Πάει κι ετούτη η γιορτή. Κάποια στιγμή σταματάς να μετράς τις χαρακιές του χρόνου κι αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι περισσότερο τα όσα λέγονται στην εκκλησία. Κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι μάλλον έχεις μεγαλώσει. Τα ρούχα σου προδίδουν μια επίκτητη σοβαρότητα και η διάθεση σου δεν υποπίπτει ταχέως στη βαριεστημάρα. Στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου του αδελφόθεου (να μια από τις παραξενιές της πίστης μας) στη Φλωρεντία, των Ελλήνων οι κοινότητες σμίγουν για δύο ώρες. Παρατηρώ την εκκλησία με το δυτικότροπο διάκοσμό της, την έλλειψη τέμπλου, τα καθίσματα αίθουσας αναμονής ιατρείου. Πιο παράταιρο σκηνικό δεν θα μπορούσα να σκαρφιστώ.
Από κοντά και τα συνήθη κακά του ρωμαιϊκου – ψίθυροι, ανούσιες κουβέντες, μάνες που κοιτάνε βλοσυρά τα υπερκινητικά βλαστάρια τους, ο επίτροπος της εκκλησίας που παραγοντίζεται, προσηλωμένες θεούσες. Στις δώδεκα παρά βγαίνουμε έξω για να κάνουμε ανάσταση. Μοιάζουμε μ’ ένα αλλόκοτο λεφούσι που καταλαμβάνει το στενό για λίγη ώρα. Βρισκόμαστε στη θρησκευτική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μας ενημερώνει ο νεαρός ιερέας, με ελληνικά που γλιστράνε εύκολα σε σολοικισμούς και λάθη. «Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, ελέω Θεού...». Ας είναι.
Στο «Χριστός Ανέστη» ξεχνάω την ελλειπή θρησκευτική μου κατήχηση και την κατάτι πιο ενημερωμένη αθεϊα μου και ψέλνω τρις και ψυχωμένα, μαζί με τους υπόλοιπους «θανάτω θάνατον πατήσας», σε μια συναλληλία που νιώθω σπάνια τα τελευταία χρόνια. Τα φιλιά της αγάπης δίνονται αφειδώλευτα, μάτια που λαμπυρίζουν κάτω από τα κίτρινα φώτα και τα χαμόγελα αψηφούν το συννεφιασμένο ουρανό της Τοσκάνης. Με τη νοερή σκηνοθετική μου δεινότητα, η κάμερα απομακρύνεται κάθετα και προς τα πάνω, καθώς απομένω μόνος στη μέση του αλληλοασπαζόμενου πλήθους ακίνητος και σιωπηλός, με τη σκέψη μου να γίνεται δρόμωνας για άλλα μέρη. Αυτή την ώρα, επιστρέφω μετά από αιώνες από την εσωτερική μου εξορία και βλέπω τον εαυτό μου να είναι ικανός για την αγάπη και τη συγχώρεση – να δώσει και να πάρει. «Ου τοι συνέχθην, αλλά συμφιλείν έφην», η Αντιγόνη αιώνες τώρα κραυγάζει την προοικονομία της: δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ. Θέλω να κρατήσω αυτή την αίσθηση ανά(σ)τασης όσο μπορώ.
Φεύγω με γοργό βήμα. Δυο τετράγωνα πιο κάτω, κοριτσόπουλα από την Αμερική, με τις κλασσικές μεσοδυτικές τους φάτσες και τα πλαδαρά τους κορμιά στριμώχνονται σε μπαρ της κακιάς ώρας, νομίζοντας ότι ζουν το ευρωπαϊκό τους όνειρο: ελεύθερη πρόσβαση στο αλκοόλ και μια προσδοκία to get laid. Στρίβοντας στο τελευταίο στενό πριν το σπίτι, μια παρέα κάνει κύκλο. Καθώς τους προσπερνώ, ρίχνω μια κλεφτή ματιά στα ναρκωτικά που ανταλλάζουν και την ίδια στιγμή ένα χαμογελαστό ζευγάρι περνά αμέριμνο με το ποδήλατο του ξυστά. Θάνατος και ζωή αξεδιάλυτα μαζί.
Νιώθω ευγνώμων που το κινητό μου δεν κατακλύζεται από μηνύματα με προκάτ ευχές. Πριν το τέλος της σκέψης μου, η δόνησή του με διαψεύδει. «Πάσχα σημαίνει διάβαση», διαβάζω. Όντως – αρκεί να ξέρεις το όνομα της γης που θες να φτάσεις.
2 σχόλια:
πολλά όμορφο.εμετέφερες μας.
Δεν είναι συγκινητικές οι ορθόδοξες λειτουργίες, όταν είσαι εκτός; Θυμάμαι την παλιοημερολογίτικη λειτουργία του Δεκαπενταυγούστου, στον Άη Γιώργη των Ελλήνων, στα ελληνικά, ιταλικά και ρώσικα. Τυχαίοι συμμέτοχοι, καθώς μπήκαμε στην εκκλησία, τριγυρίζοντας στα στενά σοκάκια της Βενετίας, Κυριακή μεσημέρι. Μία κατάνυξη που σπανίως αισθάνθηκα στις δικές μας εκκλησιές - ίσως γι'αυτό ευθυνόταν και το ειδικό βάρος του χώρου και της ιστορίας...
Δημοσίευση σχολίου