«Ένα μούδιασμα μόνο στα χέρια.
Αυτά, θα ξεχάσουν τελευταία»
Φίλιππος Αγγελής
Το αγαπημένο παιδί της μοναξιάς
Κυριακή απόγευμα, ο ήλιος έχει γείρει και μαζί του αποσύρεται το φως που μάστιζε τα σώματά μας για ώρες. Η θάλασσα λάδι, είμαστε σε μια αντι-δημοφιλή παραλία συνεπώς όλα είναι νορμάλ. Μοιάζουμε βγαλμένοι από την εποχή των παιδικών μας χρόνων. Ομπρέλες, παγωνιέρες, εφημερίδες, ψάθες ριγμένα στις πέτρες και στην άμμο σε αντίστροφη αλφαβητική σειρά. Μεγαλώνοντας μεταμορφωνόμαστε ανεπαισθήτως σε ρεπλίκες όσων μας έφεραν στον κόσμο. Ο βηματισμός, ένα σημάδι στο χέρι, μια κρυμμένη συνήθεια ή ένας κληροδοτημένος φόβος, γραμμένα όλα σαν κείμενα της Καμπάλα στη γενετική μας ταυτότητα, αρχίζουν να εκδηλώνονται στα σώματα και τις ψυχές μας.
Σιωπώ. Διεκδικώ το χρόνο της απόσυρσης, της ηρεμίας. Του χρόνου που γονιμοποιεί την ερμηνεία, την προσωπική ανασυγκρότηση που θα με πάρει μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Νιώθω ευλογημένος μόνο και μόνο για τούτη τη στιγμή που μπορώ να νοώ. Τα χέρια παίζουν στην άμμο, τα λόγια τρίβονται στα βότσαλα, όλα χωρίς σχέδιο, χωρίς σκοπό. Σαν μια αιώρηση, ή ίσως καλύτερα, μια επίπλευση στην απεραντοσύνη της θάλασσας για ώρες. Δίχως ορίζοντες, χωρίς γραμμές και σχήματα, μιας και μόνο έτσι μπορείς να χωρέσεις κάπου.
Το χέρι βρίσκει μια πέτρα. Τραχιά, ακανόνιστη, μαύρη, σκέτος θυμός. Οι άκρες της μπήγονται ανελέητα στην παλάμη, μένουν σημάδια στις γραμμές της: στο όρος της Αφροδίτης δεν ανεβαίνει πια κανείς. Αλήθεια, μπορεί κανείς να ξεγελάσει τη γραμμή της μοίρας του, να λάβει μια απάντηση σε μια από τις αγωνίες; Τελώ σε άγνοια, ανέκαθεν. Ο ουρανός μοιάζει γκρίζος, ύστερα από ώρες με κλειστά τα μάτια κάτω απ΄ το φως. Κρατάω την πέτρα ξανά, έχω χαλαρώσει. Τη ζυγιάζω, τη ρίχνω μακριά όσο μπορώ, να πάει βαθιά. Ως να λειανθεί και να την ξεβράσει ξανά η θάλασσα σε τούτη την ακτή, ποιος θα 'μαι εγώ;