Βρέχει τα βράδια στη Λευκωσία. Την ώρα που όλοι, πλην ενός, κοιμούνται τον
ύπνο του δικαίου, έρχεται η βροχούλα. Είναι μια ψιλή βροχή, που πέφτει αθόρυβα,
διακριτικά, έτσι που θα έλεγες ότι σχεδόν ντρέπεται για την επίσκεψή της.
Θυμίζει κάτι βροχές στις βόρειες χώρες με το ασταμάτητό τους ψιλόβροχο, αυτό
που υγραίνει το σώμα, που φτιάχνει μικρές λίμνες για να μουλιάζουν οι ψυχές.
Αργά-αργά μαλακώνεις, αποσυντίθεσαι από τη διαρκή έκθεση στο υγρό στοιχείο.
Γίνεσαι ο ίδιος νερό – είσαι ήδη κατά εβδομήντα τοις εκατό άλλωστε. Ένας
ελαφρύς πόνος στο γόνατο, μια ανάμνηση από ένα βράδυ στη Φλωρεντία, κάνα δυο
καλές κουβέντες πάνω από φτηνό chianti. Αυτές και άλλες επισκέψεις δέχομαι, καθώς παίρνει να βραδιάζει πιο νωρίς
όσο προχωράμε προς τη σκοτεινή καρδιά του χειμώνα. Αυτό ισχύει ακόμα και τώρα,
ακόμα κι εδώ, στο χρυσοπράσινο φύλλο, με τη σταθερή ηλιοφάνεια, το ήπιο κλίμα.
Μαζί κι οι σκέψεις...
Όλα αυτά ίσως και να μην φαίνονται ενδιαφέροντα ή σχετικά με κάτι. Αλλά, η
εναλλακτική είναι η επικαιρότητα κι ο υπολογιστής μου δεν χάνει ευκαιρία να
αναδεύει το σκατό στον βούρκο όπου κολυμπάμε. Απ’ την οθόνη του ξεχύνεται ένα
σκληρό φως και χιλιάδες pixels με κοιτάνε ασάλευτα. Σκάνδαλα, συλλήψεις, προσωρινές κρατήσεις, ΣΑΠΑ
και σάπιοι, κάτι ψελλίσματα για το Κυπριακό που αργοπεθαίνει (κι εμείς μαζί
του), η διοικήτρια, το τσάμπιονς λιγκ, τα δάνεια απ’ τις τράπεζες. Αλλά αυτά τα
διαβάζουμε κάθε μέρα, τ’ ακούμε το πρωί στο ραδιόφωνο, πολιορκούμαστε κάθε
στιγμή από ρεπορτάζ, ενημέρωση, διάφορους μεσσίες που θέλουν να πατάξουν, να
διορθώσουν και να μας αποκαθάρουν από αυτό το κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει.
We are all in the gutter, αγαπητοί συμπολίτες, but some of us are looking
at the stars. Νομίζω. Ελπίζω.
Εύχομαι. Γι’ αυτό κι από δω, σχεδόν κάθε Κυριακή, αν και τελευταία σημειώνω
συχνά απουσίες, προτιμώ να γράφω για κάτι διαφορετικό. Όχι τόσο για αυτά που με
θυμώνουν (αυτά είναι κουσούρια του παλιού καιρού), αλλά για άλλες σκέψεις.
Προτιμώ να αποφεύγω όλες τις λέξεις που κούρασαν τα μάτια μας: εκσυγχρονισμός,
ευρωπαϊκό κράτος, αλλαγή, διαδικασία επίλυσης, υδρογονάνθρακες, Barbaros, Κεντρική, ο διεθνής παράγων. Αυτά είναι
ο θάνατος της γλώσσας. Κι ο θάνατος της νόησης. Κάτι μέσα μας χάνει τη λάμψη
του, καθώς αλλοτριώνεται η έσω ικανότητα να κατανοούμε και να συναισθανόμαστε
τα πράγματα. Νιώθω μπουχτισμένος – και νομίζω και πολύς κόσμος το ίδιο. Αρκετά
με όλα αυτά. Υπάρχει, ακόμη, ομορφιά εκεί έξω. Καλές παραστάσεις, ειλικρινείς
απόπειρες καλαισθησίας, η ρυθμική ανάσα της φύσης, στιγμές ή τόποι γαλήνης, ένα
τρυφερό χέρι. Δεν μας χαρίζονται, δεν έχουν διάρκεια και δεν υπόσχονται ότι θα
είναι διαθέσιμα για πάντα. Ας είναι. Υπάρχει, όμως, κι ομορφιά και στο μέσα
μας, στον τρόπο που όλα αυτά μπορούν να χωνευτούν με τον υπόλοιπο βίο μας. Δεν
είναι τρέλα να μιλάς γι’ αυτά. Τρέλα είναι να καμώνεσαι πως δεν υπάρχουν.