Κάθε χρόνο τέτοια εποχή γράφω ένα κείμενο για την παγκόσμια μέρα εξαφανισμένων/αγνοουμένων, η οποία τιμάται την 30ή Αυγούστου. Οι εξαφανίσεις ατόμων αποτελούν μια σύνθετη και εξαιρετικά σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην κλίμακα ηθικής απαξίας και απόλυτης απαγόρευσης από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου στέκεται στο ίδιο επίπεδο με τα βασανιστήρια και τη δουλεία. Οι ιστορικές καταβολές της συστηματικής εφαρμογής τους εναντίον ενός πληθυσμού ανιχνεύονται στις σκοτεινές μέρες των ναζιστικών θηριωδιών. Μετά την ήττα των ναζί, επικράτησε μια διεθνής ευφορία γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, κυρίως λόγω της υιοθέτησης οικουμενικών και νομικά δεσμευτικών συμβάσεων που περιλάμβαναν μια εκτεταμένη λίστα δικαιωμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, οι εξαφανίσεις επανέκαμψαν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου χρησιμοποιήθηκαν από τις δικτατορίες κατά συστηματικό και μαζικό τρόπο εναντίον του ντόπιου πληθυσμού. Κύριο πρόσχημα ήταν η καταπολέμηση του «κομουνιστικού κινδύνου». Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στα κράτη αυτά δημοσιοποιήθηκαν θλιβερές και τρομακτικές ιστορίες. Κάποιες έφτασαν μέχρι το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θεσμό αντίστοιχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που εδρεύει στο Στρασβούργο. Το τελευταίο είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με παρόμοιας φύσεως υποθέσεις στις περιπτώσεις των εξαφανίσεων Κούρδων και Τσετσένων. Η νομολογία του δικαστηρίου περιλαμβάνει περίπου 200 αποφάσεις που καταδεικνύουν το μέγεθος των ωμοτήτων που έχουν διαπραχθεί σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Κι αν πολλοί πιστεύουν ότι οι εξαφανίσεις ανήκουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ή ότι είναι ίδιον διεθνών και εμφύλιων συγκρούσεων, θα πρέπει να υπομνηστεί ότι στη διάρκεια της προεδρίας Μπους, η CIA έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα έκτακτων μεταγωγών (extraordinary renditions). Με τις τελευταίες, ένας άγνωστος αριθμός ατόμων συνελήφθη και ανακρίθηκε με αμφιβόλου νομιμότητας διαδικασίες και μέσα, σε άγνωστα κέντρα κράτησης ανά τον κόσμο.
Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στις εξαφανίσεις κορυφώθηκε μόλις το 2006 με την υιοθέτηση, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, της διεθνούς σύμβασης για την προστασία όλων των ατόμων από τις εξαφανίσεις. Η σύμβαση αυτή έχει βρει χλιαρή ανταπόκριση από τα κράτη: μέχρι σήμερα 88 την έχουν υπογράψει και μόλις 29 την έχουν κυρώσει, καθιστώντας την έτσι νομικά δεσμευτική στο εσωτερικό τους και στις διμερείς τους σχέσεις. Η σύμβαση περιέχει σειρά δεσμευτικών κανόνων για την οργάνωση και τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, προβλέπει την ποινικοποίηση των εξαφανίσεων και καθιερώνει το δικαίωμα στην αλήθεια. Ανάμεσα στις χώρες που έχουν υπογράψει τη σύμβαση είναι και η Κυπριακή Δημοκρατία. Η χώρα μας έχει ιδίαν και πικρή εμπειρία από εξαφανίσεις ατόμων από τις περιόδους 1963-64 και 1974.
Αν και η σύμβαση έχει μεταφραστεί στα ελληνικά εδώ και δύο περίπου χρόνια, το υπουργείο Δικαιοσύνης, ως αρμόδιο όργανο, δεν έχει καταθέσει το απαραίτητο κυρωτικό νομοσχέδιο στη Βουλή. Κι αυτό παρά τις κατά καιρούς εκκλήσεις τοπικών και διεθνών μη κυβερνητικών οργανώσεων. Η επιμονή στην κύρωση της σύμβασης έχει πρόδηλους σκοπούς: να εναρμονίσει την Κύπρο με το διεθνές κεκτημένο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να αποτελέσει πράξη αναγνώρισης και τιμής στους Κύπριους αγνοουμένους και ηθικής αναγνώρισης προς τους οικείους τους. Παρ’ όλα αυτά, το υπουργείο Δικαιοσύνης για άγνωστους λόγους έχει παραλείψει να πράξει τα δέοντα. Η συνεχιζόμενη παράλειψή του αποτελεί ένα στίγμα και, σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ευθύνη ανήκει στον υπουργό Δικαιοσύνης. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι διττό και απλό: γιατί η καθυστέρηση στην κύρωση και τι προτίθεται να πράξει; Όχι για να ξαναδώσει την τυπική απάντηση του μίζερου δημοσιοϋπαλληλίσκου «το θέμα εξετάζεται», αλλά για να αρθεί στο ύψος μιας πραγματικής και ουσιαστικής λογοδοσίας και πράξης. Μπορεί ή θα χρειαστεί ακόμα ένα κείμενο το 2012;