Κι έτσι, πριν ο μεταφορικός κόκορας λαλήσει, το καλοκαίρι
σού έχει γυρίσει την πλάτη τρεις φορές και ακούς την πόρτα της εξόδου να τρίζει
με έναν ήχο αποχαιρετισμού. Ε, τι γίνεται εδώ; Μένει αναπάντητη η διαμαρτυρία
κι αναρωτιέσαι πότε πέρασαν οι ώρες, οι μέρες, τα επίμονα τριζόνια και η
ισοπεδωτική ζέστη του μεσημεριού. Μικραίνουν οι μέρες, μεγαλώνει η κίνηση στον
δρόμο, όλοι επιστρέφουν στα σπίτια τους κι οι συζητήσεις έχουν περισσότερες
κατακλείδες και λιγότερους μέλλοντες διαρκείας. Είναι η ώρα που σκέφτεσαι από
μέσα σου ότι –πάλι– δεν πρόλαβες να πεις αυτό που ήθελες, να αφηγηθείς τη δική
σου εκδοχή και να νιώσεις τα μάτια των άλλων συγκεντρωμένα πάνω σου. Α, τώρα
είναι η ώρα για να τραβήξεις τον μακρύ δρόμο του φθινοπώρου, ξέρεις, με τον
αέρα, το ψιλόβροχο, τα θαμπά φώτα στους δρόμους, τη μαύρη μπίρα και τις
Κυριακές τα βράδια στον όμιλο για σινεμά. Ας είναι, ας θυμάσαι το ξόδεμα και
την αναβολή για να μην σου ξανασυμβούν, για να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά
βράδυ-πρωί, μην τυχόν και βαδίσεις με άγνοια ή, χειρότερα, με αμνησία στον ίδιο
δρόμο, μόνο και μόνο για να συναντήσεις έναν γνώριμο τοίχο. Οι παλιές
σημειώσεις σκόρπιες στο γραφείο, μερικά μηνύματα σε εκκρεμότητα και τα
αδιάβαστα βιβλία στη βιβλιοθήκη, που μια ψυχούλα μου είπε προχθές ότι απ’ αυτά
χαρακτηριζόμαστε κι όχι από αυτά που διαβάσαμε ήδη. Ίσως – ίσως κι όχι. Ποιος
ξέρει; Αυτές τις μέρες θα πουλούσα σχεδόν οτιδήποτε για μια υποψία βεβαιότητας
ή, έστω, καθαρής υπόσχεσης. Και λέω σχεδόν οτιδήποτε γιατί από μια περίεργη
κοινωνική μηχανική ή μαζική ψυχολογία μου έχει περαστεί το μήνυμα να κρατάω και
λίγο πίσω, μια μαγιά για μετά, κάτι λίγο για μένα μιας και ποτέ δεν ξέρεις...
Νά ξανά η έλλειψη βεβαιότητας, που βρίσκει τρόπο να μπαίνει από την πίσω πόρτα
των λογισμών. Ενδεχομένως να είναι και η απουσία μιας μεγάλης προσδοκίας ή ο
φόβος να παραδεχθείς ακόμα και στον ίδιο τον εαυτό σου πως έχεις πράγματι μια
τέτοια. Ας πούμε, να σταθείς με ανοιχτά τα χέρια, σαν να ετοιμάζεσαι να
αγκαλιάσεις κάποιον και να περιμένεις εκείνο το αίσθημα της πλήρωσης. Κι ο
φόβος του κενού να σε βαραίνει ένα καντάρι τη φορά περισσότερο. «Λίγο είναι»,
λες, «με παίρνει», μέχρι που μια μέρα η παλιά σου δύναμη σε έχει εγκαταλείψει
και δεν είναι η ώρα τώρα να βρούμε το γιατί και το πώς. Μόνο η απορία παραμένει
κι όσα ανομολόγητα έχεις κουβαλήσει μέχρι εδώ και τώρα σου φαίνονται άχρηστα
μπαγκάζια. Από κάπου μακριά έρχεται μια μυρωδιά βρεγμένου χώματος. Το μυρίζεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου