10 Μαΐου 2009

Η απέραντη καφετέρια «Η Ελλάς»

Διοξείδιο του άνθρακα. Σε γενναίες δόσεις. Ανοιξιάτικη βροχή. Μούσκεμα. Ο γνώριμος χώρος της παραλαβής αποσκευών. Στο ταξί ο οδηγός με ρωτάει: «Που πας, φιλαράκι;», με έντονο λάμδα. Μυρωδιά τσιγάρου, στο ραδιόφωνο οπαδικές εκπομπές για τον ΠΑΟΚ αποθεώνουν το ασήμαντο. Σε όλη τη διαδρομή νιώθω εναλλάξ μια πνιγηρή νοσταλγία και ύστερα ως μόνιμος κάτοικος της πόλης. Ένας διχασμένος εαυτός χωρίζει τον κόσμο από λάθος. Χρόνια πίσω, είχα θεωρήσει σχεδόν βέβαιο ότι η ζωή μου θα έδενε τον κάβο εδώ. Μετά τη θεώρηση, ήρθε η αναθεώρηση. Δεν ήταν η πρώτη από τις ακλόνητες βεβαιότητες που έχασα. Ακολούθησαν κι άλλες. Όμως πάντα πιστεύω, με την ίδια αφέλεια, ότι έχω βιώσει την τελευταία. Πικρό καλωσόρισμα στην ωριμότητα.


Ένα μου κάνει εντύπωση κάθε φορά που γυρνάω σε αυτόν τον όμορφο τόπο. Η παντοκρατορία του καφέ. Σε όποια συνοικιακή γειτονιά κι αν βρεθείς, σε όποιο απόμερο χωριό της ορεινής πατρίδας σε βγάλει ο δρόμος, η καφετέρια είναι πάντα παρούσα. Το είχα δει στην Αθήνα, το βιώνω στη Θεσσαλονίκη, το ‘χω ανταμώσει κι αλλού. Η οικονομία αυτής της χώρας βασίζεται σε ένα ατελείωτο ραχάτι, σε μια ζαλάδα που φαίνεται να υπακούει στους νόμους της αδράνειας κάποιου ατελείωτου ανακατέματος ενός φραπέ.


Προτεσταντικές τύψεις; Καλολαδωμένο γρανάζι του συστήματος; Απολογητής του καταναγκασμού της εργασίας; Σας βεβαιώ πως, όσο κι αν οι φίλοι μου επιμένουν περί του αντιθέτου, εγώ στις αριστερές στροφές γουστάρω. Θα ήμουν, επίσης, ο πρώτος που θα υπέγραφα εκείνον τον καταστατικό χάρτη που στο πρώτο του άρθρο θα προστάτευε το δικαίωμα στην τεμπελιά, για να θυμηθούμε το Λαφάργκ. Αλλά βλέπετε οι θειούχοι καιροί μας δεν έφεραν μέρες επαναστάσεων και φιλοσοφικών ενατενίσεων για τον προορισμό και την αξία του ανθρώπου. Ωστόσο, η διαπίστωση παραμένει: βλέπω μια χώρα να μαραζώνει μέρα τη μέρα. Να έχει παραδοθεί αμαχητί στην αποχαύνωση και στην ύπουλη έλξη του τίποτα.


Θέλησα να αποτινάξω το άχθος των σκέψεων μου. Μηχανιστικά, πιστό σκυλί του Παβλόφ, άνοιξα την τηλεόραση. Οι μάχες μέσα μου έγιναν πιο δραματικές αφού ήρθα αντιμέτωπος με όλους τους βαρβάρους που καρτερούσε κάποτε ο ποιητής. Στην αγορά πια είναι μόνο αυτοί. Οι βάρβαροι εννοώ. Οι κουτσομπολίστικες εκπομπές έχουν διαδοθεί σχεδόν σε κάθε κανάλι και η βλακογραφία κινείται ανάμεσα σε αδιάφορες λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής σταρ τρίτης διαλογής και στο αναμάσημα των άλλοτε σκωπτικών κι άλλοτε λαϊκιστικών σχολίων του Λαζόπουλου. Το τηλεοπτικό τοπίο δεν είναι παρά μια καρικατούρα ενός ιταλικού tutti fruti. Ό,τι δούμε κι όποιον κώλο αρπάξει το βλέμμα μας…


Πριν από μερικές μέρες, από τις σελίδες τούτης εδώ της εφημερίδας, ο συμπαθής Πολίτης Πίττας κατέβαινε στον Άδη, συλλογιζόμενος τη δολοφονία από τη χούντα μιας Ελλάδας που έμοιαζε να βρίσκει το δρόμο της, να αποφασίζει ποιο είναι το πρόσωπο της. Αγαπητέ Γιώργο, είμαι σίγουρος το ξέρεις κι εσύ, θα το νιώσανε κι άλλοι. Μα νιώθω την ανάγκη να το πω κι εδώ: η Ελλάδα είναι θαμμένη μέσα στις αμέτρητες καφετέριες αυτού του τόπου.

1 σχόλιο:

Αντιπολιτευόμενος είπε...

Αγαπητέ Νικόλα απορώ γιατί αντί να προβληματίζεσαι γύρω από την κατάσταση που περιγράφεις δεν ανοίγεις τα μάτια σου να δεις τα θετικά της στοιχεία που είναι πάμπολλα. Κατ' αρχήν, αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, μαστίζεται από μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση. Σκέψου πόσο καταθλιπτική θα ήταν για τον μέσο Έλληνα πολίτη η απεικόνιση αυτής της πραγματικότητας στα κανάλια. Δεύτερον: Παραδοσιακοί τρόποι διασκέδασης όπως π.χ. η παρακολούθηση ποδοσφαιρικών αγώνων και συνεχής ενασχόληση με το άθλημα αυτό, προσκρούει στα φυσικά όρια αντοχής τόσο των ιδίων των αθλητών όσο και των αθλητικογράφων όπως και την εποχικότητα στη διεξαγωγή αγώνων. Ύστερα, ο καφές. Συγνώμη, αλλά τι μπορεί κάποιος να πει για το ευγενές αυτό ρόφημα, το οποίο αν απουσίαζε από τη χώρα, θα είχε ως αποτέλεσμα να βυθιστεί ο πληθυσμός της σε μια αδιάκοπτη σιέστα ανάλογη με τη χειμέρια νάρκη των αρκούδων; Τέλος, η φόρα με την οποία επιδόθηκε στην ισοπεδωτική σου κριτική σε οδήγησε σε μια ολέθρια παράληψη που συνιστά προσβολή για όλη τη Ρωμιοσύνη. Παραβλέπεις ότι με τη συμβολή των καναλιών αναβίωσε ένα βυζαντινό πολιτιστικό στοιχείο, αυτό της ενασχόλησης των υπηκόων του κράτους με τις ιδιωτικές ζωές των επιφανών μελών της αυτοκρατορικής αυλής, με ζήλο ανάλογο εκείνου που χαρακτήριζε τους Αθηναίους πολίτες στην ενασχόλησή τους με τα κοινά μέχρι τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή. Για τούτο σε παραπέμπω στα Ανέκδοτα του Προκοπίου όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη σχέση του στρατηγού Βελισάριου με τη γυναίκα του καθώς και της τελευταίας με τους εραστές της, όπως και στις αναφορές του Συμεώνος Μαγίστρου για τις κούκλες της αυτοκράτειρας Θεοδόρας, συζύγου του Θεόφιλου του εικονοκλάστη. Εάν η διάσωση των ηθών και εθίμων των προγόνων μας δεν γινόταν με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, για ποια Ελλάδα θα μιλούσαμε τώρα;