Είναι ένα κάλεσμα που απευθύνεται σε εμάς τους μεσογειακούς, που ανατραφήκαμε με φως. Το ακούς σε μια κρυφή συχνότητα, το σώμα σου το πιάνει και στήνει τους κιρκαδιακούς του κύκλους. Απρόσμενα και απροσδόκητα σε δονεί και σε καταλαμβάνει. Το νιώσανε κι άλλοι. Δεν μου το ‘παν. Μα το βλέπω στα σώματά τους. Στις στιγμές που οι ματιές τους φέρνουν γύρω το ψηλό ταβάνι της βιβλιοθήκης και μετά ακινητοποιούνται. Το κάνω κι εγώ – είμαι βέβαιος. Πιάνω το μακρινό βουητό και ταξιδεύω μέσα του για ώρες ή για κάτι που φαίνεται ως μια ακατάληπτη διάσταση. Μαζί με τα σχέδια του καλοκαιριού και την προσμονή να βυθιστείς στην παχιά άμμο ή σε ένα καινούργιο βυθό, έρχονται και τα εσωτερικά ταξίδια. Οι διαρκείς γυρισμοί. Στις πέτρες, στις σκιές και στους ανθρώπους. Μπάνιο με λάστιχο στην αυλή. Καρπούζια-ζάχαρη και ένα ποτήρι τσίπουρο. Μετά το αγαπημενο χέρι που σε βάζει σε ένα δροσερό κρεβάτι, όνειρα ονειρώξεων και η κρυφή ανάσα του σπιτιού. Οι γνώριμοι ήχοι του. Οι φωνές που ξέρεις, σε τραβούν απ΄ τον ύπνο σαν να ξαναγεννιέσαι ξανά. Σημάδια στα πόδια – παλιές πληγές. Ψιθυρισμένα λόγια, με λέξεις βουλήσεως σημαντικές, τρακάρουν πάνω σε απόλυτες αρνήσεις. Ένας πόνος που καταχωρίστηκε ακριβά, μια αρρυθμία που συμβαίνει πάντα στον ίδιο τόνο. Αλμύρα και κρύο νερό. Κάτι ζωντανό κρύβεται μέσα σου – κι ας το κοιμίζεις κι ας το αγνοείς στους παρατεταμένους χειμώνες. Αναδύεται και διαμαρτύρεται, επιμένει να σε σπρώχνει άλλου. Οι αισθήσεις διαστέλλονται, καθώς νιώθεις πως μυρίζεσαι και γεύεσαι με ό,τι έχεις, καθώς δίνεσαι σε νέα σώματα και ανακαλύπτεις νέες λαγόνες, καθώς σε σκεπάζουν ανάκατες οι υγρασίες της νύχτας κι οι εκκρίσεις ενός κορμιού. Σε κάποιο μπαλκόνι στέκεται ο παλιός εαυτός σου. Φτιαγμένος από ένα ατόφιο υλικό, που λες πια πως πάει, φυραίνει. Πιάνεις τους νεόφερτους κυνισμούς σου, την αδιαφορία και το διεπεραιωτικό σου πνεύμα να αντικαθιστούν τον αργό χρόνο, τους τελειωμένους καφέδες, το ρεύμα από τα κατεβασμένα στόρια. Καιρός για ξαναμέτρημα, καιρός για άφεμα. Έξω, στρατιές από τζιτζίκια στήνουν χορωδίες για το μέστωμα των καρπών, για τις σάρκες που ωριμάζουν, για όσα έρχονται στην ώρα τους. Είναι το παλιό τραγούδι της γης, αυτό που μαεστρικά φτιάχτηκε μέσα στα χρόνια, που κάνει τα πλάσματα να ξέρουν. Το ρυθμικό γύρισμα ενός ανεμιστήρα νανουρίζει τις αισθήσεις, χώνεσαι πιο βαθιά στο ενδιάμεσο ύπνου και συνειδητότητας, σ’ ένα χώρο ελευθερίας. Μαζί τα κύματα σου παραδίδουν κάτι μικρό από ένα μακρινό και απέραντο ωκεανό, από κάτι που άφησες, από κάτι που θα έρθει. Τα αστέρια, λένε, θα φτιάξουν συζυγίες ευνοϊκές. Μακάρι. Προς το παρόν, επιστρέφω στα βιβλία μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου