Για αρχάριους: ποια λέξη συνδέει την επέτειο ανακήρυξης του ψευδοκράτους, του Πολυτεχνείου και τους υποψήφιους δημάρχους των κατεχομένων δήμων; Η λύση είναι ο τίτλος του σημερινού άρθρου. Από τα μηνύματα στις σχολικές εκδηλώσεις και από τις αναμενόμενες δηλώσεις των υποψηφίων στις κομ-ιλ-φο τοποθετήσεις, όλα καλύπτονται από την παλιά καλή σεμνότυφη σκουριά του τόπου μας. Η αντίσταση θα μπορούσε να είναι ο υπέρτιτλος στο κενοτάφιο του συλλογικού μας φαντασιακού. Αν υπάρχει μια ιδέα που συνεγείρει το μέσο Έλληνα, είναι αυτή που υποβάλλει ότι κουβαλάμε απείραχτο το ίδιο DNA με τους μαχητές στις Θερμοπύλες μέχρι σήμερα. Η αντίσταση διαμορφώνεται ως δομικό κύτταρο της ελληνικότητας, της ύπαρξης, του “είναι” μας. Μοιάζουμε ταγμένοι από μια κρυφή ειμαρμένη, της οποίας τις βουλές αναγιγνώσκουμε μόνο εμείς στις ώρες της κρίσης, να πολεμάμε, να κρατάμε τον πόντο μας, να περπατάμε προς την αυτοπραγμάτωση μας.
Πίσω στα τρια γεγονότα που ανέφερα στην αρχή. Η χρονική εγγύτητα τους ήταν η αφορμή να σκεφτώ τη θέση της αντίστασης στο δημόσιο λόγο. Κολλημένος στην κίνηση της Γρίβα Διγενή στις 15:04 της περασμένης Πέμπτης, δεν είχα πολλές εναλλακτικές, καθώς είχα παρατήσει την εναγώνια μου αναζήτηση για ένα ραδιοφωνικό σταθμό που δεν είχε ειδήσεις. Ήμουν δεσμώτης των ερτζιανών και δέσμιος των αυτοματοποιημένων ηλεκτρικών σημάτων ενός κεντρικού συστηματος ελέγχου κυκλοφορίας.
Αν μπορούσα να γίνω λίγο βέβηλος με την κατεστημένη σκέψη και τις συμβατικές πεποιθήσεις, θα έλεγα ότι το Πολυτεχνείο μαζί με τον ηρωϊκό Παναγούλη αποτελούν το συλλογικό άλλοθι ενός λαού που στο μέσο όρο έμεινε νωθρός και φοβισμένος έναντι των καταπιεστών του για 7 χρόνια. Κι αν είναι να μιλήσει κάποιος για αντίσταση, ας βγάλουμε το σκασμό κι ας ακούσουμε το Βασίλη Ραφαηλίδη, τον Αντρέα Λεντάκη και τους ανώνυμους καταδιωγμένους και βασανισμένους της χούντας. Οι εκφωνητές και οι όψιμοι αγωνιστές ας αρκεστούν στα κέρδη εξαργύρωσης. Ήδη, αυτά έφτασαν τα 40 σχεδόν χρόνια και η λευκή επιταγή της Μεταπολίτευσης έχει εξαντήσει το παρατράβηγμα όλων μας.
Κι έπειτα, η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, που έπιασε στον ύπνο την αγωνιζόμενη ηγεσία και τον αδούλωτο λαό, είναι κι αυτή μια χειμερινή ευκαιρία να φρεσκάρουμε τα μνημόσυνα του καλοκαιριού: παραξικοπήματι και εισβολή πρόσχωμεν. Από τα δυο αυτά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας, ξεπήδησαν εκατοντάδες αντιστασιακοί, των οποίων την προσμονή και την οργή η Πολιτεία εξαργύρωσε με αναγνώριση, οικονομικής και άλλης φύσης. Ας μην παρεξηγηθώ: το ζήτημα δεν είναι αυτοί που αντιστάθηκαν, αλλά οι υπόλοιποι που κρύφτηκαν πίσω τους την κρίσιμη ώρα, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, καθιστώντας τους σύμβολο αυτού που δεν υπήρξε ποτέ: της δικής τους αντίστασης.
Και τέλος-τέλος, στα πιο πρόσφατα: ακούγοντας τις δηλώσεις των υποψηφίων δημάρχων της Κερύνειας, που μιλούσαν για την ανάγκη(;) συνέχισης(;) του αγώνα(;) για την πόλη τους, σκέφτηκα ότι η ρητορική της αντίστασης έχει διαποτίσει ακόμα και το ακροτελεύτιο κύτταρο του εγκεφάλου μας. Με αυτή, καθώς και με άλλες λέξεις-κλειδιά, συνεχίζουμε τον υποκριτικό μας διάλογο για δεκαετίες, ενώ οι παραδοχές και οι αποκαλύψεις των πραγματικών μας σκέψεων συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα πίσω από κλειστές πόρτες.
Τελικά, σκέφτηκα, καθώς άναβε πράσινο επιτέλους, το πρόβλημα μου με την άποψη που υποστηρίζει το “τζεινοι που τζει, τζι εμείς ποδα”, είναι ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα ξεμείνω με κάποιους από εσας στην από εδώ πλευρά του νησιού. Χαμογέλασα πίσω από το τιμόνι του οδηγού, πάτησα γκάζι και ξεχύθηκα στην άσφαλτο. Τι ειρωνεία: εγκατέλειπα την οδική αρτηρία που είχε αφιερωθεί στον Στρατηγό…