Είναι το μέρος στο οποίο επιστρέφω κάθε χρόνο. Ίσως όχι όσο
συχνά θα ήθελα, αλλά το έχω βάλει περίπου τάμα να παίρνω το μακρύ δρόμο μέχρι
το τέλος της χερσονήσου. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι αυτό που με κάνει να
νιώθω τον τόπο τόσο δικό μου κι ας μην έχω καμία σχέση αίματος ή ανάμνησης μαζί
του. Οι απαντήσεις που έδινα στον εαυτό μου είχαν να κάνουν με την ενέργεια που
ένιωθα, με την αυθεντική κυπριακότητα του τοπίου, με τη συγκίνηση που φέρνει η
περίεργη αίσθηση του να επισκέπτεσαι τα μέρη που έχει δει μόνο σε βιβλία και με
τη σκέψη ότι το μέρος είναι μια άλλη, άγνωστη Κύπρος, που η γενιά μου τόσο
άδικα στερήθηκε. Αν η λέξη δεν είχε τόσο βάναυσα κακοποιηθεί τόσα χρόνια στο
στόμα τόσων πολλών και για τόσο ευτελείς αφορμές θα τολμούσα να πω ότι το μέρος
είναι ευλογημένο. Ωστόσο, προτιμώ να μείνω στα ανθρώπινα, στις αισθήσεις και
τις παραισθήσεις και να νιώσω όσα βιώνονται με το σώμα και την ψυχή.
Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, έτσι και φέτος πήρα το
αυτοκίνητο μου και κατάπια τα χιλιόμετρα για να ξαναπάω εκεί. Από το ταξίδι
κράτησα τη σκέψη ότι παρά τις διαρκείς επιστροφές μου, το βάθος του
συναισθήματος δεν αλλάζει και η ζεστή αίσθηση του απογεύματος εξακολουθεί να
είναι οικεία και πρωτόγνωρη μαζί. Μαζί με τις σκέψεις, έρχεται και ο ήλιος που
λαμπυρίζει στις βόριες θάλασσες μας, το τοπίο που φανερώνει μια Κύπρο πράσινη,
γόνιμη και όχι βυθισμένη σε μια ξηρή ώχρα. Έρχονται και οι προσδοκίες και οι
επιθυμίες που αποτολμάς να αφήσεις τον εαυτό σου να έχει. Δένεσαι πάνω στα
άγρια άλογα τους και ξεχύνεσαι μπροστά όπου σε βγάλουν. Κι αν το λύναμε
επιτέλους, κι αν μπορούσαμε να κυκλοφορούμε πραγματικά ελευθεροι, χωρίς το φόβο
για μόνιμο σύντροφο; Κι αν μπορούσαμε να απλώσουμε ρίζα εδώ, και να στήσουμε τη
ζωή μας με αναφορά αυτό το μέρος;
Με τέτοιους ψίθυρους και εσωτερικούς μονολόγους παίρνω το
δρόμο της επιστροφής κάθε φορά και η μέσα μου φωνή μεγαλώνει, βαθαίνει, σπάει.
Του χρόνου, ελπίζω να μπορώ να διηγηθώ στον εαυτό μου μια διαφορετική
πραγματικότητα.