«... και για του χρόνου τα σκυλιά
που όλους θα μας νικήσουν»
Οδ. Ιωάννου
Ένας αναποφάσιστος λίβας σάρωνε τη Λευκωσία εκείνο το απόγευμα. Στις 16:37 ακριβώς, αυτός ο δυτικός και ζεστός άνεμος στροβίλισε κάθε φύλλο που βρέθηκε στο πέρασμά του. Η εποχή έπαιρνε να αλλάζει. Το έπιανες στον αέρα, πιο πολύ τα βράδια που δρόσιζε νωρίτερα ή απ’ το φως που αποσυρόταν βιαστικά, δίνοντας τη θέση του σε ένα παρεταταμένο λυκόφως. Μαζί της αλλάζαμε κι εμείς, μα μου φαίνεται πως δεν το καταλαβαίναμε ή καμωνόμασταν πως τα χρόνια δεν περνούσαν. Κρυμμένοι πίσω από τα γραφεία και την καθημερινότητα μας, δεν ακούγαμε το σύρσιμο στην πέτρα. Το βαθύ ιώδες που έβαφε τον ορίζοντα δεν περνούσε μέσα από τις γιγαντιαίες τζαμαρίες. Τα παιδιά έπαιζαν στους δρόμους και όταν σταματούσαν μας ρώταγαν πράγματα που φάνταζαν αυτονόητα, κοιτώντας μας στα μάτια, μα εμείς δεν ξέραμε ούτε και σ’ αυτά να απαντήσουμε. Έτσι, τους χαρίζαμε τη σιωπή μας – βαθιά αμήχανοι κι εμείς εντός μας. Κι αυτά συνέχιζαν να παίζουν, με μια πικρή γεύση στο στόμα, που στα χρόνια που θα έρθουν θα μάθουν να τη λένε «απογόητευση». Προσώρας, αυτό που είχε σημασία ήταν το παιχνίδι τους – οι σκέψεις και οι αβεβαιότητες ας έπαιρναν μια αναβολή για το μετά, όταν ο χρόνος θα είχε πραγματικά σημασία.
Μέσα στην αγωνία του καιρού, όσοι μπορούσαν να οσμίζονται την αλλαγή, φρόντιζαν να πιαστούν από φιλίες, καρέκλες και σχέσεις. Πίστευαν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να σταθούν όρθιοι στο πυκνό ποτάμι που θα παρέσερνε τα πάντα μια μέρα εδώ. Κι ύστερα; Ύστερα, υστερικοί τίτλοι στις εφημερίδες και παρουσιάστριες με αισθητική πορνό, την ώρα που παπάδες με όψιμα σημάδια νοητικής στέρησης έραιναν τα πλήθη με αγιασμό και βλακεία. Στις κερκίδες θα είχαν απομείνει μόνο οι κομματικοί στρατοί, ανίδεοι απ΄το τέλος του αγώνα που είχε τελειώσει αιώνες πριν. Κι απ΄έξω στην αγορά, αδιάφοροι και φθονεροί ιδιώτες επινοούσαν νέες και προηγμένες μορφές συναλλαγών για ό,τι κι αν ήταν: πωλούνται οικόπεδα, διατίθενται οικιακές βοηθοί, ενοικιάζονται εργαζόμενοι. Νεκροταφείο ψυχών, στο βάθος πυκνώνει μια καταιγίδα, άκου...
Η Κύπρος με τις μεγάλες τράπεζες, τα μεγάλα γραφεία, τα πολλά λεφτά.
Η Κύπρος των Κυπρίων.