28 Σεπτεμβρίου 2015

Καρπασία




Είναι το μέρος στο οποίο επιστρέφω κάθε χρόνο. Ίσως όχι όσο συχνά θα ήθελα, αλλά το έχω βάλει περίπου τάμα να παίρνω το μακρύ δρόμο μέχρι το τέλος της χερσονήσου. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι αυτό που με κάνει να νιώθω τον τόπο τόσο δικό μου κι ας μην έχω καμία σχέση αίματος ή ανάμνησης μαζί του. Οι απαντήσεις που έδινα στον εαυτό μου είχαν να κάνουν με την ενέργεια που ένιωθα, με την αυθεντική κυπριακότητα του τοπίου, με τη συγκίνηση που φέρνει η περίεργη αίσθηση του να επισκέπτεσαι τα μέρη που έχει δει μόνο σε βιβλία και με τη σκέψη ότι το μέρος είναι μια άλλη, άγνωστη Κύπρος, που η γενιά μου τόσο άδικα στερήθηκε. Αν η λέξη δεν είχε τόσο βάναυσα κακοποιηθεί τόσα χρόνια στο στόμα τόσων πολλών και για τόσο ευτελείς αφορμές θα τολμούσα να πω ότι το μέρος είναι ευλογημένο. Ωστόσο, προτιμώ να μείνω στα ανθρώπινα, στις αισθήσεις και τις παραισθήσεις και να νιώσω όσα βιώνονται με το σώμα και την ψυχή.

Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, έτσι και φέτος πήρα το αυτοκίνητο μου και κατάπια τα χιλιόμετρα για να ξαναπάω εκεί. Από το ταξίδι κράτησα τη σκέψη ότι παρά τις διαρκείς επιστροφές μου, το βάθος του συναισθήματος δεν αλλάζει και η ζεστή αίσθηση του απογεύματος εξακολουθεί να είναι οικεία και πρωτόγνωρη μαζί. Μαζί με τις σκέψεις, έρχεται και ο ήλιος που λαμπυρίζει στις βόριες θάλασσες μας, το τοπίο που φανερώνει μια Κύπρο πράσινη, γόνιμη και όχι βυθισμένη σε μια ξηρή ώχρα. Έρχονται και οι προσδοκίες και οι επιθυμίες που αποτολμάς να αφήσεις τον εαυτό σου να έχει. Δένεσαι πάνω στα άγρια άλογα τους και ξεχύνεσαι μπροστά όπου σε βγάλουν. Κι αν το λύναμε επιτέλους, κι αν μπορούσαμε να κυκλοφορούμε πραγματικά ελευθεροι, χωρίς το φόβο για μόνιμο σύντροφο; Κι αν μπορούσαμε να απλώσουμε ρίζα εδώ, και να στήσουμε τη ζωή μας με αναφορά αυτό το μέρος;

Με τέτοιους ψίθυρους και εσωτερικούς μονολόγους παίρνω το δρόμο της επιστροφής κάθε φορά και η μέσα μου φωνή μεγαλώνει, βαθαίνει, σπάει. Του χρόνου, ελπίζω να μπορώ να διηγηθώ στον εαυτό μου μια διαφορετική πραγματικότητα.
  

20 Σεπτεμβρίου 2015

Δεν ξέχασα



Δυο λόγια κι από μένα για τη θεατρική παράσταση του ΘΟΚ στη Σαλαμίνα, πέρα από τις αντιπαραθέσεις και τις πικρίες. Γιατί νομίζω ότι αυτό που καίει στην ενδοχώρα του καθενός είναι μια παλιά και αλλιώτικη φωτιά. Κάτι που βαίνει πέραν της δικαίωσης και της επιμέτρησης του πατριωτισμού των συμπολιτών μας. Στη Σαλαμίνα βρέθηκαν πολλοί, άγνωστοι, γνωστοί, επίσημοι κι ανεπίσημοι. Βρέθηκαν και άτομα από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, ανάμεσά τους και άνθρωποι από τη μεταπολεμική γενιά. Εμάς που, αναλόγως της γωνίας, είμαστε η αποτυχία ή η επιτυχία του σχολικού συστήματος. Που τα εξώφυλλα των τετραδίων μας, με τις φωτογραφίες από κατεχόμενα μέρη να χωρίζονται από ένα συρματόπλεγμα και τον υπότιτλο «Δεν ξεχνώ», ήταν μια διαρκής και αναπόφευκτη υπενθύμιση. Λοιπόν, χωρίς ενοχή ας το παραδεχθώ: είναι αδύνατον να θυμηθείς κάτι που δεν έζησες. Αλλά και αδύνατον να ξεχάσεις κάτι όταν το ζήσεις.
Κι έτσι, βρεθήκαμε σε έναν από τους χώρους των παιδικών αναμνήσεων, του τεχνητού και προκατασκευασμένου τους μέρους. Κι υπήρχε συγκίνηση. Κι ανατριχίλα. Και μια αίσθηση ότι αιωρούμασταν λίγο πάνω από το έδαφος. Τα λόγια των οικοδεσποτών ζέσταναν τις καρδιές μας. Σ’ αυτόν τον τόπο χωράμε όλοι. Αν ξέρεις τους λίβες που σαρώνουν το νησί, τότε είσαι του τόπου. Αν ξέρεις τα άνυδρα καλοκαίρια, ανήκεις εδώ. Αν έχεις κλείσει τα μάτια, επιπλέοντας σε μια ζεστή θάλασσα, τότε έχεις πλαστεί από το μέρος. Χωράει κι όλους αυτούς που λατρεύουν να μισούν και να μισιούνται. Η πιο μεγάλη ήττα του μίσους θα είναι η μετατροπή του σε ένα παλιό φολκλόρ, ένα στερεότυπο στο κάτω συρτάρι της ντουλάπας. Ιδού, λοιπόν, γιατί είμαστε η πιο μεγάλη αποτυχία του σχολικού και πολιτικού συστήματος που μας ανάγιωσε.
Και μια τελευταία σκέψη: όταν το έργο ξεκίνησε, οι σιωπές μας κρατήθηκαν απ’ το χέρι και στο μισοσκόταδο έβλεπες μόνο μορφές, κεφάλια και χέρια να σαλεύουν ελαφρώς, τα σώματα να προσπαθούν να βρουν μια βολική στάση. Διαγώνια πίσω απ’ τη σκηνή κάθισαν πάνω σε ένα βράχο 3-4 αστυνομικοί του ψευδοκράτους, παρακολουθώντας το έργο. Από μια άποψη, ήταν η στιγμή της κατάλυσης των εξουσιών, των σημαιών και της βίας. Το σημείο αναφοράς μας και το μοίρασμα της εμπειρίας όλων μπήκαν στο άθροισμα όσων συνέβησαν πάνω στη σκηνή και μέσα μας στη διάρκεια του έργου. Δεν ευαγγελίζομαι ούτε με πείθει κάποια εκπολιτιστική αποστολή και η μάλλον ανύπαρκτη ιερότητα του χώρου, του έργου, της συγκυρίας. Το μόνο που θέλω να καθαρίσω από τις σκόνες και να φυλάξω μέσα μου είναι εκείνες τις στιγμές ανάτασης, την υποψία πως, διάολε, η ζωή μας μπορεί να είναι κι αλλιώς, ας τολμήσω να πω, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω κι εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου: κανονική.

13 Σεπτεμβρίου 2015

Αδιέξοδο





Μια ερώτηση: γιατί τόσο κρυμμένο μίσος; Προσπαθώ. Με τις περιορισμένες αντοχές και το πεπερασμένο των δυνατοτήτων μου. Προσπαθώ να καταλάβω, να μπω στη θέση του άλλου, να ακούω χωρίς να διακόψω, χωρίς να αντιμιλήσω. Προσπαθώ να αγνοήσω τον ψίθυρο της οργής στ’ αυτί, που μου λέει να αντιδράσω δίχως όρια. Θέλω οι συζητήσεις να έχουν ένα νόημα και θέλω εξίσου οι συζητήσεις κάποτε να τελειώνουν, να βγάζουν κάπου, να λύνουν τους κόμπους. Δεν τα καταφέρνω. Αλλά δεν χάνω την πεποίθηση και ξεκινώ ξανά. Μα δεν βλέπω και πολλούς να τα καταφέρνουν. Κι αυτό με αποκαρδιώνει πολύ. Ίσως να είναι αυτό που καίει τα σπαρτά μου.

Αναρωτιέμαι για την καταγωγή και τη φύση αυτού του μίσους. Το φαντάζομαι σαν μια αποθήκη από μπετόν στην ερημιά. Χωρίς πόρτα, χωρίς παράθυρα, χωρίς αέρα. Χτίστηκε λίγο λίγο. Κάποιος έφερε τα υλικά. Μια κουβέντα που κατέβηκε στραβά θα ήταν ίσως η αρχή. Κάποιος έβαλε τη δουλειά. Συνειδητά και ασυνείδητα πολλοί κουβάλησαν νερό για να ζυμωθεί η πρώτη ύλη. Στο σπίτι, στο σχολείο, στον στρατό, στη δουλειά. Λόγια πικρά, εικόνες που συνθλίβουν. Η αίσθηση του φόβου στάζει αργά μέσα μας. Μια απειλή σαν ένα τρίξιμο στο σκοτάδι επιστρέφει τα βράδια. Δεν θέλουμε κανέναν. Δεν θέλουμε άλλους, πλην των ομοίων μας. Δεν χωράμε όλοι σε αυτό το νησί.

Κι ύστερα, οι κύκλοι του αίματος. Δύσκολο να το φανταστείς, αν έρθεις ανυποψίαστος στο νησί. Το βαρύ φως, οι ράθυμες κινήσεις κι η αγαθή πρόθεση δεν προϊδεάζουν τον επισκέπτη για το πόσο αίμα έχει τρέξει μεταξύ μας. Ξέχασα τη βία – να πω κάτι και γι’ αυτήν. Ενάντια στους δικούς μας και στους άλλους. Ενάντια στους αριστερούς, στις γυναίκες, στους απρόθυμους να χειροκροτήσουν το όραμα του αρχηγού. Η τυφλή βία, που σε αρπάζει απλώς και μόνο επειδή είσαι Ελληνοκύπριος στην Άσσια, Τουρκοκύπριος στην Αλόα, Αρμένης στη Λευκωσία.

Νά, λοιπόν, ο κρυφός χάρτης του τόπου: φόβος – μίσος – βία – αίμα. Η πρώτη γενιά ακολούθησε αυτά τα οροθέσια. Κι η επόμενη άκουσε την αντίστροφη διαδρομή: για το αίμα που έτρεξε, τη βία που υπήρξε για να φτιαχτεί ξανά το μίσος και τον φόβο για όποιον δεν χωράει σε κουτάκια, σε νόρμες, σε ομάδες. 

Σήμερα βρίσκω τον εαυτό μου ξανά στο ίδιο αδιέξοδο, σαν εκείνα που βρίσκω όταν ποδηλατώ κοντά στην πράσινη γραμμή: ξέρω ποιον έχω απέναντί μου, αλλά δεν μπορώ να τον φτάσω, ούτε να τον δω. Κάτι, ή μάλλον καλύτερα, αυτός ο απέναντι δεν με αφήνει. Όλο πιο συχνά τελευταία σκέφτομαι ότι ο καθένας από μας βιώνει μέσα του μια διαρκή, προσωπική διχοτόμηση, όπου κάθε προοπτική φτάνει αργά ή γρήγορα σε ένα αδιέξοδο.

6 Σεπτεμβρίου 2015

Ποια ομοσπονδία;




Κι ενώ η επικαιρότητα κυριαρχείται από τη μικροπολιτική αντίδραση σε επιμέρους θέματα της διαπραγματευτικής διαδικασίας, η ευκαιρία να σκεφτούμε και να συζητήσουμε για το πώς θα μοιάζει αυτή η ομοσπονδία, την οποία θα φτιάξουμε με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας, περνάει καθημερινά χαμένη.

Εξηγούμαι: η ειδησεογραφία των τελευταίων μηνών γύρω από το Κυπριακό κινείται στα γνωστά ρηχά νερά. Το ζήτημα της μετεξέλιξης, των δικαιωμάτων του χρήστη και του ιδιοκτήτη μιας περιουσίας, το καθεστώς των εποίκων στη μετά τη λύση εποχή, η πληθυσμιακή αναλογία και διάφορα άλλα που θα μπορούσαν να προστεθούν στον κατάλογο αυτό, εμφανίζονται και εξαφανίζονται από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με παροιμιώδη ευκολία. Η παρουσίασή τους γίνεται με τον γνωστό πια τρόπο: ορισμένα κόμματα αντιδρούν αρνητικά σε μια εξέλιξη, η κυβέρνηση εξηγεί και αντιτίθεται, μεσολαβεί κάποια συνεδρία ενός οποιουδήποτε σώματος, ένας από τους πολιτικούς αρχηγούς θα ρίξει μια βιτριολική ατάκα και το θέμα θα σβήσει, μέχρι την εμφάνιση ενός νέου. Και ξανά από την αρχή στο μαγγανοπήγαδο. Έτσι, διατηρείται η αίσθηση της διαρκούς πολιορκίας της πολιτείας μας και μια σημαντική μερίδα των συμπολιτών μας εκπαιδεύεται στον αρνητισμό. Την κατάλληλη ώρα, όλα τα κουμπάκια τους θα πατηθούν ξανά για να αποτρέψουν «δυσμενείς εξελίξεις».

Όμως πέρα από τον στρεβλό τρόπο της «δημόσιας συζήτησης», λείπει και η ουσία. Πώς θα μοιάζει αυτή η μελλοντική ομοσπονδία; Θέλουμε ένα προεδρικό σύστημα, στα πρότυπα του Συντάγματος του 1960; Ή μήπως η υιοθέτηση ενός κοινοβουλευτικού θα ήταν πιο χρήσιμη; Θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε την αρχιτεκτονική του νέου συστήματος διακυβέρνησης κατά τρόπο που να ευνοεί τις συμπράξεις των πολιτικών κομμάτων μεταξύ των δύο κοινοτήτων; Ή, παίρνοντας τον συλλογισμό ένα βήμα παραπέρα, θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε στη βάση μικτών κομμάτων; Η θεμελιακή ιδέα πίσω από αυτά τα ερωτήματα είναι κατά πόσον μπορούμε να σπάσουμε το ιστορικό (και ζυριχικό) μοντέλο της λειτουργίας στη βάση εθνοτικών γραμμών.

Ένα άλλο ζήτημα είναι το ιδεολογικό πρόσημο της πολιτείας αυτής. Ποιος θα είναι ο αξιακός της χάρτης, οι σκοποί της και οι τομείς ανάπτυξης δράσης της; Με ποιο τρόπο θα προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ειδικά αυτά τα οποία προς το παρόν δεν προβλέπονται ρητά στο ισχύον Σύνταγμα, όπως το δικαίωμα σε ένα ανθρώπινο και καθαρό περιβάλλον, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, δικαιώματα κοινωνικού χαρακτήρα και η προστασία των μειονεκτούντων, καθώς και η απαγόρευση των διακρίσεων που εδράζονται στον σεξουαλικό προσανατολισμό; Κι επίσης, πώς θα κατοχυρωθεί τόσο στον καταστατικό χάρτη της αλλά και εν τοις πράγμασι η προστασία και προαγωγή της προστασίας του κοινωνικού φύλου, αλλά και της πολιτικής και κοινοτικής ταυτότητας των δύο κοινοτήτων; Οι επιλογές που έχουμε ενώπιόν μας διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και η μαγεία της συγκυρίας έγκειται στο ότι μπορούμε να έχουμε λόγο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος, ή έστω, να αποπειραθούμε να φέρουμε τα θέματα αυτά στο προσκήνιο.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, αυτά είναι τα θέματα που θα άξιζε να συζητούμε, αντί να περιδινιζόμαστε στο business as usual του Κυπριακού.