Μια ματιά στην ανασκόπηση του 2011 που ετοίμασε η εφημερίδα αυτή, ήταν αρκετή για να επιβεβαιωθεί η αίσθηση μελαγχολικού κλεισίματος της χρονιάς. Οι σελίδες της ανασκόπησης προβάλλουν και φωτίζουν εκτυφλωτικά τις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες των ανθρώπων του τόπου μας. Το πραγματικό μας πρόσωπο, ο γυμνός εαυτός μας, όσα βλέπουμε μόνοι στον καθρέφτη και γρήγορα-γρήγορα απωθούμε στο πίσω μέρος του μυαλού βρίσκουν τη θέση τους στις σελίδες του εντύπου.
Το 2011 θα κουβαλάει για χρόνια την αιθάλη που άφησε το Μαρί στη συλλογική μας συνείδηση. Το πόρισμα Πολυβίου και η κατ’ ευφημισμόν πολιτική συζήτηση που ακολούθησε απέτυχαν όχι μόνο να δώσουν ξεκάθαρα το μέτρο της ευθύνης, αλλά απέδειξαν ότι ακόμα και μια καταστροφή αυτού του μεγέθους δεν στάθηκε ικανή για να μας αλλάξει μυαλά. Αντίθετα, χαράξαμε ο καθένας τα σκληρά σύνορα της προσωπικής του αλήθειας και πολεμήσαμε άγρια όποιον δεν τα αναγνώρισε. Μέσα σε 7 χρόνια, δύο δυσάρεστες εμπειρίες, το δημοψήφισμα και το Μαρί, δοκίμασαν τις αντοχές και το αληθινό βάθος του νοητικού και συναισθηματικού μας πεδίου. Δεν βγήκαμε καλύτεροι ή πιο δυνατοί, ούτε και διαφορετικοί. Μια καταραμένη μοίρα φαίνεται να είναι δεμένη στα ποδάρια μας σαν τεράστια σιδερόμπαλα.
Όμως πέρα αυτά, ο τόπος μας, η κοινωνία μας, οι άνθρωποί μας δεν κατάφεραν να παραγάγουν κάτι, να αποδείξουν ότι το περιβάλλον που προσφέρουν συνέτεινε στην ανάδειξη των καλύτερων ή στην επίτευξη μιας δημιουργίας. Επιβλήθηκε, αντιθέτως, ένα αρχοντοχωριάτικο βαυκάλισμα για το τι θα γίνει στην περίπτωση που τα αποθέματα του ορυκτού θαλάσσιου πλούτου είναι σημαντικά. Αυτή είναι η γλώσσα προγραμματισμού στον εγκέφαλο του μέσου ηλίθιου συμπολίτη μας: η ανταποδοτική ωφέλεια που μετριέται μόνο σε μετρητά. Στο πιο καθημερινό επίπεδο, η νοοτροπία αυτή συμπυκνώνεται στην ερώτηση «Είσαι ευχαριστημένος;» που αν απαντηθεί κατά τρόπο που δεν ικανοποιεί τον ερωτώντα, διατυπώνεται ευθέως: «Δηλαδή, πόσα πιάνεις;».
Να μην ξεχάσω να αναφερθώ και στο έλλειμμα ηγεσίας, το οποίο δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς αρχηγούς, τους πολιτειακούς αξιωματούχους και τα κονκλάβιά τους. Το πρόβλημα εκτείνεται σε όλους εκείνους που εκπροσωπούν τις πάσης φύσεως συλλογικότητες: συντεχνίες, επαγγελματικές ομάδες, αθλητικά σωματεία και πάει λέγοντας. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει κανείς ότι ο υπέρτιτλος πάνω από το έργο που ονομάζεται Κυπριακή Δημοκρατία είναι «η συνωμοσία των μετριοτήτων». Αυτό που με φοβίζει περισσότερο είναι η υποψία ότι όλοι αυτοί δεν είναι παρά το καθρέφτισμα όσων τους διάλεξαν.
Και τέλος-τέλος, αξίζει να υπενθυμίσουμε και τη σταδιακή επανάκαμψη της θρησκοληψίας και την εντεινόμενη παρεμβατικότητα της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή του τόπου. Την ώρα που στην Ελλάδα ξεσκεπάζονται απάτες με κυπριακή πατέντα, οι εκπρόσωποι της κυπριακής Εκκλησίας νοσταλγούν την προ Διαφωτισμού περίοδο. Λίγο καιρό πριν θα μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα συνέβαινε, αλλά πλέον με ξαφνιάζει η μεσαιωνική ριζοσπαστικοποίηση ενός κομματιού της κοινωνίας μας.
Με τις πολιτικές αψιμαχίες, την ανεύρεση της αλήθειας στη θρησκεία, το κάφρικο οπαδιλίκι του Σαββατοκύριακου και τη μονοπώληση των τηλεοπτικών μας δεκτών από έναν άπατο οχετό, αποκρύπτεται μια απλή διαπίστωση: ήμασταν και φέτος λίγοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου