Είναι 7 το πρωί και είμαστε στους δρόμους για άλλη μία
φορά. Από το ανοικτό παράθυρό μου μπαίνει ένα γενναίο 87% υγρασίας και οι
εικόνες από τους οδηγούς στα άλλα αυτοκίνητα. Μοιάζουμε όλοι σαν ζόμπι που
εκτελούν το τυπικό της ίδιας ρουτίνας καθημερινά: βαρύ ξύπνημα, καφές,
αυτοκίνητο, η δυσθυμία άλλης μίας ημέρας εργασίας, κλειδιά, κίνηση, βρίσιμο,
φονικές της νοημοσύνης ραδιοφωνικές εκπομπές με πολιτικούς, γραφείο, χαρτούρα,
τηλεφωνήματα και πάει λέγοντας. Αν είσαι τυχερός ή προσεκτικός, το εφτάμισι-δυόμισι
μπορεί να περιέχει και 2-3 στιγμές που ανακτάς την κυριαρχία σου και τον έλεγχο
του εαυτού σου. Είναι οι στιγμές της προσωπικής διερώτησης: τι κάνω, γιατί το
κάνω, τι θέλω, θέλω να είμαι εδώ και πάει λέγοντας. Ίσως οι ερωτήσεις να
αλλάζουν, αναλόγως της διάθεσης και των γεγονότων (ή της έλλειψής τους) στα πιο
βαθιά, τα πιο προσωπικά, αυτά που ανήκουν στην επικράτεια της εσωτερικής χώρας,
αυτής που όλο και πιο αραιά επισκέπτεσαι.
Προσπαθώ να βρω τις αιτίες των δεινών του καθενός, αλλά τα
ελάχιστα δευτερόλεπτα που έχω στη διάθεσή μου για να παρατηρήσω τους άλλους οδηγούς
δεν μου αρκούν, παρά μόνο για ένα αδρό σκιτσάρισμα. Γυναίκες με κουρασμένα
βλέμματα, με μια όψη ματαίωσης, υπόχρεες στη συμμόρφωση με τους ιδιώνυμους
κανόνες του μικρόκοσμού τους. Άντρες που δέκα, δεκαπέντε χρόνια πριν ξεκινούσαν
με κέφι και ζωντάνια, μα τώρα βρίσκουν τους εαυτούς τους συμπιεσμένους ανάμεσα
σε δόσεις και τις παγοποιημένες θέσεις προαγωγής, με το όνειρό τους σκοτωμένο
και με μικρές μόνες εκτονώσεις και φυγές σε πράγματα που στην τελική ανάλυση
δεν είναι παρά ανόητα ξεσπάσματα.
Όλο αυτό, ενώ μοιάζει να συμβαίνει κάπου άλλου, σε κάποιον
άλλο, σύρεται αργά και μέσα στον μικρόκοσμο του κάθε εξωτερικού και
υποτιθέμενου αντικειμενικού παρατηρητή. Οι κουβέντες στις παρέες όλο και
φυραίνουν, οι παλιές καλές αναλύσεις γίνονται πια σπάνια και ο καθένας
κουβαλάει περισσότερο τα δικά βαρίδια. Νά μια αντίστιξη με τα χρόνια της
αθωότητας και της πνευματικής ρώμης: με τον κίνδυνο της εξιδανίκευσης των
παλιών καλών καιρών που όλα ήταν αλλιώς, θα έλεγα ότι όλο και λιγότερο
αποκαλυπτόμαστε στον άλλο. Για τις αιτίες, θα χρειαζόταν πολλαπλάσιος χώρος κι
έτσι το αφήνω. Το αποτέλεσμα όμως παραμένει ένα: αποχαύνωση. Τη λέξη αυτή
χρησιμοποίησε τις προάλλες ένας φίλος στο τηλέφωνο, η οποία συνέχισε να ηχεί
επαναλαμβανόμενα στα αφτιά μου, μετά το τέλος της συνομιλίας μας. Όλο το
υπόλοιπο βράδυ κουβαλούσα εκείνο το συναίσθημα που δημιουργείται όταν κάποιος
περιγράφει με απλό τρόπο το αυτονόητο, που εκείνη την ώρα μοιάζει να είναι μια
εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Τουλάχιστον, το σκέφτονται κι άλλοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου