Νομίζω δεν χωράει πια καμιά αμφιβολία: διανύουμε μια παρατεταμένη περίοδο
παρακμής και σήψης, που προχωράει άλλοτε με βραδείς κι άλλοτε με ταχείς
ρυθμούς. Τα θολά νερά του δημόσιου βίου μας, μια έννοια που για τις ανάγκες
αυτού του κειμένου περιέχει κάθε πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο (ή την
απουσία αντίδρασης), λερώνουν ακόμα και τους πιο ανυποψίαστους περαστικούς.
Αυτές τις μέρες πολλά, μικρά και μεγάλα, διεκδικούν την προσοχή μου. Πολλές
φορές αποπειρώμαι να τα ερμηνεύσω συστηματικά, να τα κατανοήσω δηλαδή ως μέρος
μιας συνολικής κατάστασης πραγμάτων και όχι ως αδιάφορες τυχαιότητες. Ένα από
τα πιο αποκαρδιωτικά συμπεράσματα των τελευταίων ημερών συμπυκνώνεται στη
διαπίστωση ότι ακόμα και στις σημερινές συνθήκες το πλέον κυνικό παιχνίδι εξουσίας
κρατάει καλά. Την ίδια ώρα η κοινωνία μας μοιάζει αδύναμη να βρει μέσα της
σοβαρές και μετρήσιμες δυνάμεις ανανέωσης και αλλαγής.
Οι διεργασίες για την επόμενη μέρα στην Τράπεζα Κύπρου, οι επιλήψιμες
σχέσεις ορισμένων πολιτικών με μερίδα του οικονομικού κατεστημένου, η εξόφθαλμη
διαπλοκή που συναντάει κανείς, η στοχοποίηση πολιτικών προσώπων, η
οπισθοδρόμηση στον τομέα της παιδείας και η ολοκληρωτική παράδοση της
εκπαίδευσης σε θρησκευτικούς αναχρονισμούς, η υπεράσπιση των μικρών βασιλείων
στη δημόσια υπηρεσία, το ηθικό τέλμα που βιώνουμε στο Κυπριακό, η
αλληλοεπίρριψη ευθυνών από όσους είχαμε εμπιστευθεί να χειρίζονται έντιμα τις
θέσεις ευθύνης τους, η απουσία σοβαρής κοινωνικής αντίδρασης και άλλα που θα
καταλάμβαναν πολύ χώρο, αν απαριθμούνταν, αποτελούν τα συμπτώματα και τις
διαφορετικές πτυχές της συνεχιζόμενης παρακμής μας.
Απέναντι σε όλα αυτά είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, να αντιτάξεις κάτι, να
προβάλεις αντίσταση. Φωνάζεις, καταντώτας γραφικός, σωπαίνεις, κι αποσύρεσαι
στην ιδιωτεία του προσωπικού και οικογενειακού βίου. Κανείς δεν θα αλλάξει τον
τόπο, αφού κανείς δεν έχει κίνητρο, λόγο, τρόπο και συνοδοιπόρους. Ορισμένες
φορές διαπιστώνω ότι παραδόξως οι πολλοί μοιάζουν ευχαριστημένοι με το μικρό
“κάτι” τους κι ότι αυτό πολεμούν να υπερασπιστούν και να το αυγατίσουν. Άλλοι,
πάλι, καίγονται για εξόδους σε νέα στέκια, άλλοι ψάχνουν το γρήγορο κι εύκολο
χρήμα κι άλλοι κάθονται αυτάρεσκα στη βεράντα του ιδιόκτητου σπιτιού τους, με
την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος μπορεί να καεί, εκτός από τα 200 τετραγωνικά μέτρα
της κατοικίας τους. Κι όμως, οι μικροαστικές αυταπάτες αυτού του είδους,
ζωτικές και διάχυτες στην καθημερινή ζωή μας, έρχονται σε φανερή αντίφαση με
τον ηθικίστικο τόνο που συνοδεύει μερικές από τις συλλογικές συμπεριφορές μας,
όπως η συλλογή τροφίμων σε συναυλίες και ο καθωσπρεπισμός στις πολιτικές
επιλογές και δηλώσεις, όπως η επίκληση της ενότητας με κάθε αφορμή.
Αναρωτιέμαι αν είναι αναστρέψιμη μια τέτοια πορεία, ποιες κοινωνικές
συνθήκες απαιτούνται για ένα τέτοιο εγχείρημα, κατά πόσον υπάρχει χρόνος για να
επενδυθεί σε μια τέτοια απόπειρα και αν στο τέλος θα μπορούμε βάσιμα να
ελπίζουμε ότι αυτή η προσπάθεια θα είχε ως αποτέλεσμα αυτό το κάτι διαφορετικό
που ακούω κάποιες φορές να σιγοψιθυρίζεται στις παρέες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου