Μια ερώτηση: γιατί
τόσο κρυμμένο μίσος; Προσπαθώ. Με τις περιορισμένες αντοχές και το πεπερασμένο
των δυνατοτήτων μου. Προσπαθώ να καταλάβω, να μπω στη θέση του άλλου, να ακούω
χωρίς να διακόψω, χωρίς να αντιμιλήσω. Προσπαθώ να αγνοήσω τον ψίθυρο της οργής
στ’ αυτί, που μου λέει να αντιδράσω δίχως όρια. Θέλω οι συζητήσεις να έχουν ένα
νόημα και θέλω εξίσου οι συζητήσεις κάποτε να τελειώνουν, να βγάζουν κάπου, να
λύνουν τους κόμπους. Δεν τα καταφέρνω. Αλλά δεν χάνω την πεποίθηση και ξεκινώ
ξανά. Μα δεν βλέπω και πολλούς να τα καταφέρνουν. Κι αυτό με αποκαρδιώνει πολύ.
Ίσως να είναι αυτό που καίει τα σπαρτά μου.
Αναρωτιέμαι για
την καταγωγή και τη φύση αυτού του μίσους. Το φαντάζομαι σαν μια αποθήκη από
μπετόν στην ερημιά. Χωρίς πόρτα, χωρίς παράθυρα, χωρίς αέρα. Χτίστηκε λίγο
λίγο. Κάποιος έφερε τα υλικά. Μια κουβέντα που κατέβηκε στραβά θα ήταν ίσως η
αρχή. Κάποιος έβαλε τη δουλειά. Συνειδητά και ασυνείδητα πολλοί κουβάλησαν νερό
για να ζυμωθεί η πρώτη ύλη. Στο σπίτι, στο σχολείο, στον στρατό, στη δουλειά.
Λόγια πικρά, εικόνες που συνθλίβουν. Η αίσθηση του φόβου στάζει αργά μέσα μας.
Μια απειλή σαν ένα τρίξιμο στο σκοτάδι επιστρέφει τα βράδια. Δεν θέλουμε
κανέναν. Δεν θέλουμε άλλους, πλην των ομοίων μας. Δεν χωράμε όλοι σε αυτό το
νησί.
Κι ύστερα, οι
κύκλοι του αίματος. Δύσκολο να το φανταστείς, αν έρθεις ανυποψίαστος στο νησί.
Το βαρύ φως, οι ράθυμες κινήσεις κι η αγαθή πρόθεση δεν προϊδεάζουν τον
επισκέπτη για το πόσο αίμα έχει τρέξει μεταξύ μας. Ξέχασα τη βία – να πω κάτι
και γι’ αυτήν. Ενάντια στους δικούς μας και στους άλλους. Ενάντια στους
αριστερούς, στις γυναίκες, στους απρόθυμους να χειροκροτήσουν το όραμα του
αρχηγού. Η τυφλή βία, που σε αρπάζει απλώς και μόνο επειδή είσαι Ελληνοκύπριος
στην Άσσια, Τουρκοκύπριος στην Αλόα, Αρμένης στη Λευκωσία.
Νά, λοιπόν, ο
κρυφός χάρτης του τόπου: φόβος – μίσος – βία – αίμα. Η πρώτη γενιά ακολούθησε
αυτά τα οροθέσια. Κι η επόμενη άκουσε την αντίστροφη διαδρομή: για το αίμα που
έτρεξε, τη βία που υπήρξε για να φτιαχτεί ξανά το μίσος και τον φόβο για όποιον
δεν χωράει σε κουτάκια, σε νόρμες, σε ομάδες.
Σήμερα βρίσκω τον
εαυτό μου ξανά στο ίδιο αδιέξοδο, σαν εκείνα που βρίσκω όταν ποδηλατώ κοντά
στην πράσινη γραμμή: ξέρω ποιον έχω απέναντί μου, αλλά δεν μπορώ να τον φτάσω,
ούτε να τον δω. Κάτι, ή μάλλον καλύτερα, αυτός ο απέναντι δεν με αφήνει. Όλο
πιο συχνά τελευταία σκέφτομαι ότι ο καθένας από μας βιώνει μέσα του μια διαρκή,
προσωπική διχοτόμηση, όπου κάθε προοπτική φτάνει αργά ή γρήγορα σε ένα
αδιέξοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου