26 Αυγούστου 2012

Μπορούμε καλύτερα!



Μία από τις πιο διαβρωτικές συνέπειες του «πολιτικού κεκτημένου» που μας κληροδοτεί η παρούσα πενταετία είναι η πεποίθηση που έχτισε σε πολλούς συμπολίτες μας ότι όποιος κι αν είσαι, όπως κι αν είσαι, ασχέτως τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, μπορείς να έχεις τη δική σου ευκαιρία να αναρριχηθείς στην ιεραρχία, να διοριστείς κάπου, να καταξιωθείς σε δημόσιο αξίωμα. Υποψιάζομαι ότι το ΑΚΕΛ μελέτησε προσεκτικά τον παλιό του κυβερνητικό εταίρο, το ΔΗΚΟ, και έμαθε την αγοραία γλώσσα της δημόσιας υπηρεσίας και το λεξιλόγιο των μόρτηδων της εκδούλευσης. Επεξέτεινε, έτσι, τους ορίζοντες της δύναμης που έχει η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας στην Κύπρο.
Η θέση αυτή εγείρει πολύ συχνά αντιρρήσεις. Κατ’ αρχάς, μυρίζει ελιτισμό από χιλιόμετρα και φαίνεται να προκρίνει την αναπαραγωγή μιας ταξικής διάρθρωσης στον εργασιακό χώρο της δημόσιας υπηρεσίας και στην κατοχή δημοσίων αξιωμάτων. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι όσοι με τη δική τους θέληση πιστώνονται στον συγκεκριμένο κομματικό χώρο, δεν έχουν αυτομάτως και τα αναγκαία προσόντα ή ικανότητες για το πόστο που κατέχουν. Κι αυτό λειτουργεί απελευθερωτικά για κάθε μίζερη μετριότητα (ή, έτι χειρότερο, κάποιον κάτω του ορίου αυτού) που κυκλοφορεί ανάμεσά μας: αφού ακόμα και ο τάδε έγινε πρόεδρος, βουλευτής, υπουργός, διευθυντής, υπεύθυνος, αξιωματούχος, τότε γιατί όχι κι εγώ; Κι αν οι σταχανοβιστές κομισάριοι κατάφεραν να διαχειριστούν όπως διαχειρίστηκαν την εξουσία τα τελευταία χρόνια, οι κομματικοί μουτζαχεντίν της απέναντι πλευράς έχουν λύσει κιόλας τα ζωνάρια τους. Οι εφημερίδες αναφέρουν ότι ήδη υποβάλλονται αιτήματα στην Πινδάρου για τη συμμετοχή στο theme-πάρτι «καμένη γη» που θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο.
Μια άλλη αντίρρηση, ως άλλη όψη της προαναφερθείσας, είναι η κοινότοπη δικαιολογία που ακούγεται: είναι άλλοι που έκαναν τρισχειρότερα, οι S-300, το χρηματιστήριο, η μαύρη δεκαετία, η Hellas Jet και διάφοροι χιλιοπαιγμένοι άσοι, που ωστόσο δεν αρκούν για να κερδηθεί η παρτίδα. Αναρωτιέμαι αν η στάση αυτή εμπεριέχει οποιοδήποτε πολιτικό, πόσω δε μάλλον αριστερό, χαρακτήρα. Η προβολή των λαθών, των ιδιοτελειών και των προβλημάτων του άλλου δεν μπορεί να σε απαλλάσσει από την κριτική και την ευθύνη που έχεις για το τώρα, για τους δικούς σου χειρισμούς, για τις δικές σου μικρές κόπρους. Αυτή είναι η αλλαγή που ευαγγελίζεται η πρόοδος, ο εκσυγχρονισμός, η δικαιότερη κοινωνία;
Κι ύστερα πάλι, είναι το επιχείρημα των παλιών διώξεων και αδικιών, που υπέστησαν οι άνθρωποι του χώρου, το οποίο κατέληξε άλλοθι και εύκολη καταφυγή όταν η κριτική γίνεται πιο έντονη. Στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, κουτσοί, στραβοί, τυφλοί που μπορεί να πέρασαν κάποτε έξω από την Εζεκία Παπαϊωάννου, βαφτίστηκαν μέλη διοικητικών συμβουλίων, οργανισμών κοινής ωφελείας και ανεξάρτητοι αξιωματούχοι. Αυτό που μου μένει, ωστόσο, είναι ότι οι αγώνες και οι προσδοκίες των ανθρώπων που πίστεψαν γνήσια σε μια άλλη κοινωνία, εξαργυρώθηκαν φτηνά από αυτό τον συρφετό. Σχεδόν 90 χρόνια αγώνες και θυσία, πήγαν στράφι λόγω ενός κακογραμμένου αρχείου excel και του εν γένει ηλεκτρονικού αναλφαβητισμού που δέρνει τους συντρόφους. Η κεντρική ιδέα του έργου όμως είναι ότι η κυπριακή κοινωνία ζει τον δικό της α λα 1980 εκΠΑΣΟΚισμό.
Ας κλείσω έτσι: αν υπάρχει κάποιος δαιμονικά έξυπνος τρόπος για να μην εκλεγεί η Δεξιά, ας προταθεί η χρήση του «Μπορούμε καλύτερα!» στην προεκλογική της εκστρατεία. Είναι βέβαιο ότι ο φόβος της ματαίωσης των ονείρων των διάφορων επίδοξων σατραπίσκων θα οδηγήσει πολλούς συμπατριώτες μας στο enfant gâté της Εκκλησίας, στην επιτομή του παραδείγματος του «τίποτα» που η περιρρέουσα μετριότητα τον έκανε να πιστέψει ότι ακόμα και αυτός μπορεί να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας…


19 Αυγούστου 2012

Η νομιμιμοποίηση της ακροδεξιάς

Η άνοδος των εκλογικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής και η είσοδός της στη Βουλή φαίνεται ότι δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Τα νέα από την Ελλάδα συνεχίζουν να είναι ανησυχητικά: η Χρυσή Αυγή μοιράζει τρόφιμα, μόνο σε Έλληνες και κατόπιν επίδειξης ταυτότητας, και οργανώνει φονικά πογκρόμ, δρώντας αδιακρίτως και χωρίς καν το πρόσχημα κάποιας αφορμής. Η αιτία της δράσης της είναι ένας άλογος και ερεβώδης ρατσισμός, που μέρα με τη μέρα αποκαλύπτει όλο και περισσότερο τη μισανθρωπία του. Τίποτα καινούργιο εδώ από μια ακροδεξιά συλλογικότητα.

Η ανησυχητική διάσταση διαμορφώνεται από τρία διαφορετικά ζητήματα: πρώτον, από την αδράνεια του κρατικού μηχανισμού έναντι της δράσης της. Δεύτερον, από την υποψία ότι η δράση της ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και τις επιθυμίες ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας που ξεπερνά την εκλογική της βάση. Τρίτον, από την αμηχανία έναντί της όσων πολιτών αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί, δημοκράτες, προοδευτικοί κλπ.

Για το πρώτο ζήτημα, η ανοχή έναντι της δράσης της εδράζεται στις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τους μηχανισμούς καταστολής και το βαθύ δεξιό κράτος με τις ομάδες αυτές. Το κράτος παραχωρεί σιωπηρά το μονοπώλιο στην άσκηση βίας σε μια ομάδα με δεδηλωμένο σκοπό την επιβολή της τάξης, την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες, το ξεκαθάρισμα του κέντρου της Αθήνας. Το τίμημα, βέβαια, είναι ανθρώπινες ζωές, απηνείς διώξεις, σοβαροί τραυματισμοί από τη δράση μιας παρακρατικής οργάνωσης, που εμπίπτει ξεκάθαρα στις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Όταν η αστυνομία ξυπνά, είναι για να εκτελέσει τις επιχειρήσεις-σκούπα που καταλήγουν στη σύλληψη κυρίως νόμιμων μεταναστών.

Το πιο ανησυχητικό όμως είναι οι κουβέντες που θα ακούσεις στα σπίτια, στις παρέες, στον απλό κόσμο. Όλο και πιο συχνά, ακούγονται οι κουβέντες «καλά να πάθουν», «ήταν καιρός να γίνει κάτι», «αφού το κράτος δεν μπορεί…», «γεμίσαμε από δαύτους». Η βία της Χρυσής Αυγής, ακόμα και αυτή που αφαιρεί ζωές, νομιμοποιείται στη συνείδηση ενός μέρους της κοινωνίας που είναι μπουχτισμένη, αηδιασμένη και σε αδιέξοδο. Η βία που ασκεί στο όνομά τους η Χρυσή Αυγή είναι μια μικρή εκδίκηση για τους μικροαστούς που συνθλίβονται από την οικονομική κρίση και ψάχνουν αναγνώριση για τον πόνο τους και ένα χέρι να τους τραβήξει από τον βούρκο. Το οποίο κάνει με προσφυή τρόπο η Χρυσή Αυγή, διανέμοντας τρόφιμα, περιπολώντας στις γειτονιές, διώχνοντας τους μετανάστες, καταλαμβάνοντας τον ζωτικό χώρο που εγκατέλειψε το κοινωνικό κράτος και η ανθρωπιστική δράση ιδιωτικών φορέων. Η στρατηγική της αυτή λειτουργεί συντριπτικά έναντι των φωνών που ακούγονται για τον ουμανισμό, την πολυπολιτισμικότητα, την ανοχή και τη συνύπαρξη. Το παιχνίδι χάνεται καθημερινά στο κοινωνικό πεδίο και στην καθημερινότητα. Για την ώρα παραμένουμε αμήχανοι και χωρίς πρόταση επιστροφής με συγκροτημένη πρόταση στο παιχνίδι. Έχουμε όμως τον χρόνο πριν η παρουσία της ακροδεξιάς ριζώσει για τα καλά;

12 Αυγούστου 2012

Birds of a feather



Ήταν μια νύχτα με απίστευτη υγρασία στη Λεμεσό, την περασμένη Δευτέρα. Μπήκαμε στο χώρο του «Θεάτρου Ένα» στη Δημοτική Αγορά, που αποδείχθηκε μικρή για να χωρέσει τον κόσμο που ήρθε και ανεπαρκής ως προς τον κλιματισμό της. Ας είναι όμως, αφού το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Birds of a feather, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του 7ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Λεμεσού, κράτησε την προσοχή μας για τα 40 λεπτά που διήρκεσε. Ψάχνοντας το νόημα του τίτλου, βρήκα μια πειστική εξήγηση της έκφρασης που σημαίνει μια καθημερινή συνάντηση για να μιλήσεις επί παντός επιστητού. Πρόσωπα με γνώριμα χαρακτηριστικά, άνθρωποι του τόπου μας που δεν ξέρεις αν είναι Έλληνες ή Τούρκοι μέχρι να ανοίξουν το στόμα τους, περνούν από την οθόνη, με φόντο γνώριμες γειτονιές. Κι αφού το ανοίξουν, ξεκινά η συζήτηση, όχι επί παντός επιστητού, αλλά επί ενός πολύ συγκεκριμένου θέματος: της αντίληψης του καθενός μας και της εθνοτικής μας κοινότητας για τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, με μια ξεχωριστή ματιά στο θέμα των αγνοουμένων. Οι ιστορίες που ακούς μοιάζουν με κάτι που είχες ακούσει κάπου, από κάποιον, παλιά. Το ίδιο και η προσέγγιση των ανθρώπων που βίωσαν με τον πιο σκληρό τρόπο το βάδισμα της ιστορίας (νά ξανά η λέξη, με μια άλλη έννοια) στον τόπο. Ήταν το ’55, το ’63, το ’74, χρονιές που η μοίρα μάς αποκάλυψε το πρόσωπό της; Μήπως υπήρχε κάτι που θα μπορούσαν οι άνθρωποι της εποχής να κάνουν για να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων; Ποιος δεν αναμετρήθηκε με τέτοιες σκέψεις κάποια στιγμή; Όσα εξιστορούν οι πρωταγωνιστές, απλοί άνθρωποι που βρέθηκαν με ένα όπλο είτε στο χέρι είτε στο κεφάλι, άνθρωποι που κουβάλησαν για μια ζωή το άχθος του θύματος και του κυνηγημένου, είναι υλικά για τη δημιουργία και την αναζήτηση της αλήθειας. Που πολλές φορές αποδεικνύεται ότι δεν είναι μία, αλλά πολλές. Τι έγινε στην Αλόα, τη Μαράθα, τον Σανταλάρη και την Τόχνη; Γιατί ο Πάλμας έμεινε θαμμένος ως άγνωστος νεκρός στη Λακατάμια για σχεδόν τρεις δεκαετίες; Ποιος μας χρωστάει απαντήσεις; Ποιος τζόγαρε με τον πόνο των ανθρώπων; Έφυγα από την αίθουσα με πιο πολλές ερωτήσεις και αβεβαιότητες από όσες είχα μπαίνοντας. Μια δυσαρμονία με χτύπησε στο πρόσωπο ανάμεσα στη διαχείριση του πόνου που προκαλεί το να έρχεσαι κατάφατσα με 60 χρόνια ιστορίας και στην κενότητα του επαναληπτικού beat από τα μπαρ της περιοχής.
Κρατάω όμως κάτι. Δύο συγκινητικές στιγμές: η από αέρος εικόνα της Λευκωσίας, που με έκανε να θυμηθώ ότι σε αυτόν τον κύκλο με τα τόξα των προμαχώνων, έχω χωρέσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου.
Μα πάνω από όλα, η στιγμή που ο Σπύρος κοιτάει από κάποιο ύψος το νεκροταφείο της Γιαλούσας...

5 Αυγούστου 2012

Αποχαύνωση




Είναι 7 το πρωί και είμαστε στους δρόμους για άλλη μία φορά. Από το ανοικτό παράθυρό μου μπαίνει ένα γενναίο 87% υγρασίας και οι εικόνες από τους οδηγούς στα άλλα αυτοκίνητα. Μοιάζουμε όλοι σαν ζόμπι που εκτελούν το τυπικό της ίδιας ρουτίνας καθημερινά: βαρύ ξύπνημα, καφές, αυτοκίνητο, η δυσθυμία άλλης μίας ημέρας εργασίας, κλειδιά, κίνηση, βρίσιμο, φονικές της νοημοσύνης ραδιοφωνικές εκπομπές με πολιτικούς, γραφείο, χαρτούρα, τηλεφωνήματα και πάει λέγοντας. Αν είσαι τυχερός ή προσεκτικός, το εφτάμισι-δυόμισι μπορεί να περιέχει και 2-3 στιγμές που ανακτάς την κυριαρχία σου και τον έλεγχο του εαυτού σου. Είναι οι στιγμές της προσωπικής διερώτησης: τι κάνω, γιατί το κάνω, τι θέλω, θέλω να είμαι εδώ και πάει λέγοντας. Ίσως οι ερωτήσεις να αλλάζουν, αναλόγως της διάθεσης και των γεγονότων (ή της έλλειψής τους) στα πιο βαθιά, τα πιο προσωπικά, αυτά που ανήκουν στην επικράτεια της εσωτερικής χώρας, αυτής που όλο και πιο αραιά επισκέπτεσαι.
Προσπαθώ να βρω τις αιτίες των δεινών του καθενός, αλλά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που έχω στη διάθεσή μου για να παρατηρήσω τους άλλους οδηγούς δεν μου αρκούν, παρά μόνο για ένα αδρό σκιτσάρισμα. Γυναίκες με κουρασμένα βλέμματα, με μια όψη ματαίωσης, υπόχρεες στη συμμόρφωση με τους ιδιώνυμους κανόνες του μικρόκοσμού τους. Άντρες που δέκα, δεκαπέντε χρόνια πριν ξεκινούσαν με κέφι και ζωντάνια, μα τώρα βρίσκουν τους εαυτούς τους συμπιεσμένους ανάμεσα σε δόσεις και τις παγοποιημένες θέσεις προαγωγής, με το όνειρό τους σκοτωμένο και με μικρές μόνες εκτονώσεις και φυγές σε πράγματα που στην τελική ανάλυση δεν είναι παρά ανόητα ξεσπάσματα.
Όλο αυτό, ενώ μοιάζει να συμβαίνει κάπου άλλου, σε κάποιον άλλο, σύρεται αργά και μέσα στον μικρόκοσμο του κάθε εξωτερικού και υποτιθέμενου αντικειμενικού παρατηρητή. Οι κουβέντες στις παρέες όλο και φυραίνουν, οι παλιές καλές αναλύσεις γίνονται πια σπάνια και ο καθένας κουβαλάει περισσότερο τα δικά βαρίδια. Νά μια αντίστιξη με τα χρόνια της αθωότητας και της πνευματικής ρώμης: με τον κίνδυνο της εξιδανίκευσης των παλιών καλών καιρών που όλα ήταν αλλιώς, θα έλεγα ότι όλο και λιγότερο αποκαλυπτόμαστε στον άλλο. Για τις αιτίες, θα χρειαζόταν πολλαπλάσιος χώρος κι έτσι το αφήνω. Το αποτέλεσμα όμως παραμένει ένα: αποχαύνωση. Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησε τις προάλλες ένας φίλος στο τηλέφωνο, η οποία συνέχισε να ηχεί επαναλαμβανόμενα στα αφτιά μου, μετά το τέλος της συνομιλίας μας. Όλο το υπόλοιπο βράδυ κουβαλούσα εκείνο το συναίσθημα που δημιουργείται όταν κάποιος περιγράφει με απλό τρόπο το αυτονόητο, που εκείνη την ώρα μοιάζει να είναι μια εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Τουλάχιστον, το σκέφτονται κι άλλοι…