Πριν δύο Κυριακές, ένα ήρεμο και φωτεινό πρωϊνό, ο
δρόμος μου με πήρε από τη μια άκρη της Λεωφόρου Κυρηνείας στην άλλη. Στη
σύντομη διαδρομή της, βρίσκει κανείς τρεις εκκλησίες: τον Άγιο Νεκτάριο, τον
Απόστολο Ανδρέα και τη νεόδμητη Αγία Βαρβάρα. Αν συνυπολογίστει και ο Άγιος
Γεώργιος της Αθαλάσσας, βρίσκεται ήδη μια υπερσυγκέντρωση εκκλησιών στην περιοχή.
Αν και κάποιος θα μπορούσε να διερωτηθεί για την αναγκαιότητα τόσων εκκλησιών
σε μια τόσο μικρή γεωγραφική περιοχή, η έκπληξη ήρθε από τον αριθμό αυτοκινήτων
που ήταν σταθμευμένα έξω από αυτές, υποδηλώνοντας τον αριθμό των πιστών που
συνέρρευσαν στους ναούς.
Είναι ένα διαρκές φαινόμενο ή μήπως η κρίση οδηγεί
τον κόσμο πίσω στην πίστη; Υποψιάζομαι το δεύτερο. Οι καιροί της ευμάρειας,
επίπλαστης ή μη, είναι πια πίσω μας και οι γενιές καλούνται να επιτελέσουν
νέους ρόλους. Η νέα γενιά να αποδεχθεί ότι ίσως να μην ζήσει με το ίδιο βιοτικό
επίπεδο που είχαν οι προηγούμενοι και να συντηρήσει ένα συνταξιοδοτικό σύστημα
που θα διεκδικεί μερτικό από την καθημερινότητα της, χωρίς να υπάρχει εγγύηση
ότι και η ίδια θα ωφεληθεί αντίστοιχης μέριμνας. Η παλιότερη γενιά να βιώσει τη
συντριπτική ήττα του κυπριακού ονείρου: δεν θα κτιστούν σπίτια για τα παιδιά,
δεν θα υπάρξουν οικονομίες, δεν γίνονται ταξίδια στο εξωτερικό για ψώνια, δεν
θα ζουν πέρα και πάνω από τις πραγματικές δυνατότητες, ευελπιστώντας ότι στο
τέλος ο λογαριασμός θα πληρωθεί από το εφάπαξ, την ακίνητη ιδιοκτησία, τα
ομόλογα, γενικά από τα έτοιμα.
Απέναντι στα αδιέξοδα και τη βαναυσότητα της
καθημερινότητας, ο λόγος καρτερίας, υπομονής και προσδοκίας από το επέκεινα
φαίνεται να παρηγορεί, να φτιάχνει την παραμυθία, να δίνει στήριγμα. Υπάρχουν όμως
και λόγια, όπως αυτά του Επισκόπου Κύκκου Νικηφόρου, πριν από μήνες, που δεν
χωράνε στα προαναφερθέντα: «[ο Θεός] θέλοντας να μας ξυπνήσει από τον ηθικό λήθαργό μας, μεταποίησε την
ηθική και πνευματική κρίση, που για καιρό τώρα δέρνει την οικουμένη και σε
οικονομική κρίση [και] το έκανε αυτό γιατί
θέλει να μας σώσει. […] Η οικονομική κρίση είναι ευλογία. Είναι ευλογία Θεού
γιατί αποτελεί ένα ηχηρό χαστούκι, ένα ηχηρό ράπισμα, μια παιδαγωγική τιμωρία
από το Θεό για να μας ξυπνήσει, για να μας φέρει σε επίγνωση αληθείας, για να
μας ξαναφέρει πίσω στην ζεστή αγκαλιά του Σωτήρα μας Χριστού, που με λαχτάρα
μας περιμένει».
Δύο πράγματα μου
προκαλούν απορία: πρώτον, αν όντως ένας μέσος νοήμων άνθρωπος μπορεί να βρει
αποκούμπι σε αυτή την ανοησία και δεύτερον, αν δεν είναι προφανής σε όλους η
ειρωνία της αναντιστοιχίας του ρόλου της Εκκλησίας και της ζωής των ιεραρχών
της με το λόγο που ευαγγελίζεται. Για να είμαι ξεκάθαρος, το ζήτημα δεν είναι η
ατομική πίστη των ανθρώπων: ο καθένας μπορεί να πιστεύει ελεύθερα (στα πλαίσια
των ορίων που θέτει η Πολιτεία μας). Όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται, η επανάληψη
χρειάζεται για όσους επιμένουν να διαβάζουν ιδιοτελώς την ελευθερία ως δικαίωμα
της πλειοψηφίας.
Το θέμα είναι ο φτωχός πνευματικός λόγος των
ιεραρχών, η εκμετάλλευση της πίστης των ανθρώπων για τη μετατροπή της σε
οικονομική και πολιτική δύναμη στα χέρια λίγων, η ουδετεροποίηση της πολιτικής
σκέψης μέσω της μετάθεσης της ευθύνης και της ελπίδας στο μετά: η οικονομική
κρίση είναι τιμωρία από τον ουρανό για τα επί της γης ανομήματα, μια
διεστραμένη ισοπεδωτική τιμωρία για μια συλλογική ευθύνη, που μόνο οι
πεφωτισμένοι μπορούν να διερμηνεύσουν. Κι ακόμη, η οικονομική κρίση θα παρέλθει
μέσα από τη διαδικασία της επιστροφής στην Εκκλησία, της απόσυρσης από το
δημόσιο χώρο, της υπακοής στις διδαχές για την ηθική ανανέωση.
Δεν έχω θεολογικές
γνώσεις. Με τα λίγα που ξέρω, μπορώ ήδη να δω το χάσμα ανάμεσα στο λόγο του
Ευαγγελίου και τη διαστρέβλωσή του. Όμως, αυτή η πλευρά έχει λίγη σημασία. Το
σημαντικό είναι ότι ο κόσμος εκπαιδεύεται να μην σκέφτεται, να μην αντιδρά, να
μην ερευνά, να μην ζητά δικαιοσύνη. Αυτό κι αν είναι συλλογική τιμωρία για
όλους μας…