27 Οκτωβρίου 2013

Νυχτερινές πορείες




Παλιά, το πατρικό μου ήταν στην άκρη της πόλης. Είναι ακόμα στην ίδια  τοποθεσία, μόνο που η άκρη της πόλης δεν είναι πια εκεί. Μέναμε στο προτελευταίο σπίτι αριστερά. Ύστερα άρχιζε να απλώνεται μια ατελείωτη πεδιάδα κι ένας δρόμος που, αν τον ακολουθούσες, θα σε έβγαζε στο πρώτο σπίτι του διπλανού οικισμού μετά από περίπου δέκα λεπτά. Χρόνια μετά, η άκρη της πόλης μετακινήθηκε προς τα εκεί. Νέα σπίτια, πολυκατοικίες, οικόπεδα που χωρίστηκαν για να κτιστούν τα πατρικά άλλων ανθρώπων και δίπλα σε όλα αυτά η πανεπιστημιούπολη. Τα μακρινά καλοκαίρια της δεκαετίας του ’80, άκουγα τα βράδια το σιωπητήριο από τα κοντινά στρατόπεδα. Όσοι άρρενες Κύπριοι, ικανοί προς υπηρεσία, αφιέρωσαν λίγο ή πολύ από τον χρόνο της νιότης τους σε κάποιον από τους ανά την Κύπρο στρατώνες, μπορούν να αναγνωρίσουν τον αργόσυρτο και μελαγχολικό ήχο της (ηχογραφημένης) τρομπέτας του “il silenzio”. Εγώ, πάντως, φανταζόμουν τότε ότι ο τρομπετίστας ήταν ένας cool τύπος, που περνούσε τη μέρα του περιμένοντας να βραδιάσει για να εκτελέσει τη μουσική υπηρεσία του (δεν άκουσα ποτέ το πρωινό εγερτήριο, μέχρι που κατατάγηκα, κι έτσι δεν είχα αντίστοιχη φαντασίωση για το πρωί). Μου φαίνεται αδιανόητο με τα μυαλά που κουβαλάω σήμερα, αλλά τότε ήμουν ένα παιδί που μεγάλωνε σε μια περιοχή που είχε τέσσερα στρατόπεδα σε μια ακτίνα μικρότερη του ενός χιλιομέτρου. Τα ίδια καλοκαιρινά βράδια, περνούσαν ξαφνικά μπροστά απ’ το σπίτι, ζυγισμένοι-στοιχισμένοι στρατιώτες με πλήρη εξάρτυση και άβολα κράνη σαν στραβοχυμένες κατσαρόλες, αγκαρεμένοι στην εβδομαδιαία πορεία. Όλο αυτό μου φαινόταν σαν μια παράσταση, η ξαφνική τρέλα 100 τύπων που φορούσαν εντυπωσιακές στολές και κρατούσαν ακόμα πιο εντυπωσιακά όπλα και έβγαιναν βόλτα για να χαιρετήσουν μόνο εμένα. Είχα μια ανυπομονησία: να μεγαλώσω και να γίνω κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Ωστόσο, όλο και κάποια θεία συχνά-πυκνά θα μου χάλαγε το όνειρο, αφού μου έλεγε με βεβαιότητα ότι μέχρι να έρθει ο δικός μου καιρός, δεν θα υπάρχει στρατός και το Κυπριακό θα έχει λυθεί απαξάπαντος. Αυτό με απογοήτευε, γιατί έπαιρνα στα σοβαρά και τοις μετρητοίς αυτές τις κουβέντες, δεν θα γινόμουν ποτέ σαν τους ήρωες που οι φωτογραφίες τους κοσμούσαν τους σχολικούς τοίχους κι έτσι αρκούμουν στα πολεμικά παιδικά μου παιχνίδια. Μετά, ύπουλα και ανεπαισθήτως, κάποιος πάτησε το κουμπί του fast forward, εγώ βρέθηκα με στρατιωτικές παραλλαγές απλώς και μόνο για να διαπιστώσω τον παραλογισμό και το μάταιο του αστείου που ονομάζεται Εθνική Φρουρά, αργότερα έφυγα από το πατρικό μου για σπουδές και δουλειά, τα δύο στρατόπεδα της περιοχής έκλεισαν και ύστερα γκρεμίστηκαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οι νυχτερινές πορείες, κόσμος μπήκε και βγήκε στη ζωή μου κι αντίστοιχα κι εγώ μπήκα και βγήκα στις ζωές άλλων (σε κάποιες έμεινα), με δυο λόγια έφτασα μέχρι εδώ με ένα φορτιό καλές στιγμές, λίγο στραπατσαρισμένος από μερικές πτώσεις, αλλά τι τα θες, είναι κανείς που δεν έχει μερτικό σε αυτά, με μια παλιά δίψα που όλο και την απωθώ για να μην με πιλατεύει, παραδόξως και ταυτοχρόνως πιο ανεκτικός και πιο θυμωμένος, κι ίσως με μια σταλιά επίγνωσης –μην χαμογελάς, σε βλέπω– ότι πια πρέπει να διαλέγω τις μάχες μου για να σκοτώνω το θεριό.
 Α, κι αύριο, κλείνω τα τριάντα τέσσερα (μα, η αλήθεια είναι πως δεν το πιστεύω με τίποτα).