31 Αυγούστου 2014

Σε βρίσκει η ανάμνηση

-->


Η άσφαλτος έκαιγε τα καλοκαίρια στην αυλή του Ελενείου, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε κανέναν μας. Κατ’ ακρίβεια, η θερμοκρασία, ο ντάλα ήλιος και παρόμοια κυπριακά καιρικά φαινόμενα δεν αποτελούσαν καν λόγο αναστολών. Τίποτα τέτοιο. Μόνο μια μπάλα χρειαζόταν. Δώσε μας μια μπάλα και θα κινήσουμε τη γη. Κι έτσι γινόταν. Στα δέκα σου έχεις την εξαιρετική πολυτέλεια η σκέψη σου να κυριαρχείται μόνο από ένα πράγμα: το πότε και πόσο θα παίξεις ποδόσφαιρο. Κι αυτή την πολυτέλεια τη συνειδητοποιείς πολύ καιρό αφότου θα έχεις περάσει διάφορους κάβους: σχολεία, πανεπιστήμια,  πρώτες δουλειές, δεύτερες  δουλειές, μεταπτυχιακά, επιστροφές, σπασμένες σχέσεις. Έρχεται και σε βρίσκει η ανάμνηση, σαν ήσυχος κύριος που σε πλησιάζει και κάθεται δίπλα σου στο ίδιο παγκάκι – απόγευμα στον κήπο, το θρόισμα, ο ήλιος να πέφτει πίσω από τους φοίνικες, ο μακρινός ήχος των αυτοκινήτων. Η φυσιογνωμία του σου θυμίζει κάτι, κάπου έχετε ανταμωθεί, αλλά νά, περνάει κι ο καιρός, κι έλα που όλο και πιο συχνά τελευταία μπερδεύεις τις αναμνήσεις, βάζεις πρόσωπα σε άλλους χρόνους, γεγονότα σε άλλα πρόσωπα και φτιάχνεις τον δικό σου προσωπικό αχταρμά, κι άντε μετά να ξεμπλέξεις και να βάλεις μια ορτιά στα πράγματα. Τέλοσπαντων, έλεγα ότι η ανάμνηση επιστρέφει, τα πρόσωπα των συμμαθητών σου στραφταλίζουν στον φάκελο με τα My memories: ένα αριστερό σουτ, μία μέρα που έβαλες τέσσερα γκολ, η χαρά ενός παιχνιδιού που κράτησε για ώρες. Όλα αυτά τα κουβαλάει αυτός ο ήσυχος, ντελικάτος και καλοβαλμένος κύριος, που φοράει το κοστούμι της δουλειάς, έχει μερικές γραμμές γύρω απ’ τα μάτια, ελαφριά κύρτωση και, αν τον προσέξεις καλά, μία υποψία κούρασης στο βλέμμα κι ίσως τη δικιά σου περπατησιά. Και σ’ τα αφήνει εκεί, δίχως να πει τίποτα, μια λέξη, κι είναι εκεί ένας σωρός από πράγματα που πρέπει εσύ να τα ξεδιαλέξεις, ξέφτια, κουρέλια, τα καλά σου. Έπειτα (πάντα μου άρεσε η λέξη «έπειτα» γιατί έφερνε τη συνέχεια, δεν προμήνυε τέλος και καμιά φορά υποσχόταν ανατροπή), αναρωτιέσαι τι να έγιναν οι παλιοί σου φίλοι, ποιος παντρεύτηκε, ποιος έκανε παιδιά, ποιοι τα έφεραν βόλτα και ποιους πήρε η κάτω βόλτα, αν αυτοί που έμοιαζαν χαμένοι βρήκαν τη στράτα τους, αν αυτοί που τους προόριζαν για πλατιούς ορίζοντες και ανοικτά διόδια πορεύτηκαν τόσο εύκολα –και βαρετά– πάνω στον δρόμο τους. Και μέσα απ’ αυτήν την παραδοξότητα, με την οποία έχεις ξαναγράψει όλη σου τη ζωή, σαν ταινία με παράλληλα ενδεχόμενα, σκέφτεσαι αν όλα αυτά έχουν κάποιον κωδικό αποκρυπτογράφησης, αν υπάρχει κάποιο κρυφό νόημα που διαρκώς σου διαφεύγει και τι στο διάολο πάει να πει να μεγαλώνεις, να αλλάζεις μα την ίδια ώρα να παραμένεις ο ίδιος, να είσαι ο ίδιος αλλά να νιώθεις διαφορετικά, να είσαι κάποιος άλλος αλλά να νιώθεις το ίδιο, να τραβάς τις γραμμές σου όλο και πιο μέσα κι αν μήπως τελικά έχεις φτάσει εκεί που δεν έχει άλλο χαρτί για να τραβήξεις ακόμα μια γραμμή, το νέο σύνορο της  συρρικνωμένης προσωπικής επικράτειάς σου.... Ε, συγγραφέα! Εσύ που ξέρεις: πώς να κολλήσω εδώ ένα «έπειτα»;  

Δεν υπάρχουν σχόλια: