27 Ιουνίου 2012
24 Ιουνίου 2012
Πατρίδα
Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν’ οι κάμποι;
Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην εἶναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ᾿ άστρα της τα φωτεινά;
Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην εἶναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ᾿ άστρα της τα φωτεινά;
Ιωάννης Πολέμης, “Τι είναι η πατρίδα μας”
Την βρίσκω διαρκώς και την χάνω. Μου γλιστράει, με
κοροϊδεύει, δεν είναι παρά ένα επινόημα του νου. Είναι τα παιδικά μου χρόνια,
το φως από τη Μεσαορία, η ώχρα και τα μαυριδερά πρόσωπα. Είναι το κυμάτισμα μιας
σημαίας, ο βρόντος από το παράγγελμα “προσοχή” στο ΚΕΝ Λάρνακας, η μυρωδιά από
το θερισμένο χωράφι. Είναι ένα απέραντο πορνείο, τα καμπαρέ απέναντι από το δημαρχείο
της πρωτεύουσάς της και η τσίκνα από τα φαστφουντάδικα. Είναι οι εμπρησμοί των
πρακτορείων στοιχημάτων, οι τελειωμένοι τύποι που συνοδεύονται από “έναν
γέναικο” στις 3 η ώρα το πρωί, οι ορδές οπαδών που αλληλοκυνηγιούνται γύρω από
τα γήπεδα. Είναι η ανακύκλωση προσώπων στις θέσεις εξουσίας, η επικράτηση της
κουτοπονηριάς ως συναλλακτικό ήθος, οι μικροαστισμοί που ψυχαναγκάζουν τόσο
κόσμο. Είναι τα λόγια που επαναλαμβάνονται, οι υπόγειες διαμάχες, η δειλία μας
να συγκρουστούμε. Είναι η υγρασία του πρωινού και οι 43 βαθμοί Κελσίου, οι
βροχές του Μαΐου και η μυρωδιά της Μεγάλης Παρασκευής.
Προσπαθώ να την ορίσω, μα αποτυγχάνω. Αν είναι το
άθροισμα όλων μας, χάνω το λογαριασμό, κι αν είναι η πολλαπλασιαστική μας
δυνατότητα, τότε αδυνατώ να υπολογίσω. Κι αν από όλα αυτά, αφαιρέσουμε τα
ελλείμματα, τις αδυναμίες και το μπόι μας, τι μένει; Μήπως οι φανατικοί της
κερκίδας που είναι γαντζωμένοι σε ένα σύμβολο; Ή όσοι σιωπούν από μετριοπάθεια,
δισταγμό και φόβο; Κι είναι, επίσης, όλοι αυτοί που από υπερφίαλο εγωισμό,
αμετροέπεια και έπαρση νομίζουν πως μπορούν να αγνοούν την κανονιστική δύναμη
του πραγματικού; Τι είναι η πατρίδα μας; Είναι και το «άλλο» μας μισό; Οι
δακρύβρεχτες ιστορίες, τα αφόρητα κλισέ, ο θρήνος και ο αυτοοικτιρμός για το
κακό το ριζικό μας;
Δεν είναι τίποτα, είναι όλα όσα δεν αγαπώ κι όλα
όσα με άλλαξαν. Όλα όσα δεν με αφήνουν να επιστρέψω στον εξιδανικευμένο
εσωτερικό τόπο, όσα μπλοκάρουν την έξοδο κινδύνου που φτιάχνει το φαντασιακό.
Είναι τα βαρίδια, οι πληγές και οι εσωτερικές, σιωπηλές προδοσίες. Είναι μια
χώρα που φτιάχτηκε από όσους μισήθηκαν θανάσιμα, που δεν την πίστεψε κανένας,
που την θυμούνται από ιδιοτέλεια και για προσπορισμό. Είναι εδώ που επινοήθηκε
το «κρύψε να περάσουμε» και το «απ’ όν σηκώνει π’ όσσω σου...». Είναι λιβάδια από νεκρούς, χιλιάδες
εξαφανισθέντες, μνήμες ανθρώπων καταδικασμένες στη λήθη του χρόνου. Μα ίσως να
είναι μόνο τα ξημερώματα στην παραλία, η αλληλεγγύη από έναν άγνωστο, η μια καλή κουβέντα.
17 Ιουνίου 2012
Ημερολόγιο ΙΘ’
Πήραμε τον ίσιο
δρόμο που οδηγούσε στην Αμμόχωστο. Δεξιά κι αριστερά, η πεδιάδα. Ο ήλιος
έλαμπε. Μια σειρά από ασημιά σύννεφα έφτιαχναν ένα περίεργο συρμό προς την
Καρπασία. Σαν να μας έδειχναν τον δρόμο. Η πυξίδα μέσα μου έδειχνε σταθερά στην
ανατολική ακτή. Μας πήρε ώρα να φτάσουμε. Οι συμπατριώτες έχουν πάρει στα
σοβαρά το όριο ταχύτητας και οι κάμερες της τροχαίας σε σημαδεύουν διαρκώς.
Πλησιάζοντας στην Αμμόχωστο, άρχισαν να εμφανίζονται κάτι φαραωνικά κτίσματα.
Ξενοδοχεία, τεράστιες πολυκατοικίες, φάτσες Ανατολής, τσίκνα από κακό κεμπάπ. Ο
ήλιος της Κύπρου μας ζαλίζει όλους – φαίνεται σχεδόν παράδοξο να έχει τρέξει
τόσο αίμα σε αυτό τον τόπο. Σκεφτείτε το καθώς αντικρίζετε έναν καλοκάγαθο
κοιλαρά κυπραίο.
Το πήραμε προς
τα πάνω, η θάλασσα πια σταθερά στα δεξιά μας. Μετά το Μπογάζι, η γη αλλάζει. Η
σκόνη της Μεσαορίας είναι πια πίσω μας και το πράσινο επιχειρεί να ορίσει την
επικράτεια του. Κάτι γίνεται εδώ, κάτι συμβαίνει. Στο μεταξύ ο ήλιος ψηλά κι
εγώ θυμάμαι όλες τις προηγούμενες φορές. Ανυπομονώ να περπατήσω την ψιλή άμμο
στη Golden Beach, μα την ίδια στιγμή θέλω να κρατήσει η
διαδρομή όσο πιο πολύ γίνεται. Πάντα τα ασυμβίβαστα πάλευα μέσα μου. Από εκεί
και πέρα, οι εικόνες της Κύπρου που ορθώνονται μπροστά μου, είναι οι εικόνες
μιας Κύπρου που άκουσα μέσα απο διηγήσεις, από παλιές ιστορίες που δεν είμαι
βέβαιος πόσο νοθεύτηκαν από τη δική μου προσαρμογή. Σκέφτομαι όσους δεν πέρασαν
από εδώ. Σέβομαι την επιλογή τους, όπως σέβομαι ιδανικούς αυτόχειρες και όσους
αυτοακρωτηριάζονται. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω πως μπορείς να στερείς τον
εαυτό σου από την πραγματική αίσθηση του τόπου σου. Η αίσθηση της γης είναι
αδιαμεσολάβητη, αρχέγονη, ούτε υπακούει στους νόμους των ανθρώπων.
Τα σύννεφα
έδειχναν απειλητικότερα, πύκνωναν και μαύριζαν. Στιγμές-στιγμές έκρυβαν το
ήλιο, μα στο τέλος νικήθηκαν από την παλιά δύναμη του κυπριακού καλοκαιριού. Στα τελευταία χιλιόμετρα, λειβάδια από
γαιδουράγκαθα με μωβ άνθη έφτιαχναν ένα απρόσμενο σκηνικό με φόντο την ώχρα των
σπαρτών. Ένιωθα σαν μικρή, μαύρη φιγούρα σε ένα πίνακα του Βαν Γκογκ. Φτάσαμε,
παρκάραμε και κινηθήκαμε σιωπηλοί στην παραλία. Εμείς και ακόμα 10 το πολύ
ξένοι, αληθινά ξένοι, από αυτούς που έρχονται στο νησί για να φύγουν
κοκκινισμένοι και ξιπετσιμένοι. Η θάλασσα γυαλί και κρύα, βούτηξα χωρίς πολλά
πολλά: εκείνη η υπέροχη αίσθηση του πρώτου μπάνιου που φεύγει από πάνω σου όλη
η σκουριά του χειμώνα. Αναδύθηκα και πήρα ανάσα. Απέναντι οι θίνες στραφτάλιζαν
στο φως. Κι ύστερα έξω. Κάτω από το μαύρο φως του μεσημεριού έγειρα και
κοιμήθηκα, μέχρι που ένα χέρι, που έψαχνε κάτι, με τράβηξε από την άβυσσο των
ονείρων μου. Δεν θυμάμαι τι είδα – θυμάμαι, όμως, όσα ένιωσα.
10 Ιουνίου 2012
Φαυλότητα και δημοκρατία: δύο σκέψεις
«Στην πολιτική
όπως και στη ζωή, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται
από τους κατάλληλους ανθρώπους, γι’ αυτό και είναι απαραίτητο να υπάρχουν
εγγυήσεις ότι θα απομακρύνονται από τα δημόσια αξιώματα όσοι επιμένουν σε
εσφαλμένες αποφάσεις».
Μάρτιν Λη
Αφορμή για τις γραμμές που σύρονται στάθηκε η ανάγνωση του
βιβλίου «Γιατί δημοκρατία» του John Keane. Οι 118 σελίδες του διαβάζονται απνευστί: μια από τις χάρες
του βιβλίου είναι η σύνθεση της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας με κρυστάλλινα
αρθρωμένους συλλογισμούς, μακριά από πολύπλοκα σχήματα και λεκτικές
φιοριτούρες. Το βιβλίο ωθεί στο στοχασμό πάνω στο πολιτειακό σύστημα εντός του
οποίου βρίσκει κάθε πολίτης τον εαυτό του. Να, λοιπόν, δύο σκέψεις που επιχειρούν
να πλαισιώσουν τη συζήτηση για την Κύπρο.
Η πρώτη αναφέρεται στο απαρχαιωμένο, δυσλειτουργικό και
συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα της Κύπρου. Με την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων
από τις συνταγματικά προβλεπόμενες θέσεις και αξιώματά τους, η εσωτερική
λειτουργία του πολιτειακού συστήματος, με τον αμοιβαίο έλεγχο και δικαιώματα
αρνησικυρίας, ανατράπηκε. Έκτοτε, ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξασκεί
μια συντριπτική σε εύρος και βάθος εξουσία, καθιστώντας τα συνταγματικά πρωτεία
άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο νεκρό γράμμα. Η
χάραξη πολιτικής σε όλο το εύρος των πολιτικών ζητημάτων και οι διορισμοί σε
σημαντικές θέσεις νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και συνταγματικών θεσμών
δημιουργούν ένα ασφυκτικό εναγκαλισμό της εκάστοτε κυβερνώσας παράταξης στα latu senso δημόσια
πράγματα.
Συστημικές δικλείδες ασφαλείας, ουσιαστικός κοινοβουλευτικός
έλεγχος, εποπτικός ρόλος ανεξαρτήτων αρχών και ανάλογα εργαλεία που βρίσκονται
σε σοβαρές αστικές δημοκρατίες δυτικού τύπου απουσιάζουν. Οι κύριες συνέπειες
εντοπίζονται στο ανέλεγκτο της δράσης του εκάστοτε Προέδρου και στη στρέβλωση
της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και της ίδιας της δημόσιας υπηρεσίας,
ως μηχανισμού εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής. Στο τέλος-τέλος, το
παιχνίδι παίζεται στη μια ή δύο ζαριές των προεδρικών εκλογών με τον νικητή να
τα παίρνει όλα για πέντε χρόνια. Το σύστημα επιτρέπει σε όλους την πρόσβαση
στην εξουσία – και σε αυτούς περιλαμβάνονται ακόμα και οι φαυλότεροι εκπρόσωποι
της πολιτικής τάξης. Η κυπριακή πολιτική πραγματικότητα δίνει ένα πικρό μάθημα για το που μπορεί να οδηγήσει αυτή η
κατάσταση. Αν αυτό δεν κτυπάει το συναγερμό για τη δημοκρατία, τότε οφείλουμε
να αναρωτηθούμε τι άλλο χρειάζεται να συμβεί. Αυτό που απαιτείται είναι μια
σαρωτική πολιτειακή αλλαγή. Δεν είναι ιδεολογική επιλογή, είναι επιλογή
επιβίωσης.
Εστιάζοντας λίγο βορειοδυτικότερα, στην Ελλάδα, μπορεί κανείς
να δει ακόμα ένα εν τοις πράγμασι πικρό μάθημα. Η επί δεκαετίες φαύλη
διακυβέρνηση από το δικομματισμό οδήγησε στις συνέπειες που σήμερα τόσο σκληρά
βιώνει η χώρα αυτή, επιστρέφοντας στον καιρό της Ψωροκώσταινας. Η είσοδος της
Χρυσής Αυγής με 7% στη Βουλή των Ελλήνων και η άθροιση της ακροδεξιάς στο 10%
του εκλογικού σώματος αποδεικνύει τη διαβρωτική δράση της φαυλότητας επί της
δημοκρατίας. Ένα μέρος των πολιτών, κουρασμένο, απογοητευμένο, οργισμένο με το
πάρτι που κράτησε για δεκαετίες φαίνεται να αμφισβητεί ευθέως την αναγκαιότητα
και τη χρησιμότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κι αν αυτό ακόμα το
παράδειγμα δεν είναι αρκετό, ας αναλογιστούμε την ανάδειξη του Μουσολίνι και
του Χίτλερ στην εξουσία: με δημοκρατικές εκλογές και σταδιακή νομιμοποίηση των
πολιτικών τους προταγμάτων στις συνειδήσεις του κόσμου.
Αν πριν 5 χρόνια έλεγες σε κάποιον στην Ελλάδα ότι η Χρυσή
Αυγή θα λάμβανε 7%, μάλλον θα κάγχαζε. Κρατήστε το κείμενο για τις βουλευτικές
εκλογές του 2016…
3 Ιουνίου 2012
Είναι...
Είναι Ιούνιος του 1986.
Φοράμε όλοι κοντά παντελόνια και άσπρα
φανελάκια.
Στον τοίχο κρέμονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες
αντρών – ούτε μία γυναίκα – και τα τετράδιά μας έχουν στο εξώφυλλό τους εικόνες
που χαράζονται από μια διαγώνια γραμμή. Λέμε τραγούδια και μικρά ποιηματάκια,
σαν χαριτωμένα παπαγαλάκια σε κλουβί.
Κάνει
ζέστη και στην αυλή του Ελενείου καίγονται τα πέλματά μας.
Πάνω
από τον πίνακα είναι τοποθετημένη η φωτογραφία ενός κυρίου με μαύρα ρούχα και
από κάτω μια κόκκινη μουντζούρα.
Προσπαθώ να την αντιγράψω στα χαρτιά μου, αλλά
με μπερδεύει, είμαι αδέξιος και το αφήνω.
Το χειρότερο πράγμα που μπορούσε να συμβεί
ήταν να μην παίξεις μπάλα το απόγευμα.
Είναι Φεβρουάριος του 1993.
Μια συμμαθήτριά μου κυκλοφορεί με ένα
αυτοκόλλητο που γράφει «ΠΑΚ» στο πουλόβερ της.
Στην τηλεόραση εμφανίζονται καθημερινά πλάνα
από εκτοξεύσεις πυραύλων, καθώς και διάφοροι typical Κυπραίοι με φαλάκρα,
κοιλιά και σοβαροφανή καλαμαρίστικη προφορά.
Λίγους μήνες πριν, όταν κατεβήκαμε στις
διαδηλώσεις, κάποιοι πλακώθηκαν με αφορμή την ελληνική και την κυπριακή σημαία.
Δεν είχα καταλάβει ακριβώς γιατί, κι εξάλλου
είχε αρχίσει ένας πετροπόλεμος στη νεκρή ζώνη που φαινόταν πιο ενδιαφέρων.
Μια αγροτική κοινωνία ταπεινοφρόνων, μα και
ταυτόχρονα κρυψίνοων ανθρώπων, αλώνεται συνειδησιακά και μετατρέπεται σε
στρατόκαυλη ορδή λογιστών, δικηγόρων και γραφιάδων.
Εμείς είμαστε η πρώτη ύλη, αλλά δεν το ξέρουμε
ακόμα.
Είναι Αύγουστος του 1998.
Είμαστε δώδεκα άντρες κοπελλούθκια στο φυλάκιο επί
του υψώματος και από κάτω λειτουργεί το εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων.
Η αποφορά του φτάνει σ’ εμάς, την ώρα που η
θερμοκρασία χτυπάει 40άρια.
Το ύψωμα ονομάζεται Μπαρσάκ, που σημαίνει
«έντερο» στα τούρκικα. Τι ειρωνεία: από κάτω μας αναδεύονται αργά και σταθερά
όλα τα σκατά της ελληνοκυπριακής Λευκωσίας.
Ένας
ταξίαρχος μας κάνει εξωτερική έφοδο και βλέποντας τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά»
με ρωτάει υποτιμητικά αν διαβάζω κομουνιστικά βιβλία.
Δεν δίνω καμιά απόκριση.
Έχω όμως μια απάντηση:
«395 κι απόψε, μαλάκα».
Την κρατάω για τον εαυτό μου.
Είναι Δεκέμβρης του 2003.
Στη Θεσσαλονίκη κάνει κρύο, αλλά οι
συμφοιτητές μου κι εγώ ποζάρουμε περιχαρείς με τα πτυχία ανά χείρας.
Έχουμε ένα βλέμμα ανεμελιάς και μέσα από το
τούνελ του χρόνου φτάνει εκκωφαντική η άγνοιά μας για τον κόσμο έξω από τους στενούς
ορίζοντες της πατρίδας και των όσων γνωρίζουμε.
Πιστεύουμε ότι θα είμαστε για πάντα 24 χρονών
και θα πίνουμε μπίρες μέχρι τα ξημερώματα.
Οι περισσότεροι στο ενδιάμεσο παντρεύτηκαν,
έκαναν παιδιά, πήραν δάνεια και είναι σε σπίτια καλά βολεμένοι.
Εγώ πλέον φτιάχνομαι με δύο μόνο μπίρες.
Το χειρότερο είναι ότι μετά τα μεσάνυχτα
νυστάζω αφόρητα.
Είναι Απρίλης του 2004.
Οι άνθρωποι τελούν σε μια ακραία ψυχολογική
κατάσταση, συνεπικουρουσών των προπαγανδιστικών καταχωρίσεων για το
δημοψήφισμα.
Μια Τουρκοκύπρια ανεμίζει την ευρωπαϊκή σημαία
σε μια πλατεία, την ώρα που χιλιάδες καρτέλες του «όχι» υψώνονται από
ελληνοκυπριακά χέρια σε αίθουσες συγκεντρώσεων.
Ένας λαός με σχιζοφρένεια.
Αποχαιρετάμε οριστικά την προοπτική λύσης,
πεπεισμένοι ότι αντισταθήκαμε σε ακόμη ένα σατανικό σχέδιο αφελληνισμού του
νησιού.
Έκτοτε, η βόρεια Κύπρος μετατρέπεται σε ένα
απέραντο εργοτάξιο και η απ’ εκεί Λευκωσία μοιάζει με ταξίδι σε ξένη χώρα, κάθε
φορά ακόμα πιο ξένη.
Είναι Ιούνης του 2012.
Οι κρόταφοί μου έχουν αρχίσει να ασπρίζουν και
από τις ιστοσελίδες διαβάζω τα ίδια πράγματα που άκουγα παλιά.
Δίκαιη,
βιώσιμη και λειτουργική λύση, η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς και πάει λέγοντας.
Μαζί με αυτά και μερικά καινούργια: κρίση, χρέος, οι μετανάστες, επιδόματα,
σχέδιο διάσωσης, φυσικό αέριο.
Ένα νέο
λεξικό για μια άλλη κατάσταση ανάγκης διαποτίζει τα εγκεφαλικά μας κύτταρα και
οι περισσότεροι μιλάνε με τη νεατερνταλική newspeak των ΜΜΕ.
Έχω
χαθεί με πολύ κόσμο αλλά αυτό που με κάνει να νιώθω ανάπηρος είναι να βρεθώ σε
μέρος χωρίς wi-fi.
Έχω
λιγότερες βεβαιότητες από ποτέ…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)