23 Φεβρουαρίου 2013

Άρχισαν να μεγαλώνουν οι μέρες, το σκοτάδι του απογεύματος υποχωρεί. Χθές, μυρωδιές από τα παιδικά μου χρόνια με ξαναβρήκαν στην αυλή του πατρικού μου, χώμα, κομμένα χόρτα, η βροχή που πλησίαζε. Σήμερα σηκώθηκα νωρίς, πήγα στο μπαρμπέρικο μου, έστησα αυτί στις κουβέντες των γέρων, ένα παλιό στερεοφωνικό έπαιζε Καζαντζίδη, διάβασα Φιλελεύθερο (κάθε κουρείο έχει Φιλελεύθερο) και τα αθλητικά του Πολίτη, είπα στον κουρέα να με ξυρίσει και να μου βάλει λίγο από το περίεργο λουλακί μπουκαλάκι με το τονωτικό μαλλιών, μιας που η αραίωση επιταχύνει τους ρυθμούς της. Με έλουσε, με σκούπισε, ένιωσα σαν μωρό που έχει αφεθεί στη φροντίδα του πατέρα του, στο τέλος λίγη πούδρα στο σβέρκο. Έξω, λένε, ετοιμάζονται για τις πιο κρίσιμες εκλογές από το 1960. Πλήρωσα κι έφυγα. Πήγα για καφέ στα Καλά Καθούμενα, με μια στάση για ελιόπιτα στο Hurricane, κουβέντιασα για τις εικονικές πργματικότητες των Κυπρίων με τον Σύμη, ύστερα ήρθε μια φίλη. Μιλήσαμε για ταξίδια, μέχρι που μας έπιασε η ψιχάλα κι εκεινη την ώρα συνειδητοποίησα ότι το πουκάμισο μου είχε ακόμα τη ζεστασιά από τον ανοιξιάτικο ήλιο που μας είχε ζαβλακώσει για κανένα τέταρτο. Αν είχε συνεχίσει έτσι θα ήταν ιδανικός καιρός για να πιούμε κανένα ούζο. Στις τουαλέτες έπιασα μια κουβέντα με μια συμμαθήτρια της αδελφής μου, είναι μόνο 23 χρονών και κουβαλά την αγωνία των επιλογών και το βάρος της επιτυχίας στις σπουδές. Έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να συμβουλέψει, πάλεψα να αποφυγω το πατρωνάρισμα, μήτε ήθελα να καθοδηγήσω, ούτε να δείξω ότι ήξερα κάτι αυτονόητο κι απλό. Δύσκολο να μιλάς υπεύθυνα, απορώ πως τα κατάφερναν οι γονείς μας...Έφυγα, έφαγα με τον πατέρα μου και γύρισα στο διαμέρισμα μου, με ενδιάμεση στάση στο σουπερμαρκετ, όπου πλήρωσα ένα σκασμό λεφτά για ελάχιστα πράγματα. Έξω έβρεχε για τα καλά, αλλά η βροχή ήταν ασαφής, είναι κι αυτή η μαλακισμένη σκόνη στην ατμόσφαιρα, ήταν σαν να μας ψιλοέφτυνε ο θεός. Έγινα λίγο μούσκεμα καθώς προσπαθούσα να βάλω τα ψώνια στο αυτοκίνητο, κι εκείνη την ώρα μου ήρθε μια απροσδιόριστης πηγής εικόνα από μια ταινία, ο πρωταγωνιστής που είναι σε μια αντίστοιχη στιγμή, η αγωνία της καταιγίδας, και αυτό με έκανε άξαφνα να ηρεμήσω, να σταματήσω τις βιαστικές κινήσεις, γύρισα μέσα στο χαλασμό για να βάλω το καριτσάκι στη θέση του, μετά πάλι στο αυτοκίνητο, μια μεστωμένη κυρία εμπαινε στην είσοδο εκείνη την ώρα, κοιταχτήκαμε και πρέπει να ένιωσε άβολα, τελευταία κοιτάω παρατηρητικά τους ανθρώπους, κι αυτό σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες δεν επιτρέπεται, όπως χθές το βράδυ που είδα μια κοπέλα στο διπλανό τραπέζι και για μια στιγμή μόνο είχα την πιο καθαρή εικόνα της, λες και τα μάτια μου έπιαναν 3 τρις μεγα-πιξελ, κι ύστερα είδα ότι είχε κι άλλες όμορφες τριγύρω. Πριν προλάβω να απορήσω είχα συνειδητοποιήσει ότι είχα αποκοπεί λίγο από τον κόσμο, κι ότι περνούσα ώρες αμέτρητες στο ιντερνετ, χαζεύοντας και πηγαίνοντας από τη μια βλακεία στην άλλη, είχα γίνει ένα junkie της ενημέρωσης και ιστοσελίδων που σε ρωτούν αν είσαι άνω των 18 για να σε αφήσουν να μπεις, μόνο που εγώ είμαι 33 στα 34 και αυτό μου φαίνεται το πιο μεγάλο ψέμα από όλα, που ωστόσο αποδεικνύεται αλήθεια κάθε Δευτέρα και Τετάρτη γιατί αν με δείτε στο γήπεδο, χάνω τις μπαλιές, προσπαθώ να κάνω καλά σουτ και να μαρκάρω ασφυκτικά, αλλά τιποτα από αυτά δεν καταφέρνω (πια) κι όταν έχω καμιά έκλαμψη ακούω με ευχαρίστηση τους άλλους να με επαινούν κι είναι κι αυτό κάτι, μην νομίζετε. Τέλοσπαντων, γύρισα σπίτι, συμμάζεψα τα χοντρά, πέταξα τα σκουπίδια, αλλά χρειάζεται ακόμα ένα σκούπισμα-σφουγγάρισμα, κι η μαύρη αλήθεια είναι ότι βαριέμαι, έπεσε και άλλη μια αμφίθυμη βροχή κι έβαλα Φάμελο και Δεληβοριά για να ακούσω στο repeat κάτι τραγούδια που μου θυμίζουν μια παλιά αγάπη που μου έχει αφήσει ένα κάρο αναμνήσεις, απο αυτές που σε παγιδεύουν, και ξέρετε άμα είσαι επιμελής αποθηκάριος αναμνήσεων κρατάς τα πάντα, φυλαγμένα και τακτοποιημένα, και ξέρεις ανά πάσα στιγμή τι να ανασύρεις για να εξηγήσεις ή να αποφύγεις την πραγματικότητα, κι είναι κι αυτό σαν ναρκωτικό, αφού κάνεις χρήση κατ' ουσίαν, φτιάχνεσαι, και μετά ξεφοσυκώνει, κι ύστερα θες πιο μεγάλη δόση και στο τέλος, στο τέλος the drugs don't work, επειδή στο τρίβει στα μούτρα η καθημερινότητα κι η ρουτίνα, και ο δημοσιουπαλληλισμός στον οποίο βυθίζεσαι και επειδή το έχουν πει και οι Verve με μια τραγουδάρα τους που άκουγες στο λύκειο, μα τώρα πάνε χρόνια (ο πατερας μου μου είπε να μην γεράσω) κι εσύ κάθεσαι σε μια καρέκλα κουρείου, Σάββατο πρωί και παρατηρείς τον ευατό σου στον καθρέφτη, την αραίωση και τα κομμένα μαλλιά, με τις  άσπρες τούφες πάνω στην ποδιά. Μ' αυτά και μ' αυτά ανοιίγει λίγο ο ουρανός και εδώ που μένω γίνεται καμιά φορά απόλυτη ησυχία κι ακούω λίγο τα πουλιά.