“Σε
καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες”
Μάνος Ελευθερίου
Μάνος Ελευθερίου
Μας έχει
πνίξει ο βόθρος. Η δημόσια σφαίρα είναι ένα απέραντο και γελοίο reality show. Ή ίσως μια κακοπαιγμένη
παρωδία κουτσομπολίστικης εκπομπής. Από κάτω, οι χάννοι, εγώ, εσύ, εμείς
παρακολουθούμε καταγκαστικά, αφού όποιο κανάλι κι αν διαλέξεις, το ίδιο σκηνικό
βλέπεις. Ύστερα από την ροπαλιά του Μαρτίου 2013, ήθελα να πιστέψω ότι ένα
μέρος των συμπεριφορών που μας έφεραν ως εκεί και η μόνιμη έλλειψη σοβαρότητας
θα υποχωρούσαν έναντι της σημασίας του διακυβεύματος. Ήταν μια χρυσή ευκαιρία
να αλλάξουμε μυαλά, νοοτροπία και να αποφασίσουμε να παίξουμε, επιτέλους,
σύμφωνα με τους κανόνες.
Μόνο που όταν έχεις να κάνεις με τη μαφία και τη
μετριότητα, η επιμονή στην τήρηση των κανόνων καθίσταται καθαρή βλακεία, με
μοναδικό θύμα τον εαυτό σου. Αν μάλιστα είσαι φορέας δημόσιου αξιώματος, ο
κύκλος των θυμάτων μεγαλώνει: το κύρος του θεσμού, το λειτούργημα που υπηρετείς
και η κοινωνία στην οποία απευθύνεσαι. Η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην
αδυναμία αντιμετώπισης των φαινομένων παρακμής και τη ζημιά που προκαλείται
στους πολίτες μοιάζει με ένα μακρύ αυτοκινητόδρομο. Μακρύς μεν, αλλά δεν παύει
από το να ενώνει τα δύο σημεία.
Μια από τις όψεις της σαθρότητας αποτυπώνεται γλαφυρά στη
σημερινή σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία είναι μία από τις
χειρότερες από καταβολής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για όσους είχαν την ατυχία
να παρακολουθήσουν τις εργασίες των επιτροπών ή της ολομέλειας της οι λέξεις
ανεπάρκεια, ημιμάθεια, λαϊκισμός, ανοησία, μικροπολιτική, αμορφωσιά κ.ό.κ. δεν
θα αποτελούν έκπληξη. Δυστυχώς, η ποιότητα του κοινοβουλευτικού έργου
συναγωνίζεται το επίπεδο καφενειακών συζητήσεων σε επαρχιακό σωματείο. Κι αυτό
έχει την επίπτωση του στο είδος του ελέγχου που ασκεί επί της εκτελεστικής
εξουσίας και στο επίπεδο του πολιτικού λόγου και των ιδεών που (δεν)
εκφέρονται. Τρέμω στην ιδέα ότι ενδεχομένως να είμαστε αντιμέτωποι με την
προβολή του μέσου Κύπριου στην πολιτική ζωή.
Το πολιτειακό μας σύστημα, όπως έχει εθιμικά διαμορφωθεί
από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά, δίνει ευρείες εξουσίες στον
εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που φτάνουν στα όρια του απόλυτου. Αν ο
Πρόεδρος ασκεί συνετά και συνεπώς τα καθήκοντα του, επιλέγοντας άξιους συνεργάτες
και φορείς αξιωμάτων, τότε οι ευρείες εξουσίες μπορούν να λειτουργήσουν
επιταχυντικά και παραγωγικά για την κρατική λειτουργία. Αν, από την άλλη, ο
εκάστοτε Πρόεδρος κουβαλά μαζί του τη λίστα της κομματικής επετηρίδας και της εξυπηρέτησης
μικρόφθαλμων συμφερόντων, τότε η δυσλειτουργία εξαπλώνεται σε όλο το φάσμα της
πολιτειακής και πολτικής λειτουργίας, που απολήγει σε κρίσεις: χρηματιστήριο,
Μαρί και πάει λέγοντας.
Η ειδησεογραφία των ημερών αναφέρει ότι ο Πρόεδρος
τηρείται διαρκώς ενήμερος για τα τεκταινόμενα της περιόδου και ότι θα επιληφθεί
της κατάστασης όταν επιστρέψει. Το πρόβλημα είναι ότι η προσέγγιση αυτή
παρουσιάζει τον Πρόεδρο ως θυμωμένο γυμνασιάρχη που θα τραβήξει τα αυτιά των γκρουπούσκουλων
που παραφέρθηκαν. Αν αυτή θα είναι η αντιμέτωπιση της κατάστασης, τότε δεν
χρειάζεται καν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των γεγονότων.
Ο πρώτος με τον οποίο θα πρέπει να έρθει σε ρήξη ο
Πρόεδρος είναι με τον εαυτό του και τις επιλογές του. Έχει μια εξαιρετική, και
μάλλον τελευταία, ευκαιρία να σώσει την υστεροφημία του και τον τόπο,
σκοτώνοντας τη σάπια καρδιά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μαζί με αυτό, θα
μπορέσει να σταθεί συνεπής απέναντι στις βασικές του προεκλογικές δεσμεύσεις
περί επιλογής των αρίστων και του ηγέτη που θα αντιμετωπίσει την κρίση. Μπορεί;
Είμαι βέβαιος. Θέλει; Ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρος και αυτό δεν μπορεί παρά
να είναι αποκαρδιωτικό.