29 Ιουνίου 2014

Κατά Σαδδουκαίων




Όσο κι αν θάβουμε το κεφάλι μας στην άμμο, η κρίση –οικονομική, πολιτική, κοινωνική– παραμένει μια διαρκής σταθερά στις ζωές μας. Μπορεί να υπάρχει μια (ψευδ)αίσθηση ότι τα χειρότερα πέρασαν, ότι το σοκ ξεπεράστηκε κι ότι τα πράγματα αλλάζουν, με την εγκατάσταση διάφορων ευφημισμών στην καθημερινή συνομιλία: έξοδος στις αγορές, επανεκκίνηση της οικονομίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και πάει λέγοντας. Φοβάμαι ότι όσο πιο πολλές λεκτικές φιοριτούρες χρησιμοποιούμε, τόσο πιο πολλή είναι η γύμνια που προσπαθούμε να καλύψουμε, τόσο πιο μεγάλη είναι η τρύπα που προσπαθούμε να κλείσουμε. Ο καιρός της κρίσης φωτίζει (τι παράδοξη χρήση ρήματος, ε!) τις πιο σκληρές μας εκφράσεις και τις πιο κραυγαλέες μας αδυναμίες. Μέσα στον χαμό, ο καθένας κοιτάει να σώσει το τομάρι του – συνειδητή επιλογή ή ενστικτώδης αντίδραση, δεν έχει σημασία, αφού εδώ κρινόμαστε από το αποτέλεσμα. Η κρίση δεν έγινε ευκαιρία, όχι επειδή έλειψαν οι συνθήκες ή επειδή δεν λειτούργησε κάποιος αυτοματισμός, αλλά επειδή εμείς οι ίδιοι δεν θελήσαμε να αλλάξουμε. Μοιάζουμε σε ένα μικρό παιδί, που δείχνει μεταμελημένο και ντροπιασμένο, καθώς συλλαμβάνεται με το χέρι στο βάζο των γλυκών, αλλά την ίδια ώρα σκέφτεται την επόμενη ευκαιρία με την οποία θα ξεδιπλώσει το ταλέντο του στη ζαβολιά. Ίσως η μεταφορά να είναι παραπλανητική εν μέρει, μιας και υπονοεί ένα συλλογικό «εμείς» κι ότι «εμείς» φταίμε, με την αυτομαστιγωτική διάθεση που υιοθετήθηκε από ένα μέρος του δημόσιου λόγου κυρίως τις εβδομάδες μετά το κούρεμα. Ας θυμηθούμε τα πάρτι, τα ρουσφέτια, το πελατειακό σύστημα, τις μικρές και μεγάλες αβαρίες, την ατιμωρησία και την ασυδοσία: ο κατάλογος των ουσιαστικών δεν έχει τέλος. Μόνο που δεν είναι (μόνο) αυτά, μα κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει: η έλλειψη βούλησης, προθυμίας, πεποίθησης ότι πρέπει να τελειώνουμε με τον παλιό κακό εαυτό, ότι αυτά που μας έφεραν ως εδώ, δηλαδή το σύνολο των παθογενειών και των κακοδαιμονιών, πρέπει να ξεριζωθούν. Προς το παρόν συνεχίζουμε με την υποκριτική επίκληση της τήρησης των κανόνων του παιγνιδιού, την ώρα που η κύρια επιδίωξη είναι η παράκαμψή τους προς ίδιον όφελος. Συνεχίζουμε με τους παλιούς καλούς τακτικισμούς και τις ασκήσεις ισορροπίας, αφού οι κύριοι φορείς του πολιτικού και πολιτειακού μας συστήματος μόνο σε αυτή τη γλώσσα μπορούν να συνδιαλεχθούν. Μου φαίνεται καθαρή τρέλα να πιστεύει κανείς ότι δοκιμάζοντας την ίδια συνταγή ξανά και ξανά, θα υπάρξει διαφορετικό αποτέλεσμα. Αναρωτιέμαι τι δουλειά έχουμε οι περισσότεροι από εμάς με όλη αυτή τη μαφία κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουμε ότι μπορούμε να συναλλαχθούμε μαζί τους. Κουράζομαι, οργίζομαι, απογοητεύομαι, αποστασιοποιούμαι, καθώς νιώθω μικρές και μεγάλες ιδιοτέλειες να υπονομεύουν τα καλύτερά μας χρόνια κι ότι οι δύο προσφερόμενες λύσεις είναι να ενδώσω ή να αγνοηθώ. Διαλέγω να μην διαλέξω.

15 Ιουνίου 2014

Η δημοκρατία του καλοκαιριού



Και να που πιο αργοπορημένα, σε σχέση με άλλες χρονιές, το καλοκαίρι μας χτυπάει την πόρτα – έστω με τους αέρηδες και τις μπόρες του. Ο γνώριμος ιδρώτας σε βρίσκει κατά το μεσημέρι κι η θάλασσα σε επισκέπτεται διαρκώς ως ανάμνηση και προσδοκία, με την αλμύρα και τον αχό της, με την άμμο που βρίσκεις στα πιο αναπάντεχα μέρη, με το ρυθμικό κυμάτισμά της και τις σκέψεις την ώρα που πέφτει ο ήλιος δυτικά.

Στην παραλία αποτυπώνεται εν είδει μικρόκοσμου το μεγάλο μοτίβο της κοινωνίας μας, με τους τρέντι, τους μουσάτους τύπους των κοιλιακών, τους αμετανόητους hipster, τις γκομενίτσες με τη βαθιά ανησυχία για το τι χρώμα θα βάψουν το νύχι κι εμάς, τους (νομίζω) πιο προσγειωμένους, που μυρίζουμε λίγο eightίλα – με τις ψάθες και τις ομπρέλες μας παραμάσχαλα, ίσως λίγο πιο πεζοί, σίγουρα ελεύθεροι, κατά το δυνατόν, από τη lifestyle ανωμαλία που μας περιστοιχίζει. Αλλά ας είναι: στη δημοκρατία του καλοκαιριού είμαστε όλοι ίσοι κι ο καθένας δικαιούται να το ζει όπως το νιώθει καλύτερα, βαθύτερα, περισσότερο. Οι ελεγκτές των πόθων ας μείνουν για πάντα να βράζουν στο ζουμί τους, ανέραστοι και άχαροι.

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή περίπου, περπατάω μέσα της, ώσπου το νερό να φτάσει στη μέση μου και μετά βουτάω κατευθείαν. «Καλό καλοκαίρι», σκέφτομαι την ώρα που το νερό με έχει καλύψει. Κι έτσι με τα χρόνια, έχω συλλέξει τις αναμνήσεις από όλες αυτές τις πρώτες βουτιές, στη Λάρνακα, τη Νέα Πέραμο, την Ικαρία, τη Σαμοθράκη, την Κρήτη, την Καρπασία, τον Ατλαντικό, τη Χαλκιδική. Κι αν ψάξω ακόμα πιο πολύ στις αποθήκες της μνήμης, βρίσκω μισό βουνό, μισή θάλασσα, έτσι όπως πάντα ήταν η ζωή μου, έτσι που να μην μπορώ να ξεδιαλύνω ανάμεσά τους. Και τι άλλο; Βαριοί ίσκιοι απ’ το Παγγαίο συντροφεύουν τις διαθλάσεις του φωτός μέσα στο νερό, πλάτανοι και μυρωδιές από μπαξέδες πιάνονται χέρι με χέρι με ούζα, θαλασσινά και τηγανητές πατάτες, οι εξεταστικές του Ιουνίου ποτίζονται ακόμα με μπίρες και ατελείωτες κουβέντες στη βεράντα και κάπου παλιά, ύπνος σε μια παραλία, το Αιγαίο να μας τυλίγει κι από πάνω ο ουρανός να μην σ’ αφήνει να πάρεις τα μάτια αλλού. Ήταν ο καιρός που κάθε υπόσχεση επαληθευόταν, κάθε φιλί δινόταν, κάθε γέλιο έβρισκε τον αντίλαλό του και το καλοκαίρι εκτεινόταν στο άπειρο, λες και κάθε μέρα υποσχόταν ότι δεν τελείωνε κι ότι ο Σεπτέμβρης θα ήταν μια απραγματοποίητη απειλή.

Είμαστε στα μέσα του Ιούνη κι εγώ νιώθω ότι η μια πόρτα άνοιξε και μια αιωνιότητα, μεγάλη σαν θάλασσα, βρίσκεται μπροστά μου. Δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο, πέρα από το να τη διαβώ.


8 Ιουνίου 2014

Ματιές στην άβυσσο




Βγαίνοντας από τον σταθμό των τρένων στο Στρασβούργο την περασμένη Δευτέρα, φορτωμένος με τα μπαγκάζια μου και έχοντας ξοδέψει πάνω από μισή μέρα για να φτάσω από το μικρό μας νησί στον προορισμό μου, παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου. Καθώς  γύρισα το κεφάλι μου στα δεξιά, σε μια παράμερη γωνιά της πλατείας, σε μέρος που δεν θα εστίαζε κανείς εύκολα την προσοχή του, είδα έναν άντρα απροσδιόριστης ηλικίας, ίσως γύρω στα 40-50, να απλώνει τον αφρό ξυρίσματος στο πρόσωπο του, καθώς έβλεπε τον εαυτό του σε έναν μικρό καθρέφτη. Γύρω του είχε 2-3 σακούλες, που φαίνονταν να περιείχαν ρούχα – ίσως τα υπάρχοντα του. Κι αυτός, καθώς τον παρατήρησα για λίγο  ακόμα, ήταν ντυμένος με τριμένα, βρώμικα ρούχα. Κοντοστάθηκα για μερικά δευτερόλεπτα, ξαφνιασμένος από την εικόνα και με την αίσθηση ότι παραβίαζα τον προσωπικό χώρο κάποιου άλλου. Μια αίσθηση ντροπής με κατέβαλε και συνέχισα σκοτεινιασμένος προς το ξενοδοχείο.

Είναι απ’ τις φορές που ένα βίαιο χέρι με τραβάει από τη μικρή φούσκα ασφάλειας στην οποία νομίζω ότι ζω. Η επίπλαστη ευκολία της καθημερινότητάς μου με τα, ας τα πούμε, προβλήματα και άγχη της δουλειάς και της προσωπικής αναζήτησης, καταρρέει παταγωδώς. Προφανώς, δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με την εξαθλίωση. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από απόκληρους, από ανθρώπους που γίνονται σκόνη της γης. Κι αυτό όχι επειδή ήταν η μοίρα τους. Όχι, δεν πιστεύω σε ντετερμινισμούς αυτού του είδους. Μέσα στην καρδιά της Ευρώπης, στις πόλεις των χωρών μας, ακόμα και μέσα στις δικές μας, στα στενά της Λευκωσίας, η ζωή αλλάζει ξαφνικά έκφραση, σκληραίνει, γίνεται δυνάστης και φορέας ταλαιπωρίας και εξευτελισμού.

Κανείς δεν διαλέγει να βρεθεί στο δρόμο, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς φαγητό, στέγη και ασφάλεια. Κανείς δεν διαλέγει να αφήσει τη δουλειά του, να παρατήσει τις σπουδές του, να αφεθεί στην κακοδαιμονία για να ριχτεί σε ένα άγριο αγώνα επιβίωσης, όπου δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει και που  ή πως θα κοιμηθείς το ίδιο βράδυ, όπου η τροφή σου δεν είναι εξασφαλισμένη και η υγεία σου είναι σε διαρκή κίνδυνο.

Κάτι πάει στραβά με τον κόσμο μας. Είναι ένας κόσμος ανισοτήτων, αδικίας και καταπίεσης. Όσοι από εμάς μπορούμε να ξυπνάμε το πρωί της Κυριακής σε ένα στρώμα, κάτω από μια στέγη, να πίνουμε ένα καφέ στην κουζίνα μας και βγαίνουμε για να αγοράσουμε μια εφημερίδα, χαζολογώντας στο περίπτερο, είμαστε από την άλλη γραμμή της γραμμής. Από την πλευρά όσων ευνοήθηκαν από τη συγκυρία, όσων είχαν κάπου να πατήσουν για να σταθούν, όσων ξέρουν ότι αν πέσουν κάποιος από τους δικούς του ανθρώπους θα σταθεί δίπλα τους για να τους βοηθήσει. Αφαιρώντας όλες αυτές τις ζώνες προστασίας, βρίσκεται κανείς ξεγυμνωμένος, μόνος και φοβισμένος σε έναν σκληρό κόσμο που κανείς δεν πρόκειται να γυρίσει να σε δει. Εκτός ίσως από κάποιον περίεργο, που μια μέρα θα σε δει να ξυρίζεσαι στην άκρη μιας πλατείας. Μα, κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα.