21 Νοεμβρίου 2010

Μικρή προσωπική μυθολογία


Ήταν Παρασκευή βράδυ. Ήταν Νοέμβριος και γύριζα σπίτι με το ποδήλατό μου. Έπαιζα με τα συννεφάκια που έβγαζαν οι ανάσες μου. Οι ποδηλατόδρομοι της Φλωρεντίας ήταν στρωμένοι με ένα παχύ στρώμα από πεσμένα φύλλα που φωτίζονταν από το υποκίτρινο φως του δρόμου. Πάνω τους άφηνα το βάρος της κούρασης που είχα μαζέψει όλη τη βδομάδα. Ήταν ησυχία και το πέρασμά μου άφηνε ένα ανεπαίσθητο ήχο από το απαλό σύρσιμο. Οι σκέψεις μου μ’ ακολουθούσαν αγκομαχώντας κι η νύχτα ήταν γλυκιά, έκανα πετάλι σε ένα αργό ρυθμικό τέμπο. Ήταν η βεβαιότητα ότι θα μπορούσα να γυρίσω τον κόσμο με αυτό τον τρόπο. Ανάλαφρος και ήρεμος, ένιωθα ότι η ύπαρξή μου είχε το προνόμιο να αψηφά το νόμο της βαρύτητας, τις αρχές της μηχανικής, τα αξιώματα των ανθρώπων. Στον ουρανό είχε κρεμαστεί ένα μισό φεγγάρι, μακρινό, χωρίς υποσχέσεις. Ήταν η προοπτική του χρόνου του σαββατοκύριακου που μου έταζε βάθος, ανάπαυση, γαλήνη. Διασταυρώθηκα με έναν πιτσιρικά. Ανέμελος, χαρούμενος, ανυποψίαστος για τα χρόνια που θα ‘ρθουν. Σκέφτηκα πως η αφέλεια και η έλλειψη εμπειρίας είναι μια ευλογία, μα εγώ είχα ήδη φάει λαίμαργα τον καρπό της γνώσης. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν είναι καλύτερα να γνωρίζεις τελικά. Οι εμμονές μου με είχαν απελευθερώσει προσωρινά. Σαν έγκλειστος που δικαιούται προαυλισμό μιας ώρας την εβδομάδα, έπαιρνα στους πνεύμονες μου όλο τον αέρα που μπορούσα. Θέλησα εκείνη την ώρα λίγο κρασί, ένα κορμί κι ένα ζεστό κρεβάτι. Γίνονται θαύματα τη σήμερον ημέρα, Κύριε; Απόψε είναι μια καλή ευκαιρία να απαντήσεις στην αγωνία μου, αλλιώς πάψε, αρκετά με τυράνισε η απουσία Σου. Στην τυφλότητα όλων μας, δεν βρίσκω καμιά απάντηση, μόνο συνεχίζω τα ριπλέϋ της καθημερινότητας, με διαλείμματα για φαγητό, για μια μπύρα, για μια εσωτερική ενατένιση. Αναζητώντας δεν βρίσκω τίποτα μελλοντικό, μόνο σημειώσεις παλιές στις τσέπες μου, με σκόρπιες σκέψεις που είχα ξεχάσει, παλιές αναρτήσεις στο διαδίκτυο και κάτι κοπέλες που κράτησαν για πάντα τα γράμματα μου. Σε μικρά πράσινα βιβλιαράκια, σε φύλλα Α4 και άδειες πίσω πλευρές από φοιτητικές μπροσούρες ζουν οι έρωτες μου, παλιοί θεοί μιας μικρής προσωπικής μυθολογίας που συνεχίζουν να αφηγούνται το θαύμα. Μα δεν ξέρω πως να το εξηγήσω διαφορετικά, γιατί το «με άλλα λόγια» δεν υπήρξε ποτέ, μόνο αυτά είχα τα ρητορικά χαλίκια, γραμμένα με ένα δυσνόητο γραφικό χαρακτήρα, αλλά ευτυχώς εσύ μαντευες ή έβρισκες πάντα αυτό που ήθελα να πω. Ξέρω. Θα σκέφτεστε: τι έχει πάθει ο νεαρός, εκτός θέματος το κείμενο του, σελίδα 14 των πολιτικών. Ωστόσο, συγχωρέστε με, μόνο για τούτη τη φορά – έχω καλούς λόγους, κατ’ ακρίβειαν τρεις. Πέρα από τη σοβαρή ανάλυση που διαβάσατε πριν, που θα διαβάσετε μετά, υπάρχουν κι άλλα σημαντικά ζητήματα στον κόσμο αυτό, όπως το πρωϊνό θρόϊσμα στις λεύκες, το μελαγχολικό βλέμμα μιας κοπέλας στο λεωφορείο ή το αδιέξοδο ενός φίλου. Κι επίσης, φύλλα χιλιάδες στον ποδηλατόδρομο, φως λοξό πάνω στα σχήματά μας, ήταν Παρασκευή βράδυ κι ήταν Νοέμβριος και γύριζα σπίτι με το ποδήλατο μου...

Ο Νικόλας Κυριάκου έχει μια καρδιά, κόκκινο χαρταετό.


Δεν υπάρχουν σχόλια: