Να ’μαστε πάλι εδώ, σαν να μην πέρασε μια
μέρα από το 2008. Τότε που ήμασταν ξανά μέσα στη μεγάλη αρένα του Κολοσσαίου. Δεσμώτες
και φανατικοί οπαδοί, αδιάφοροι και κομματικά στίφη, θεατές και αδιάφοροι
περαστικοί. Ήταν και είναι ακόμα όλοι εκεί: τα
εθνικόφρονα σωματεία και οι λαϊκές οργανώσεις, οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ και οι
αντιστασιακοί, οι πνευματικοί τους επίγονοι και οι πάσης φύσεως μεταλλάξεις.
Παρέα με το ΔΗΚΟ, τον μπουμπουνοκέφαλο πατριωτισμό της ΕΔΕΚ, τους υπερφίαλους
Ευρωκόκους και τον τρισμέγιστο Μακαριότατο Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου να
δίνει το χρίσμα στον εκλεκτό. Α, να μην ξεχάσω και τον ηλεκτρονικό
αναλφαβητισμό των απερχόμενων!
Και τώρα είμαστε όλοι πάλι εδώ:
αριστεροί της πλάκας, ανεξάρτητοι υποψήφιοι, διψασμένοι για εξουσία δεξιοί,
όψιμοι υποστηρικτές της νέας κατάστασης πραγμάτων, υποψήφιοι των πολιτών που
ετοιμάζονται να κάνουν κόμμα. Με τους καταλόγους προγραφών, τη λίστα αιτημάτων,
τις παλιές επιταγές που έχει έρθει η ώρα της εξαργύρωσής τους. Είναι και οι
άλλοι. Αυτοί που βρήκαν τη φωνή τους ύστερα από χρόνια, που ξεμύτισαν από το
λαγούμι τους μετά από 10 ολόκληρα χρόνια: κλακαδόροι των ύπουλων μεθόδων όσων
εξουσίασαν από το 2003 μέχρι το 2008, σε χειμέρια νάρκη από το 2008 μέχρι
σήμερα. Και τώρα, έτοιμοι, με τα συμπαθητικά αυτοκολλητάκια τους στο πέτο, διαπρύσιοι
σημαιοφόροι που δίνουν διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης και ενώνουν δυνάμεις. Σας
οικτίρω.
Πέντε χρόνια μετά τις
τελευταίες εκλογές, η ανάδειξη της διαίρεσης σε αριστερούς και δεξιούς γίνεται
με τον ίδιο βλακώδη τρόπο και τη χρήση ξανά και ξανά του ίδιου παραεμπορίου του
φόβου. Οδηγούμαστε ξανά σε μια εκλογική διαδικασία ωσάν να πηγαίνουμε σε
ποδοσφαιρικό ντέρμπι των αιωνίων αντιπάλων. Όλο αυτό το τσίρκο ονομάζεται
πολιτικό σύστημα, όλη αυτή η παράσταση καλείται δημόσιος λόγος και κάποιοι από
εμάς εγκαλούμαστε για τη χλιαρότητά μας, τη μη ξεκάθαρη τοποθέτησή μας, τους δισταγμούς
και την κριτική. Όσοι διαλέγουμε να κάνουμε ένα βήμα έξω από τον κύκλο, είμαστε
διπλά παγιδευμένοι: οι μεν μας κατατάσσουν στους δε και οι δε μας θεωρούν κρυφούς
υποστηρικτές των άλλων: «ε, εντάξει, εσύ είσαι και λίγο αριστερός, εδώ που τα
λέμε» ή «καλά, εσύ έχεις γνωστούς εκεί μέσα». Ο σκύλος ανάμεσα στις δύο μάντρες
πεθαίνει νηστικός, λέει μια παλιά παροιμία.
Η αλήθεια είναι ότι η γενιά
μου, το πιο φωτεινό, δυναμικό και ικανό κομμάτι της τουλάχιστον, θάβεται ξανά
κάτω από τον όγκο του κομματικού σκουπιδαριού και δεν έχει θέση στην επετηρίδα
των μελών και στελεχών. Άλλοι διαλέγουν το μη χείρον βέλτιστον. Γίνονται έτσι συνοδοιπόροι
και άλλοθι στις πομπώδεις διακηρύξεις. Άλλοι αποσύρονται σε μια σιωπηρή
ιδιωτεία. Άλλοι ψάχνουν τη φυγή στα λεφτά, τις ταβέρνες και τις γκόμενες.
Ξεκίνησα λέγοντας ότι όλο αυτό
το σκηνικό με κάνει να νιώθω σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2008. Ίσως να
κάνω λάθος: πέντε χρόνια μετά, είμαι κιόλας 33 χρονών, με αρχές γκριζαρίσματος
στους κροτάφους, όχι πια θυμωμένος, αλλά απογοητευμένος, όχι πια με διάθεση
σύγκρουσης, αλλά αποφυγής των μαχών με βλάκες, χωρίς πολλές αντοχές μα ούτε και
προσδοκίες, με ελάχιστες βεβαιότητες και με την αγωνία αν κάπου εδώ θα ανάψει
το game over για μας…