19 Απριλίου 2010

Διαρκείς επιστροφές

Στις 17 και 42 ακριβώς ένας ζεστός δυτικός άνεμος με χτύπησε στο πρόσωπο καθώς έβγαινα από το αεροδρόμιο. Η μυρωδιά της γης και το φως στο ουράνιο στερέωμα με τύλιξαν γλυκά. Μα η αίσθηση κράτησε μόνο για λίγο, όσο δηλαδή χρειάστηκε για να βιαστεί ο ακουστικός μου πόρος από κάποιον ανάγωγο που κάτι μουγκάνιζε παραδίπλα. Κι όλη η προσδοκία επιστροφής έγινε σκόνη σαν αυτήν που καλύπτει Ιούλη μήνα την Κύπρο. Κι όμως, ξεκινώ τις ταξιδιωτικές μου ετοιμασίες με την καλύτερη διάθεση, αλλά μου φαίνεται ότι κι αυτό δεν αρκεί πια. Όσο τα χρόνια μάς προσπερνούν, τόσο διογκώνεται σαν γιγαντιαία μπάλα μέσα μου το συναίσθημα ότι όλους εμάς τους ξενιτεμένους, τους «πήγαινε-έλα» τύπους, αυτός ο τόπος δεν μας θέλει κι ότι οι άνθρωποί του κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μας κρατήσουν μακριά, για να μας διώξουν. Με μας, λοιπόν, που επιμένουμε να επιστρέφουμε σε μια εξιδανικευμένη πατρίδα, τι θα γίνει; Σκέφτομαι πολλές φορές πως αυτό που μας κινεί δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ταξίδι εντός μας. Εκείνο το ταξίδι στην παιδική ηλικία που μας χαρίζεται μέσα από διαδοχικές απασφαλίσεις αναμνήσεων, καθώς διαδοχικές πόρτες ανοίγουν για να ξεχυθούν η αίσθηση της αφής του χώματος, η μυρωδιά της άνοιξης του 1985, άνθρωποι και πρόσωπα περαστικά, δεμένα με μυρωδιές και λέξεις. Μαζί και οι λίγοι δικοί που αποτελούν το άλλο μισό του λόγου - χωρίς αυτούς, ποιος θα ήσουν; Αυτήν την προσωπική Κύπρο του καθενός, πρέπει να τη φυλάμε καλά μέσα μας, όχι για αναμνησιακό εθισμό, μα για να μπορούμε να βρίσκουμε το κουράγιο να επιστρέφουμε κάθε φορά. Πάλι γκρίνια, ρε Νικόλα, θα μου πείτε; Προβληματισμός και λοξές σκέψεις για το τώρα, αλλά πες κάτι για το πώς, για το μετά, για το αύριο. Το ξέρω, από τα χιλιοειπωμένα και από κηρύγματα προς στους ήδη πιστούς χορτάσαμε - είναι κι αυτή μια κάποια μελαγχολία που επιμένει να μας επισκέπτεται όσο εμείς επιμένουμε να την αναδεύουμε εντός μας. Μα, η αλήθεια είναι ότι όσο δημόσια μοιράζομαι πράγματα, άλλο τόσο συνειδητοποιώ ότι είμαστε σκόρπιοι και διακατεχόμενοι από μια αίσθηση ανημποριάς απέναντι στην εκμαυλιστική σαγήνη της κοινωνικής πραγματικότητας. Την ίδια ώρα το micromanagement του Κυπριακού καλά κρατεί με Έρογλου, προέδρους, κόμματα και διάφορες άλλες μουτράκλες να παρελαύνουν καθημερινά από τις οθόνες μας, χωρίς να δίνουν προοπτική και προσδοκία ανατροπής στο ορατό μέλλον. Κι οι αγωνίες φαίνονται να εξαντλούνται στις ισοπαλίες της ομάδας - για την ποδοσφαιρική αλλοτρίωση, όμως, του τόπου σε προσεχές σημείωμα.

/ Εν-οχλήσεις /

Η μοναξιά στα ΚΤΕΛ 3 η ώρα το πρωϊ/ και να φυσάει/ οι αγενείς ταξιτζήδες/ τα τελευταία ποτά/ οι αίθουσες αεροδρομίων/ οι αποχαιρετισμοί, χωρισμοί και οι παρεξηγήσεις/ μελαγχολικά τραγούδια απoγεύματα Κυριακής/ η αίσθηση ότι κάτι κάνεις λάθος/ η βεβαιότητα ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό/ οι ειδήσεις του ΡΙΚ/ η απογοήτευση από ανθρώπους που δεν το περίμενες/ οι οχυρωμένες γυναίκες/ το καλοκαίρι του 2005/ η εκ των υστέρων γνώση/ τα ιδρωμένα χέρια/ «πάσαρε την μπάλα ρε μαλάκα»/ κακές προβλέψεις στο ζώδιο μου/ ανυπόφορες αναπνοές/ η επιστροφή από διακοπές/ ένα ακόμα κλεμμένο ποδήλατο/ ο χαμένος χρόνος/ τα «αν» που επιστρέφουν τα βράδια/ η φθορά της δεξιάς επιγονατίδας μου/ γρίπη, πυρετός και άλλοι διάολοι που με ταλαιπωρούν αραιά και που/ οι παρτάκηδες/ η ψυχοφθόρα ικανότητα να κρατάς ισορροπίες/ ανακοπή για άλκοτεστ στο δρόμο/ ακελικοί με BMW, δεξιοί με λαϊκό αίσθημα/ το πρώτο βράδυ στο ΚΕΝ/ και κάποιος που ψιθύρισε «792 κι απόψε»/ η επικίνδυνη αίσθηση δικαιοσύνης/ οι ανώνυμοι στο διαδίκτυο/ οι κλειστοί ορίζοντες στην πατρίδα σου/ η μοιρασμένη χαρά στην ξενιτιά/ η μαγική ικανότητα να καταστρέφεις σχέσεις/ μήνες χωρίς καλό σινεμά/ ποιος έβαλε τριάντα κεριά στην τούρτα μου;/ άμμος στις κάλτσες σου το Δεκέμβρη/ οι ανόητοι, οι τεμπέληδες και οι βλάκες/ στη συσκευασία του ενός/ «Ο καθένας μπορεί να έχει τις απόψεις του. Πάντως εγώ ψήφισα ΟΧΙ»/ τα δανεισμένα βιβλία που δεν επιστρέφονται/ αυτός που νόμισαν οι άλλοι ότι είσαι/ προσκλητήριο σε γάμο από κάποιον που έχεις συναντήσει μόνο μια φορά/ με γραμμένο λάθος το όνομα σου/ τα οικονομικά ένθετα στις εφημερίδες/ όλες οι ίδιες πολυκατοικίες/ όσοι προσπαθούν να μανουβράρουν τους άλλους/ οι προθεσμίες που θέτεις στον εαυτό σου/ η ανικανότητα να κάνεις κάτι με τα χέρια σου εκτός από το να γράφεις/ «δεν σε καταλαβαίνω»/ οι αλήθειες που λέγονται/ μακαρόνια με τριμμένο τυρί για τρίτη συνεχόμενη φορά/ η διαρκής υπόμνηση της ηλικίας στους καθρέφτες/ η κυρία του δευτέρου που δεν ανταποδίδει το χαιρετισμό σου/ οι μακροχρόνιες σχέσεις που δεν οδηγούν πουθενά/ εκείνη η Βέσπα που ποτέ δεν αγοράστηκε/ όλες οι βλακείες που πρέπει να ακούσεις μόνο και μόνο για ένα βράδυ σεξ/ η αίσθηση της πτώσης όταν κοιμάσαι/ οι ίδιες διαδρομές/ να ξεμένεις από μπύρες στην παραλία/ οι γκόμενες που την είδαν «κάπως»/ τα βιβλία που δεν διάβασα/ η ανοχή στη μετριότητα/ όλο κάτι άσχετοι κερδίζουν με κόλπα και εφέ/ εκείνη η χαρακτηριστική ημικρανία πίσω από το δεξί μάτι/ η άγνοια που ταλαιπώρησε τα περασμένα χρόνια/ άντε ρε ΠΑΟΚάρα/ στο προηγούμενο στρίψιμο/ διαρκή μείον στον τρεχούμενο λογαριασμό/ να ήσουν λίγο πιο εντάξει με τους άλλους/ τα κρύα σουβλάκια/ τα τηλεοπτικά πάνελ/ όλα όσα ξέρεις...

14 Απριλίου 2010

Ερείπια της Παλμύρας

Οσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν

Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα



Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου


(περισσότερα εδώ)

11 Απριλίου 2010

Πάσχα σημαίνει διάβαση

Πάει άλλο ένα Πάσχα στην ξενιτιά. Στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στη Φλωρεντία επήλυδες ορθόδοξοι σμίγουν για δύο ώρες. Παρατηρώ την εκκλησία με τον δυτικότροπο διάκοσμό της, την έλλειψη τέμπλου, τα καθίσματα αίθουσας αναμονής ιατρείου. Πιο παράταιρη εικόνα δεν θα μπορούσα να σκαρφιστώ. Από κοντά και τα συνήθη κακά του ρωμαίικου: ψίθυροι, ανούσιες κουβέντες, μάνες που κοιτάνε βλοσυρά τα υπερκινητικά βλαστάρια τους, ο επίτροπος της εκκλησίας που «παραγοντίζεται», προσηλωμένες θεούσες. Οι Ελληνάρες ποτέ δεν πεθαίνουν, δεν τους σκιάζει φοβέρα καμιά. Στις δώδεκα-παρά βγαίνουμε έξω για να κάνουμε ανάσταση. Είμαστε ένα αλλόκοτο λεφούσι που καταλαμβάνει το στενό για λίγη ώρα - απ΄ το απέναντι μπαρ μάς κοιτάνε σαν σέκτα του Χάρε Κρίσνα.
Στο «Χριστός Ανέστη» αφήνω κατά μέρος την ελλιπή θρησκευτική μου κατήχηση, καλοπιάνω τον άθεο εαυτό και ψέλνω τρις και ψυχωμένα, μαζί με τους υπόλοιπους, «θανάτω θάνατον πατήσας», σε μια συναλληλία που νιώθω όλο και πιο σπάνια τα τελευταία χρόνια. Τα φιλιά της αγάπης ανταλλάζονται αφειδώλευτα, μάτια λαμπυρίζουν κάτω από τα κίτρινα φώτα και ήρεμα χαμόγελα αψηφούν τον συννεφιασμένο ουρανό της Τοσκάνης. Με τη νοερή σκηνοθετική μου δεινότητα, η κάμερα απομακρύνεται κάθετα και προς τα πάνω, καθώς απομένω μόνος στη μέση τού αλληλοασπαζόμενου πλήθους, ακίνητος και σιωπηλός. Αυτήν την ώρα, επιστρέφω ύστερα από αιώνες από την εσωτερική μου εξορία και έχω ανάγκη να μην μου χαλάσει τίποτα αυτήν τη σιωπή. «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν», η Αντιγόνη κραυγάζει μέσα απ΄ τους αιώνες την προοικονομία της: δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ. Θέλω να μπορέσω να πιστέψω όσο γίνεται - χρονικά και τροπικά ομιλών. Φεύγω με γοργό βήμα. Δυο τετράγωνα πιο κάτω, νεαρά κορίτσια από την Αμερική, με τις κλασικές μεσοδυτικές φάτσες και τα πλαδαρά τους κορμιά, στριμώχνονται σε μπαρ της κακιάς ώρας, πιστεύοντας ότι ζουν το ευρωπαϊκό τους όνειρο: ελεύθερη πρόσβαση στο αλκοόλ και μια δωρεάν προσδοκία to get laid. Στρίβοντας στο τελευταίο στενό πριν το σπίτι, μια παρέα κάνει κύκλο. Καθώς τους προσπερνώ, ρίχνω μια κλεφτή ματιά στα ναρκωτικά και τα λεφτά που αλλάζουν χέρια αστραπιαία. Την ίδια στιγμή ένα χαμογελαστό ζευγάρι περνά ξυστά, αμέριμνο, με το ποδήλατό του. Θάνατος και ζωή αξεδιάλυτα μαζί. Νιώθω ευγνώμων που το κινητό μου δεν κατακλύζεται από μηνύματα με προκάτ ευχές. Πέρσι τέτοιο καιρό μάθαινα πως «Πάσχα σημαίνει διάβαση». Είχε δίκιο, μαζί με όλα τα άλλα - μα εμένα μου φαίνεται πως έχω ακόμα κι άλλο δρόμο να διανύσω...

6 Απριλίου 2010

Από τις ταράτσες της Λευκωσίας

Τις τελευταίες φορές που ήμουν στη Λευκωσία βρέθηκα τυχαία στις ταράτσες των κτηρίων που βρίσκονται επί της Πράσινης Γραμμής. Δείτε πώς απλές λέξεις διεκδικούν να γράφονται με κεφαλαίο, περνώντας έτσι σε ένα συλλογικά καταρτισμένο κατάλογο εννοιών που τους αρμόζει το ξεχωριστό αυτό σέβας. Πέρα από την παραδοξότητα αυτή, είναι τα κτήρια της παλιάς Λευκωσίας στην περιοχή, που μοιάζουν να έχουν εγκλωβιστεί σε μια παρένθεση του χρόνου. Αισθητική της μεταβατικής περιόδου από το '60 στο '70, ξύλο, μάρμαρο και μια ευρυχωρία στα οικοδομήματα που θα προκαλούσε έμφραγμα στους σημερινούς developer. Οι πόρτες στα κτήρια είναι απροσδόκητα ανοικτές και από τις σκάλες, σαν να διέρχεται κανείς μια περίεργη κβαντική σκουληκότρυπα, φτάνεις στις ταράτσες. Από εκεί, ο κόσμος έρχεται πάνω-κάτω, κι ίσως από εκείνο το ύψος, των 3-4 ορόφων πάνω από τη γη, να μπορεί να δει κανείς τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Μια χαρακιά χωρίζει τη Λευκωσία στα δύο κι όποιος ζει εδώ πρέπει να την ψηλαφεί συχνά, αν θέλει να μαθαίνει αυτήν την πόλη. Τη βλέπεις σαν μαύρο φίδι να σέρνεται ανάμεσα στα κτήρια, μια μαύρη τρύπα στο μέσον της ζωής, που κάνει το παράλογο να τρίβεται μέσα στα μούτρα σου. Κι αν χάσεις το ίχνος της, τότε δεν έχεις παρά να ακολουθήσεις τα δίδυμα ζεύγη σημαίων που δίνουν στίγμα. Η ζωή συνεχίζεται στις δυο πλευρές, όπως δυο συνομίληκοι άνθρωποι ζουν, τρώνε, αγαπούν, κλαίνε, παιδεύονται και χαίρονται, ενώ τους χωρίζει μια μεσοτοιχία. Φωνές από ένα ξυλουργείο στη δική μας πλευρά, ένας μηχανικός που παιδεύεται πάνω από ένα αυτοκίνητο από κει. Γυναίκες που απλώνουν ρούχα, παιδιά που πιστεύουν ότι ο κόσμος ορίζεται από τους γειτονικούς δρόμους τους. Συνθήματα, βρισιές, χρονολογίες, μέρες που απομένουν μέχρι την απόλυση από το στρατό, σημάδια από σφαίρες στους τοίχους είναι το απτό αποτύπωμα για όλους εκείνους τους ανθρώπους που φρούρησαν πιστά το μνημείο του παραλογισμού, σαν τους ήρωες από "Το Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου. Μόνο που αυτοί για τους οποίους γράφω δεν είναι δημιουργήματα μιας ιδιοφυούς συγγραφικής φαντασίας ούτε ήρωες υπό οποιαδήποτε έννοια: είμαστε εμείς κι αυτό με κάνει να νιώθω περίεργα. Όπως περίεργες σκέψεις με τυλίγουν καθώς εκτείνω το βλέμμα μου πάνω από την πόλη, αφού περιμένω από στιγμή σε στιγμή τον πυροβολισμό από κάποιο καλά κρυμμένο παρατηρητήριο που δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω. Όταν το λύσουμε, ας κρατήσουμε τα σημάδια, όχι για να έχουμε μια σκιά για να μας συντροφεύει, μα για να ξεκλειδώνουμε τον παραλογισμό.