειψό κατά τι, ένα πέπλο σηκώθηκε ξαφνικά κι όλα φάνηκε να βγάζουν νόημα.
Η λεωφόρος που διέσχιζα ήταν η επιτομή της σύγχρονης ιστορίας μας και ήταν φορτωμένη με όλα τα πολιτικά και κοινωνικά σουβενίρ του τόπου μας. Στα αριστερά μου, ήταν το σωματείο του Διγενή Μόρφου, που μαζεύει την τρίτη ηλικία της περιοχής για τάβλι, χαρτί και σουβλάκια. Κι όσο προχωρούσα και άθροιζα τα κτίσματα και τους συμβολισμούς, τόσο πιο έκπληκτος ένιωθα: τρία αρτοποιεία, ως η επιχείρηση που συγκεντρώνει, μαζί με τα περίπτερα, πολλά χαρακτηριστικά της κοινωνικής μας ζωής. Ένα γυμνάσιο, με το όνομα (τι άλλο;) Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’. Τα κτήρια διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου για όσους θέλουν να ρίχνουν το καθημερινό πρωινό μπινελικάκι τους. Τρία πρακτορεία στοιχημάτων, τρεις εκκλησίες και ένα μικρό εμπορικό κέντρο, όλα μαζί η αποθέωση της αυτορρύθμισης της ελεύθερης αγοράς. Παραδίπλα, ο συνοικισμός των προσφύγων, το κτήριο του Δήμου Λευκονοίκου, το κρεοπωλείο «Αμμόχωστος»  και τα εθνικόφρονα προσφυγικά σωματεία μέσα στον συνοικισμό. Ένιωθα σαν τα παιδιά που η συλλογή των αυτοκόλλητών τους είχε μόλις συμπληρωθεί...
Καθώς περνούσα ξυστά από τα σπίτια, με τύλιξε μια εικόνα κανονικότητας: ένα ζευγάρι που τσακωνόταν, η τσίκνα από τα σουβλάκια, τηλεοράσεις στη διαπασών και οι καρέκλες στη βεράντα, οι ζωές των ανθρώπων μέσα στα τετραγωνικά που τους δόθηκαν. Μου έκανε εντύπωση η φθορά τους, αλλά και η προσπάθεια άλλων να καλλωπίσουν, να συντηρήσουν, να βελτιώσουν τις οικοδομές. Να είναι άραγε αυτό ένα αισθητικό σημάδι παραδοχής ότι εδώ θα μείνουν για πολύ καιρό ακόμα; Θυμήθηκα μερικούς παλιούς συμμαθητές απ’ τον συνοικισμό, που τους τάχτηκε να κουβαλήσουν τις συνέπειες αυτής της βίαης διάρρηξης του οικογενειακού και κοινωνικού βίου που έφερε η εισβολή. Παιδιά που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν είχαν τις καλύτερες επιδόσεις, δεν είχαν γονείς με δουλειές στην κυβέρνηση και αυτό «δικαιολογούσε» εκείνο τον σιωπηρό διαχωρισμό, την υποβόσκουσα διάκριση στο σχολείο. Μια διάκριση που δεν ομολογείτο ρητά, αλλά την ένιωθες να πλανιέται στον αέρα, στην αντιμετώπιση από τους καθηγητές, στις παρέες που διαμορφώνονταν.
Τώρα πια το σύνορο ήταν μπροστά μου, η λεωφόρος Κυρηνείας (ακόμα και σε αυτό το όνομα, συμβολισμός) ήταν το νοητό και πραγματικό σύνορο που χώριζε την ήρα απ’ το στάρι, που θεμελίωνε εκείνο τον διαχωρισμό στον οποίο συνειδητά ή μη συγκατανεύσαμε, λειτουργήσαμε, προγραμματίστηκαν τα μυαλά μας, αναγιωθήκαμε, που χώριζε τον συνοικισμό από την εξωφρενική πολυτέλεια των «κανονικών» σπιτιών στο Πλατύ. Λοιπόν, είναι αλήθεια: τα σύνορά μας ήταν πάντα στην Κερύνεια. Τα φέραμε μαζί μας, μαζί με τον ξεριζωμό, και τα τοποθετήσαμε στα μυαλά μας, στις καρδιές μας, στην κοινωνία μας και τους δώσαμε και το κανονικό τους όνομα, είπαμε, λεωφόρος Κυρηνείας, για να μην ξεχάσουμε.
Έστριψα στη μικρή κατηφόρα της Αθαλάσσης και έκανα ορθοπεταλιά μέχρι το σπίτι. Ένιωθα ιδρωμένος, διψασμένος και κουρασμένος – μα πιο πολύ, δεν ήθελα άλλο να σκέφτομαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: