24 Φεβρουαρίου 2013

Πέντε χρόνια μετά


Να ’μαστε πάλι εδώ, σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2008. Τότε που ήμασταν ξανά μέσα στη μεγάλη αρένα του Κολοσσαίου. Δεσμώτες και φανατικοί οπαδοί, αδιάφοροι και κομματικά στίφη, θεατές και αδιάφοροι περαστικοί. Ήταν και είναι ακόμα όλοι εκεί: τα εθνικόφρονα σωματεία και οι λαϊκές οργανώσεις, οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ και οι αντιστασιακοί, οι πνευματικοί τους επίγονοι και οι πάσης φύσεως μεταλλάξεις. Παρέα με το ΔΗΚΟ, τον μπουμπουνοκέφαλο πατριωτισμό της ΕΔΕΚ, τους υπερφίαλους Ευρωκόκους και τον τρισμέγιστο Μακαριότατο Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου να δίνει το χρίσμα στον εκλεκτό. Α, να μην ξεχάσω και τον ηλεκτρονικό αναλφαβητισμό των απερχόμενων!
Και τώρα είμαστε όλοι πάλι εδώ: αριστεροί της πλάκας, ανεξάρτητοι υποψήφιοι, διψασμένοι για εξουσία δεξιοί, όψιμοι υποστηρικτές της νέας κατάστασης πραγμάτων, υποψήφιοι των πολιτών που ετοιμάζονται να κάνουν κόμμα. Με τους καταλόγους προγραφών, τη λίστα αιτημάτων, τις παλιές επιταγές που έχει έρθει η ώρα της εξαργύρωσής τους. Είναι και οι άλλοι. Αυτοί που βρήκαν τη φωνή τους ύστερα από χρόνια, που ξεμύτισαν από το λαγούμι τους μετά από 10 ολόκληρα χρόνια: κλακαδόροι των ύπουλων μεθόδων όσων εξουσίασαν από το 2003 μέχρι το 2008, σε χειμέρια νάρκη από το 2008 μέχρι σήμερα. Και τώρα, έτοιμοι, με τα συμπαθητικά αυτοκολλητάκια τους στο πέτο, διαπρύσιοι σημαιοφόροι που δίνουν διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης και ενώνουν δυνάμεις. Σας οικτίρω.
Πέντε χρόνια μετά τις τελευταίες εκλογές, η ανάδειξη της διαίρεσης σε αριστερούς και δεξιούς γίνεται με τον ίδιο βλακώδη τρόπο και τη χρήση ξανά και ξανά του ίδιου παραεμπορίου του φόβου. Οδηγούμαστε ξανά σε μια εκλογική διαδικασία ωσάν να πηγαίνουμε σε ποδοσφαιρικό ντέρμπι των αιωνίων αντιπάλων. Όλο αυτό το τσίρκο ονομάζεται πολιτικό σύστημα, όλη αυτή η παράσταση καλείται δημόσιος λόγος και κάποιοι από εμάς εγκαλούμαστε για τη χλιαρότητά μας, τη μη ξεκάθαρη τοποθέτησή μας, τους δισταγμούς και την κριτική. Όσοι διαλέγουμε να κάνουμε ένα βήμα έξω από τον κύκλο, είμαστε διπλά παγιδευμένοι: οι μεν μας κατατάσσουν στους δε και οι δε μας θεωρούν κρυφούς υποστηρικτές των άλλων: «ε, εντάξει, εσύ είσαι και λίγο αριστερός, εδώ που τα λέμε» ή «καλά, εσύ έχεις γνωστούς εκεί μέσα». Ο σκύλος ανάμεσα στις δύο μάντρες πεθαίνει νηστικός, λέει μια παλιά παροιμία.
Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μου, το πιο φωτεινό, δυναμικό και ικανό κομμάτι της τουλάχιστον, θάβεται ξανά κάτω από τον όγκο του κομματικού σκουπιδαριού και δεν έχει θέση στην επετηρίδα των μελών και στελεχών. Άλλοι διαλέγουν το μη χείρον βέλτιστον. Γίνονται έτσι συνοδοιπόροι και άλλοθι στις πομπώδεις διακηρύξεις. Άλλοι αποσύρονται σε μια σιωπηρή ιδιωτεία. Άλλοι ψάχνουν τη φυγή στα λεφτά, τις ταβέρνες και τις γκόμενες.
Ξεκίνησα λέγοντας ότι όλο αυτό το σκηνικό με κάνει να νιώθω σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2008. Ίσως να κάνω λάθος: πέντε χρόνια μετά, είμαι κιόλας 33 χρονών, με αρχές γκριζαρίσματος στους κροτάφους, όχι πια θυμωμένος, αλλά απογοητευμένος, όχι πια με διάθεση σύγκρουσης, αλλά αποφυγής των μαχών με βλάκες, χωρίς πολλές αντοχές μα ούτε και προσδοκίες, με ελάχιστες βεβαιότητες και με την αγωνία αν κάπου εδώ θα ανάψει το game over για μας…

23 Φεβρουαρίου 2013

Άρχισαν να μεγαλώνουν οι μέρες, το σκοτάδι του απογεύματος υποχωρεί. Χθές, μυρωδιές από τα παιδικά μου χρόνια με ξαναβρήκαν στην αυλή του πατρικού μου, χώμα, κομμένα χόρτα, η βροχή που πλησίαζε. Σήμερα σηκώθηκα νωρίς, πήγα στο μπαρμπέρικο μου, έστησα αυτί στις κουβέντες των γέρων, ένα παλιό στερεοφωνικό έπαιζε Καζαντζίδη, διάβασα Φιλελεύθερο (κάθε κουρείο έχει Φιλελεύθερο) και τα αθλητικά του Πολίτη, είπα στον κουρέα να με ξυρίσει και να μου βάλει λίγο από το περίεργο λουλακί μπουκαλάκι με το τονωτικό μαλλιών, μιας που η αραίωση επιταχύνει τους ρυθμούς της. Με έλουσε, με σκούπισε, ένιωσα σαν μωρό που έχει αφεθεί στη φροντίδα του πατέρα του, στο τέλος λίγη πούδρα στο σβέρκο. Έξω, λένε, ετοιμάζονται για τις πιο κρίσιμες εκλογές από το 1960. Πλήρωσα κι έφυγα. Πήγα για καφέ στα Καλά Καθούμενα, με μια στάση για ελιόπιτα στο Hurricane, κουβέντιασα για τις εικονικές πργματικότητες των Κυπρίων με τον Σύμη, ύστερα ήρθε μια φίλη. Μιλήσαμε για ταξίδια, μέχρι που μας έπιασε η ψιχάλα κι εκεινη την ώρα συνειδητοποίησα ότι το πουκάμισο μου είχε ακόμα τη ζεστασιά από τον ανοιξιάτικο ήλιο που μας είχε ζαβλακώσει για κανένα τέταρτο. Αν είχε συνεχίσει έτσι θα ήταν ιδανικός καιρός για να πιούμε κανένα ούζο. Στις τουαλέτες έπιασα μια κουβέντα με μια συμμαθήτρια της αδελφής μου, είναι μόνο 23 χρονών και κουβαλά την αγωνία των επιλογών και το βάρος της επιτυχίας στις σπουδές. Έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να συμβουλέψει, πάλεψα να αποφυγω το πατρωνάρισμα, μήτε ήθελα να καθοδηγήσω, ούτε να δείξω ότι ήξερα κάτι αυτονόητο κι απλό. Δύσκολο να μιλάς υπεύθυνα, απορώ πως τα κατάφερναν οι γονείς μας...Έφυγα, έφαγα με τον πατέρα μου και γύρισα στο διαμέρισμα μου, με ενδιάμεση στάση στο σουπερμαρκετ, όπου πλήρωσα ένα σκασμό λεφτά για ελάχιστα πράγματα. Έξω έβρεχε για τα καλά, αλλά η βροχή ήταν ασαφής, είναι κι αυτή η μαλακισμένη σκόνη στην ατμόσφαιρα, ήταν σαν να μας ψιλοέφτυνε ο θεός. Έγινα λίγο μούσκεμα καθώς προσπαθούσα να βάλω τα ψώνια στο αυτοκίνητο, κι εκείνη την ώρα μου ήρθε μια απροσδιόριστης πηγής εικόνα από μια ταινία, ο πρωταγωνιστής που είναι σε μια αντίστοιχη στιγμή, η αγωνία της καταιγίδας, και αυτό με έκανε άξαφνα να ηρεμήσω, να σταματήσω τις βιαστικές κινήσεις, γύρισα μέσα στο χαλασμό για να βάλω το καριτσάκι στη θέση του, μετά πάλι στο αυτοκίνητο, μια μεστωμένη κυρία εμπαινε στην είσοδο εκείνη την ώρα, κοιταχτήκαμε και πρέπει να ένιωσε άβολα, τελευταία κοιτάω παρατηρητικά τους ανθρώπους, κι αυτό σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες δεν επιτρέπεται, όπως χθές το βράδυ που είδα μια κοπέλα στο διπλανό τραπέζι και για μια στιγμή μόνο είχα την πιο καθαρή εικόνα της, λες και τα μάτια μου έπιαναν 3 τρις μεγα-πιξελ, κι ύστερα είδα ότι είχε κι άλλες όμορφες τριγύρω. Πριν προλάβω να απορήσω είχα συνειδητοποιήσει ότι είχα αποκοπεί λίγο από τον κόσμο, κι ότι περνούσα ώρες αμέτρητες στο ιντερνετ, χαζεύοντας και πηγαίνοντας από τη μια βλακεία στην άλλη, είχα γίνει ένα junkie της ενημέρωσης και ιστοσελίδων που σε ρωτούν αν είσαι άνω των 18 για να σε αφήσουν να μπεις, μόνο που εγώ είμαι 33 στα 34 και αυτό μου φαίνεται το πιο μεγάλο ψέμα από όλα, που ωστόσο αποδεικνύεται αλήθεια κάθε Δευτέρα και Τετάρτη γιατί αν με δείτε στο γήπεδο, χάνω τις μπαλιές, προσπαθώ να κάνω καλά σουτ και να μαρκάρω ασφυκτικά, αλλά τιποτα από αυτά δεν καταφέρνω (πια) κι όταν έχω καμιά έκλαμψη ακούω με ευχαρίστηση τους άλλους να με επαινούν κι είναι κι αυτό κάτι, μην νομίζετε. Τέλοσπαντων, γύρισα σπίτι, συμμάζεψα τα χοντρά, πέταξα τα σκουπίδια, αλλά χρειάζεται ακόμα ένα σκούπισμα-σφουγγάρισμα, κι η μαύρη αλήθεια είναι ότι βαριέμαι, έπεσε και άλλη μια αμφίθυμη βροχή κι έβαλα Φάμελο και Δεληβοριά για να ακούσω στο repeat κάτι τραγούδια που μου θυμίζουν μια παλιά αγάπη που μου έχει αφήσει ένα κάρο αναμνήσεις, απο αυτές που σε παγιδεύουν, και ξέρετε άμα είσαι επιμελής αποθηκάριος αναμνήσεων κρατάς τα πάντα, φυλαγμένα και τακτοποιημένα, και ξέρεις ανά πάσα στιγμή τι να ανασύρεις για να εξηγήσεις ή να αποφύγεις την πραγματικότητα, κι είναι κι αυτό σαν ναρκωτικό, αφού κάνεις χρήση κατ' ουσίαν, φτιάχνεσαι, και μετά ξεφοσυκώνει, κι ύστερα θες πιο μεγάλη δόση και στο τέλος, στο τέλος the drugs don't work, επειδή στο τρίβει στα μούτρα η καθημερινότητα κι η ρουτίνα, και ο δημοσιουπαλληλισμός στον οποίο βυθίζεσαι και επειδή το έχουν πει και οι Verve με μια τραγουδάρα τους που άκουγες στο λύκειο, μα τώρα πάνε χρόνια (ο πατερας μου μου είπε να μην γεράσω) κι εσύ κάθεσαι σε μια καρέκλα κουρείου, Σάββατο πρωί και παρατηρείς τον ευατό σου στον καθρέφτη, την αραίωση και τα κομμένα μαλλιά, με τις  άσπρες τούφες πάνω στην ποδιά. Μ' αυτά και μ' αυτά ανοιίγει λίγο ο ουρανός και εδώ που μένω γίνεται καμιά φορά απόλυτη ησυχία κι ακούω λίγο τα πουλιά.

17 Φεβρουαρίου 2013

Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ



“Συνέπεια δε τούτων είναι ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση)”.

Το πιο πάνω είναι ένα απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση που εξέτασε αναφορικά με την απόδοση ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών και το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των αλλοδαπών στις δημοτικές εκλογές. Είναι εμφανές ότι η απόφαση του δικαστηρίου γράφτηκε στη βάση πεποιθήσεων των δικαστών και όχι με γνώμονα την τήρηση της ελληνικής συνταγματικής τάξης. Το δικαστήριο μπλέκει την πολιτική με την ιστορία και τη νομική προσπαθώντας να ενδύσει ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό και αντίληψη του τι εστί έθνος, κράτος και κοινωνία για να εξετάσει το νομοθετικό πλαίσιο της απόδοσης της ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών που συμπληρώνουν τα έξι έτη φοίτησης σε ελληνικό σχολείο. Το κείμενο της αντικατοπτρίζει μερικώς τον συντηρητισμό του «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια»: αναφερόμενο στην οικογένεια και στην κρατική εκπαίδευση τους αποδίδει τον ρόλο του φορέα εθνικής συνείδησης και την ικανότητα της μεταφυσικής μεταφοράς της ελληνικότητας από γενιά σε γενιά. Ταυτόχρονα, αποτυγχάνει να διακρίνει ανάμεσα στην έννοια του «πολίτη» και της «εθνικότητας», του διαφορετικού εννοιολογικού περιεχομένου τους και των λειτουργιών που επιτελούν. Είναι άραγε ο θεσμικός ρόλος ενός δικαστηρίου να προσδιορίζει το περιεχόμενο της ελληνικότητας και να ασκεί έναν ιδεολογικό έλεγχο αυτού του είδους; Έχω σοβαρές ενστάσεις.
Το απόσπασμα της απόφασης θυμίζει έντονα το ίδιο το Κυπριακό Σύνταγμα, που προβλέπει ότι η ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας κτάται διά της υποχρεωτικής συμμετοχής σε μία εκ των δύο κοινοτήτων του νησιού. Για την περίπτωση της ελληνικής κοινότητας, αυτή αποτελείται από όσους είναι ελληνικής καταγωγής και έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική ή μετέχουν των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ενταγμένα στα πλαίσια του ιστορικού και πολιτικού ορίζοντα του 1960, τα κριτήρια του συντακτικού νομοθέτη ενδεχομένως να φαίνονται δικαιολογημένα. Αναρωτιέμαι ωστόσο πώς ερμηνεύεται σήμερα και αποδεικνύεται η ελληνική καταγωγή (έρευνα όλων των ανιόντων μέχρι τελικής πτώσης;) και η συμμετοχή στις ελληνικές πολιτιστικές παραδόσεις (ποιες είναι και πώς διαπιστώνεται ο ικανοποιητικός βαθμός συμμετοχής σε αυτές;). Άρα, το Σύνταγμά μας πάσχει από μια ιδιόμορφη πολιτική αχρωματοψία: η δυνατότητα του να είσαι πολίτης της Δημοκρατίας, χωρίς την υποχρέωση να αποδεικνύεις ότι πληροίς κάποια από τα κριτήρια, δεν παρέχεται. Έτι χειρότερο, οι ίδιες οι μειονότητες με ιστορική παρουσία στο νησί, υποχρεούνται και αυτές να δηλώνουν μέρος της ελληνικής κοινότητας. Αμφιβάλλω για τη χρησιμότητα και τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας πολιτικής επιλογής.
Καταληκτικά, οι απόπειρες να οριστούν και να ρυθμιστούν η ιστορία, το έθνος, η πολιτιστική καταγωγή σε συνταγματικά κείμενα ή δικαστικές αποφάσεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Η πολιτική πραγματικότητα δεν υπακούει στο πάγωμα του χρόνου που επιβάλλει η επιτακτικότητα ενός νομικού κειμένου, όπως μας διδάσκει η σύντομη συνταγματική συνύπαρξή μας με τους Τουρκοκύπριους. Από ακαδημαϊκής πλευράς, οι προαναφερθείσες έννοιες αποτελούν γνωστικό αντικείμενο άλλων πεδίων και οι επιστημονικοί ιμπεριαλισμοί αυτού του είδους πάσχουν από μια ιδιότυπη πνευματική ανειλικρίνεια.

10 Φεβρουαρίου 2013

Η πρόστυχη γοητεία του κρυπτορατσισμού



Ανατρέχοντας στις θέσεις ορισμένων προεδρικών υποψηφίων διακρίνει κανείς την προσπάθεια των συντακτών των προεκλογικών προγραμμάτων να παίξουν με τις φοβίες μιας σημαντικής μερίδας πολιτών στο θέμα του μεταναστευτικού. Οι προτάσεις εστιάζουν στο πρόβλημα των κοινοτικών εργαζομένων και των πολιτών τρίτων χωρών, με περαιτέρω διάκριση να γίνεται ανάμεσα σε αυτούς που εργάζονται νόμιμα ή μη. Ο προσανατολισμός των προτάσεων είναι προς την αλλαγή νοοτροπίας που θα αντιμετωπίζει με «αυστηρότητα» το ζήτημα.
Η έννοια της «αυστηρότητας» όμως δεν είναι πολιτική θέση, ούτε νομικό εργαλείο. Στην περίπτωση των κοινοτικών, η ελευθερία κυκλοφορίας, εγκατάστασης και ανάληψης μισθωτής εργασίας καλύπτεται από τις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τις οποίες η Κύπρος δεν είχε ζητήσει εξαίρεση ή ειδικές ρυθμίσεις κατά τον χρόνο ένταξής της. Ενώπιον της νομικής αδυναμίας χειρισμού, κάποιοι αναφέρονται σε μια «συμφωνία κυρίων», που θα ρυθμίσει το ζήτημα. Άγνωστο μεταξύ ποιων θα συναφθεί η συμφωνία αυτή, τι θα προβλέπει, πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη και αν θα είναι συμβατή με το κοινοτικό κεκτημένο.
Η αλήθεια είναι ότι η προσέγγιση αυτή είναι πολλαπλά λανθασμένη: νομικά, πολιτικά και οικονομικά. Θεωρώ ότι η πρόταση είναι κενή περιεχομένου και αποσκοπεί στο να ικανοποιήσει ένα συγκεκριμένο και, δυστυχώς, πολυπληθές ακροατήριο. Η στάση ευθύνης θα ήταν η αναζήτηση των οικονομικών αιτιών της εργοδότησης φτηνών εργατικών χεριών και η επιστημονική τεκμηρίωση του πραγματικού αριθμού των εργαζομένων, του είδους της εργασίας που εκτελούν και της διαφοράς αμοιβών ανάμεσα σε Κύπριους και μη. Τα εύκολα λόγια περί «αυστηρότητας», και μάλιστα χωρίς σαφές σχέδιο, είναι πραγματικά αχρείαστα και στρώνουν το χαλί σε έναν υπόγειο ρατσισμό που γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα στην κοινωνία μας εναντίον των ξένων που κλέβουν τις δουλειές, που ευθύνονται για την εγκληματικότητα, που διαβρώνουν τον κοινωνικό ιστό και μας αποξενώνουν από τις παλιές καλές μέρες.
Για το συνολικό ζήτημα του μεταναστευτικού, των αιτητών πολιτικού ασύλου και της προνομιακής μεταχείρισης των Τουρκοκυπρίων, η στροφή στην αυστηρότητα πάσχει από τα ίδια προβλήματα. Κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να ενημερώσει για το συντριπτικό ποσοστό απόρριψης των αιτήσεων ξένων υπηκόων για πολιτικό άσυλο, τις δυσλειτουργίες του συστήματος εξέτασης των αιτήσεων αυτών που οδηγούν σε μακροχρόνιες διαδικασίες, τη βιομηχανία υποβολής αιτήσεων που οργανώθηκε και λειτουργεί από Κύπριους με συνέπεια την αύξηση του διοικητικού φόρτου του μηχανισμού και του προσπορισμού χρηματικού οφέλους για τους λογής-λογής μεσάζοντες και για τα κατά νόμο (και άρα ψηφισμένα από τα ίδια, έστω όχι όλα, τα κοινοβουλευτικά κόμματα) προβλεπόμενα ποσά επιδομάτων.
Αντίθετα, κατά καιρούς αυτό που γίνεται είναι να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο διάφορα αντίγραφα επιταγών και ο δημόσιος λόγος να μονοπωλείται από γραφικές λαϊκιστικές φιγούρες που τείνουν στο παράλογο. Η πιο ανέντιμη προσέγγιση είναι αυτή που συνδέει τα επιδόματα των ξένων με την οικονομική δυσπραγία των Κυπρίων. Σε απόλυτα οικονομικά μεγέθη αυτό δεν μπορεί να σταθεί, αλλά έτι χειρότερο η ίδια η σύγκριση ενός αιτητή πολιτικού ασύλου με έναν κύπριο πολίτη είναι παραπλανητική, αφού η εντελώς διαφορετική κατάστασή τους δεν επιτρέπει, νομικά και λογικά, την όμοια μεταχείρισή τους.
Δυστυχώς, μετά την ίδια την κοινωνία, το κυπριακό κράτος ετοιμάζεται να κάνει και το ίδιο στροφή σε πιο συντηρητικές και σκληρές θέσεις στο όνομα μιας Κύπρου μόνο για τους (ελληνο)Κύπριους. Η επόμενη πενταετία προβλέπεται δύσκολη για όσους πιστεύουν στη δυναμική και την προοπτική των ανοικτών, πολυπολιτισμικών και προοδευτικών κοινωνιών. Σε καιρούς κρίσης, το αληθινό μας πρόσωπο εμφανίζεται πιο σκαιό από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε…


3 Φεβρουαρίου 2013

Ο Μακάριος και οι επίγονοί του: μόνο λάθη



Ένα από τα πιο απογοητευτικά χαρακτηριστικά της προεκλογικής περιόδου είναι τα ταξίδια στον χρόνο στα οποία μας υποχρεώνουν οι υποψήφιοι. Στο debate για το Κυπριακό ξεδιπλώθηκαν οι αρετές του κυπριακού «πολιτικού λόγου»: αντιπαραβολή δηλώσεων, επιλογές του παρελθόντος που θέτουν εν αμφιβόλω την κρίση ή τον πατριωτισμό των πολιτικών, επίκληση των πράξεων και των λόγων προηγούμενων Προέδρων για να νομιμοποιηθούν οι σημερινές πολιτικές προτάσεις.
Ειδικά για το τελευταίο ζήτημα, τις τελευταίες εβδομάδες πολιτικοί και Εκκλησία αναφέρθηκαν στις επιλογές του Μακαρίου. Η χρησιμοθηρική προσέγγιση των επιλογών του γίνεται κατά τρόπο που να προβάλλονται αυτές ως απαράβατες αρχές από τις οποίες η όποια αποστασία θεωρείται πολιτικά κολάσιμη πράξη. Η διατήρηση του Μακαρίου ως μιας τοτεμικής μορφής στη σημερινή πολιτική σκηνή δεν είναι παρά η απόδειξη του τριτοκοσμισμού μας. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι όλη αυτή η ιστορία είναι μια γκροτέσκα απομίμηση αυταρχικών καθεστώτων, όπου ο Lider Maximo, ο Μεγάλος Τιμονιέρης, ο Υπέρτατος Ηγέτης έχει θέσει, με το «Μικρό κόκκινο βιβλίο» και με τις ομιλίες που διαρκούν στην απειροστή, τα πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να σκεπτόμαστε και να ενεργούμε. Για όποιον αμφιβάλλει, θα πρότεινα μια βόλτα στην πλατεία Φανερωμένης για να δει ξανά την επιγραφή «ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΗΓΕΤΗΣ ΕΘΝΑΡΧΗΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ». Θα εκτιμούσα, επίσης, αν μου εξηγούσε κάποιος γιατί στις 19 Ιανουαρίου 2013 κάθε δημόσιος υπάλληλος βρήκε στο γραφείο του το έντυπο εισφοράς στην «Παγκύπρια πορεία αγάπης (!) Αρχιεπισκόπου Μακαρίου».
Επιστρέφοντας στον Μακάριο και τη συζήτηση περί διζωνικής ή διπεριφερειακής ομοσπονδίας, οι πολιτικοί του επίγονοι προσπαθούν να φωτίσουν το πόπολο για τις μύχιες προθέσεις και τη μεθερμηνεία των πραγματικών σκέψεών του, ώστε να αντλήσουν κύρος για τις δικές τους θέσεις. Αυτό με κάνει να νιώθω πολλές φορές ότι η Κύπρος είναι τελικά μια διταξική κοινωνία: από τη μια είναι το ιερατείο, οι πεφωτισμένοι και οι προνομιούχοι, τα enfants gâtés του κατεστημένου που μπορούν να διαβάζουν τα ιερογλυφικά και από την άλλη όλοι εμείς, οι είλωτες που τρώμε ψωμί και κρεμμύδι στις φαραωνικές πυραμίδες, δοξάζοντας τη ματαιοδοξία του γιου του Ήλιου.
Μία από τις ελάχιστες ψύχραιμες αναλύσεις των πράξεων του Μακαρίου, μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο του Πόλυ Πολυβίου «Μακάριος, τα τρία λάθη», όπου ο συγγραφέας κρίνει ως πολιτικά σφάλματα την υποβολή των 13 σημείων, την κωλυσιεργία στις ενδοκυπριακές συνομιλίες και την άνευ διαπραγματευτικού ανταλλάγματος αποδοχή της ομοσπονδίας. Σήμερα, οι πολιτικοί του επίγονοι, ή όσοι αρέσκονται να θεωρούν εαυτούς ως τέτοιους, ευαγγελίζονται ότι εάν αναρριχηθούν στην εξουσία θα κάνουν αντίστοιχης ολκής λάθη: θα ξεκινήσουν από μηδενική βάση, θα αναζητήσουν λύση σε βάθος χρόνου και θα ξανακαθίσουν την Τουρκία στο σκαμνί. Ο ίδιος ερασιτεχνισμός, η ίδια αφελής ρητορική, η ίδια έλλειψη κατανόησης των γεωπολιτικών δεδομένων, η ίδια πόζα του ποντικιού που βρυχάται. Όμως όλοι αυτοί οι γυρολόγοι της πολιτικής, οι κομπογιαννίτες του Κυπριακού, ίσως να μην είναι τόσο απατεώνες και, αντίθετα, να είναι γνήσιοι συνεχιστές Του. Ναι, Αυτού που δήλωνε στον Γ. Παπανδρέου: «Σκοπός μας, κύριε πρόεδρε, είναι η κατάλυσις των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, διά να δύναται αδεσμεύτως ο ελληνικός κυπριακός λαός εν συνεννοήσει μετά της Μητρός Πατρίδος να καθορίσει το μέλλον του [...] Ουδ’ επί στιγμήν όμως επίστευσα ότι αι Συμφωνίαι θα απετέλουν μόνιμον καθεστώς».
Κι αφού κι αυτοί επιμένουν να ζητούν δηλώσεις μετανοίας, τότε θα ζητήσω κι εγώ πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων. Προσυπογράφετε;