Μαζί με την προϊούσα μελαγχολία του φθινοπώρου (ξέρετε, η μέρα που
μικραίνει, το λοξό φως του απογεύματος, μια ψύχρα τα βράδια), διαβάζω τις
ειδήσεις στο δίκτυο – και μελαγχολώ περισσότερο. Σκεφτόμουν τις πρόσφατες
δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου για την επικείμενη διάλυση της Τουρκίας, την επαλήθευση προφητειών και το μίσος
που προάγει το ισλάμ και με έπιασε μαύρη απελπισία. Κυρίως για δύο λόγους: κατά
πρώτον, ότι ο δημόσιος λόγος ενός ιεράρχη, άρα όχι ένα κυριακάτικο κήρυγμα
ενώπιον πιστών, εξαντλείται σε μια μεταχρονολογημένη ελπίδα και έναν ανέξοδο
φόβο. Το ζήτημα δεν έχει καμιά θρησκευτική διάσταση: ο μητροπολίτης άφησε τον
στίβο της εκκλησίας και της πνευματικότητας και μίλησε με εσχατολογικούς όρους,
σαν γραφικός παρουσιαστής μεταμεσονύκτιας εκπομπής που διακινεί
συνωμοσιολογικές θεωρίες. Πνευματικός, θρησκευτικός, παρηγορητικός, ουσιαστικός
λόγος μηδέν. Αντίθετα. Και κατά δεύτερο, η ουσία των λεγόμενών του του χάιδευαν το μαλακό
υπογάστριο της ανευθυνότητας και της οκνηρίας μας. Το κράτος του εχθρού θα
διαλυθεί. Έτσι. Διά μαγείας. Ή θεία βουλήσει. Εν πάση περιπτώσει, χωρίς να
κουνήσουμε το μικρό μας δακτυλάκι. Θα σωθούμε. Κάποιοι από εμάς τουλάχιστον,
προς δόξαν Κυρίου. Αλλά το σημαντικό είναι να μην κάνουμε τίποτα, αφού στο
μεγάλο σχέδιο προβλέπεται καταστροφή για τους άλλους και η περήφανη νίκη για
εμάς. Η προσωπική και η συλλογική ευθύνη για τη λειτουργία του δημόσιου βίου
μας και της διεθνούς κοινωνίας στέλνονται στα τάρταρα.
Μελαγχολώ κι από άλλες ειδήσεις, που χαρτογραφούν βήμα-βήμα τη σήψη. Κατά
νόμον υπεύθυνοι που έβαλαν χέρι στο δημόσιο χρήμα, ερασιτέχνες εκβιαστές του...
εαυτού τους, αξιωματούχοι που αποδεικνύονται μέτριοι, ανίκανοι και αλαζόνες
στην άσκηση των καθηκόντων τους, τριπλοτετραπλοσυνταξιούχοι που δεν ξέρουν πού
να πρωτοβάλουν τα λεφτά τους. Η δημόσια υπηρεσία παραπαίει, η κοινωνία είναι
ακόμα ζαλισμένη από τη ροπαλιά του κουρέματος και με όποιον μικρομεσαίο
επιχειρηματία μιλήσεις, δεν ξέρεις τι να του πεις.
Είναι κι άλλα, αλλά ο χώρος δεν με παίρνει. Με ανησυχεί η σκέψη ότι τελικά
αυτό που φαίνεται όταν ξύσεις λίγο την επιφάνεια της ευυπόληπτης κοινωνίας, των
χαιρετούρων και της ψευδοαιδημοσύνης, αυτό που βρίσκεις είναι το πραγματικό μας
πρόσωπο. Στα πρόσωπα του κάθε υπόδικου υπουργού, του κάθε φοροφυγά
αξιωματούχου, του κάθε ερασιτέχνη δημάρχου αντανακλάται η αληθινή μας εικόνα.
Αυτοί είμαστε εμείς κι εμείς είμαστε εκείνοι. Θα θέλαμε να είμαστε αλανιάρηδες,
παντοδύναμοι και προπαντός ανέλεγκτοι. Θυμηθείτε όσους λεν: «Αν ήμουν Πρόεδρος
εγώ, θα ...». Αναρωτιέμαι: γιατί θα έπρεπε όσοι μας εκπροσωπούν να ήταν κάτι
διαφορετικό από εμάς;
Μερικές φορές σκοντάφτω πάνω σε παλιά μου κείμενα. Εκεί βρίσκω έναν γνώριμο
θυμό και την πρόθεση να βάλω φωτιά στον παλιό κόσμο, σε ό,τι με δένει στη γη,
σε ό,τι τρώει τα σωθικά αυτού του τόπου. Ξαφνιάζομαι κι εγώ ο ίδιος με τις
βεβαιότητες της νιότης μου, την οργή, με την αμετροέπεια μερικές φορές, την
άγνοια κινδύνου, την παλιά πίστη ότι όχι απλά ο κόσμος θα αλλάξει, αλλά ότι θα
τον αλλάξουμε εμείς. Σε λίγες μέρες κλείνω τα 35 και για πρώτη φορά
συνειδητοποιώ ότι οι παλιές και πολλές βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει σαν
κυπριακή τράπεζα. Μα πιο πολύ με μελαγχολεί η ανησυχία πως τελικά ίσως κι εμείς
ν’ αλλάξαμε κι ότι αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.
1 σχόλιο:
Χαίρε, συνονόματε. Με πιάνει κι εμένα η απελπισία ώρες ώρες. Με αυτά που βλέπω ή/και με αυτά που κάνω. Μετά μου περνά και πάμε παρακάτω με προσπάθεια για το καλύτερο. Ωραίο άρθρο.
Δημοσίευση σχολίου