21 Μαρτίου 2010
'Ανοιξη (επιτέλους)
Το βουητό της το είχαμε ακούσει μέρες πριν, σαν ένα μεγάλο σμήνος να μας πλησίαζε. Όσοι το 'χαμε ξανακούσει, ήμασταν υποψιασμένοι για τα λόγια που θα μας έλεγε. Οι υπόλοιποι, οι πιο πολλοί δηλαδή, συνέχισαν να περπατούν σκυφτοί. Κι όμως, κάτι σύννεφα με απροσδόκητο θράσος είχαν ρίξει άγκυρα πάνω στον ουρανό, την ώρα που τα μηνύματα από το νησί με πληροφορούσαν για τα ζεστά ρεύματα που το σάρωναν. Κι αναλογίστηκα ότι έτσι διχασμένος ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες πορεύτηκα αυτά τα χρόνια, κλεισμένος σε ένα μαιανδρικό μονόλογο. 'Ανοιξη, λοιπόν, κι ο ήλιος πυρώνει ξανά το χώμα της πατρίδας μας. Κι όλα μου φαίνονται να συμπλέκονται αξεδιάλυτα: ο χρόνος, τα πρώτα «εγώ», η ιστορία μας, τα τέλματα και οι ανάγκες. Με τι να πρωτοασχοληθείς και πώς να μαζέψεις το μυαλό σου, όταν γύρω σου ακούς «αυτό που κάνει η άνοιξη στις κερασιές», μονάχα ένα μεγαλειώδη κι ακατάπαυστο οργασμό, την ανάσα της γης να εντείνεται και τα ζωντανά αυτού του πλανήτη να αναγνωρίζουν μόνο το ορμέφυτό τους;
'Ανοιξη. Η Περσεφόνη μπορεί να επιστρέψει ξανά - να διαβεί τις πύλες του 'Αδη και να λουστεί στο φως. Ιστορίες χωρισμού και επανασύνδεσης μας άφησαν οι αρχαίοι ημών, για να τις λέμε στην καρδιά του χειμώνα, έτσι που να μπορούμε να προσδοκούμε και να θυμόμαστε τον επόμενο ήλιο, το προηγούμενο καλοκαίρι. Μπορούμε να βάλουμε τα όνειρά μας μέσα σ΄ αυτό το σκηνικό; Να στολίσουμε τους ορίζοντες που πήραν να ξεθολώνουν και να διευρύνονται με τα αισιόδοξα βλέμματά μας; Θα το ΄θελα, και θα το προσπαθούσα, μόνο που μια αναγκαία συνθήκη μού πελεκάει ανοίκεια το μυαλό: να (ξανα)βρεθούμε όλοι, σε κοινούς χώρους, στις ίδιες παρέες, για να ξαναμιλήσουμε, να ανοίξουμε (...άνοιξη!) δρόμους καινούργιους για τόπους νοερούς. Καθώς ο λογισμός μου καταπιάνεται με αυτά, που δεν ξέρω καν πόσους πολλούς ή λίγους αφορούν, η ανοησία και ο συντηρητισμός έχουν κολλήσει πάνω μας σαν γιγαντιαίες βεντούζες και πιπιλάνε το μυαλό μας με το φόβο, εκπαιδεύοντας μας με το λίγο, απομυζώντας την ενέργεια και τη βούληση αφήνοντάς μας μόνο με το σχεδόν και το τίποτα.
Ευτυχώς, το παιχνίδι δεν χάνεται σε μια μόνο παρτίδα, αλλά, διάολε, πότε θα νικήσουμε εμείς;
(Στη φωτο είναι η λεμονιά του σπιτιού μου - την οποία ελπίζω να μην κόψει ο πατέρας μου)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου