"Τώρα που αλλάξαν οι καιροί μου γράφεις να γυρίσω[...] λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά"
Μιχάλης Μπουρμπούλης
Η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλος εναντίον Τουρκίας, παρά το αρνητικό της πρόσημο, αποτελεί ευκαιρία για να ξαναδούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Κι αυτό γιατί η αιτιολόγηση και το διατακτικό της απόφασης καταρρίπτει πολλά από τα συνθήματα και μας εξαναγκάζει να τελειώνουμε με τον υποκριτικό δημόσιο διάλογο.
Το πρώτο που καταρρίπτεται είναι ο μύθος ότι το Κυπριακό είναι ένα νομικό πρόβλημα που θα λυθεί μέσα από αλλεπάλληλες προσφυγές στο ΕΔΑΔ, που θα δημιουργήσουν ασφυκτική νομική και οικονομική πίεση στην Τουρκία. Το ίδιο το ΕΔΑΔ απορρίπτει αυτή τη στάση, λέγοντας ότι το μέσον των ατομικών προσφυγών δεν είναι όχημα για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων και αντιμετώπισης παραβιάσεων σε διακρατικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, το ΕΔΑΔ, αντιλαμβανόμενο την προσπάθεια πολιτικοποίησης του φόρουμ και της απόπειρας να το εμπλέξουμε σε μια ατέρμονη διαμάχη, προφυλάσσει το σύστημα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων από την καταχρηστική άσκηση των τελευταίων. Η λεγόμενη διεκδικητική πολιτική, που εδραζόταν κατά μεγάλο μέρος στη νομική υπεροχή μας, ραγίζει.
Το δεύτερο μύθευμα που καταρρίπτεται είναι κάτι που ξέραμε από καιρό: ότι το κάθε κράτος, ανεξαρτήτως της πηγής, του είδους ή της έντασης της παραβίασης, θα πρέπει να παρέχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την πραγμάτωση και προστασία αυτών των δικαιωμάτων. Το κράτος θα είναι πάντα ο θύτης, αλλά και ο παροχέας της θεραπείας. Για χρόνια, το δικαστήριο αυτό έχει διακηρύξει ότι η προστασία των δικαιωμάτων θα πρέπει να επιδιώκεται πρώτιστα εντός της κάθε εθνικής έννομης τάξης. Σε αυτή τη λογική, η "επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας", ως μηχανισμός για τον οποίο ευθύνη έχει η Τουρκία, έγινε αποδεκτός, αφού εκ πρώτης όψεως αποδείχθηκε ότι μπορεί να προσφέρει θεραπείες που ανταποκρίνονται στα επίπεδα του ΕΔΑΔ. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι εδώ τίθενται και τα ανώτατα όρια της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Προσπαθώντας να σκιαγραφήσουμε τις λανθασμένες επιλογές και τις παραλείψεις της πλευράς μας, θα κατέγραφα τα εξής:
1) Η έλλειψη κεντρικής ενημέρωσης και καθοδήγησης από το κυπριακό κράτος. Αν και το δικαίωμα προσφυγής είναι ατομικό και μπορεί να ασκείται ελεύθερα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνοδεύεται και από μια ευθύνη. Μετά την απόφαση Λοϊζίδου και την 4η Διακρατική, όπου υπήρξε ο σπόρος της αποδοχής των εσωτερικών ενδίκων μέσων, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους αιτητές για το τι συνεπάγεται η υποβολή προσφυγής.
2) Η άσκηση μικροπολιτικής και η άγρα πελατών από ορισμένους δικηγόρους. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, το συνολικό ποσό για την υποβολή μιας προσφυγής στο ΕΔΑΔ που καταβλήθηκε προς δικηγόρους ανέρχεται στο ύψος των 4-5 εκατομμυρίων ευρώ. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι υποβολές αυτών των προσφυγών δεν έγιναν μέσα από την ελεύθερη επιλογή των αιτούντων, αλλά μέσα από συντονισμένες εκστρατείες μαζικής προσέγγισης πολιτών, με σκοπό να πειστούν προς την υποβολή προσφυγών. Κι αν είναι κάποιοι που γνωρίζουν για αποδείξεις με χαρτόσημα, αυτοί δεν είναι άλλοι από όσους κινούνται στη δικηγορική αγορά... Μαζί με την εκμαίευση χρηματικών ποσών, ορισμένοι επέλεξαν να κτίσουν και τις πολιτικές τους καριέρες πάνω στη νομική διάσταση του Κυπριακού, προσχωρώντας σε μια εύκολη ρητορική γύρω από τις δυνατότητες επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Ωστόσο, πέρα από την ανασκόπηση και την επίρριψη ευθυνών, θα πρέπει να σκεφτούμε την επόμενη μέρα. Δυστυχώς, οι αντιδράσεις της πολιτικής ηγεσίας, που επιχειρεί να αντιμετωπίσει το σοκ ζητώντας χρόνο προς μελέτη της απόφασης ή αμφισβητώντας την ορθότητά της ή ακόμα αναζητώντας πολιτικές παρεμβάσεις, προδίδουν την αμηχανία και την έλλειψη σχεδίου. Και όχι μόνο λείπει η αντίδραση στο νομικό κομμάτι του παιχνιδιού, αλλά απουσιάζει ταυτόχρονα μια πολιτική πρόταση. Οι συνέπειες αυτής της έλλειψης έχουν διαχυθεί αναπόφευκτα και στην κοινωνία, η οποία φαίνεται να τελεί σε μια διαρκή νιρβάνα, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσει το πραγματικό ερώτημα που πλανιέται από πάνω μας από τον καιρό του Ανάν: Λύση ή διαρκής διολίσθηση;
Στο ερώτημα αυτό έχει δοθεί μια άμεση απάντηση από τους συνήθεις ύποπτους: το δίκαιό μας είναι αδιαμφισβήτητο, οι περιουσίες μας δεν είναι για πούλημα, ο αγώνας θα συνεχιστεί μέχρι την τελική δικαίωση, θα συνεχίσουμε τις δικαστικές μάχες, όπως μας έχει δείξει η υπόθεση Όραμς. Πέρα από τον εύηχο και βερμπαλιστικό τόνο της, η απάντηση αυτή έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό: είναι λανθασμένη. Αν το αλληλοκυνηγητό Ε/Η και Τ/Κ ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας σε διάφορα διεθνή και εθνικά όργανα είναι η απάντηση, τότε αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε μάθει τίποτα από τα όσα έχουν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια και ότι οι προτεραιότητές μας είναι μπερδεμένες.
Χωρίς λύση σε σύντομο χρονικό διάστημα, κανείς δεν μπορεί να προσδοκεί την αποκατάσταση των δικαιωμάτων, την εμπέδωση ενός αισθήματος ασφάλειας και τη δημιουργία συνθηκών ευημερίας για όλους τους κατοίκους του νησιού. Το Κυπριακό θα περνά μέσα από διαρκείς κρίσεις και διολισθήσεις, που σε βάθος χρόνου θα προσομοιάζουν σε μια de jure διχοτόμηση. Ακόμα και αν όλες οι προσφυγές στο ΕΔΑΔ επιτύγχαναν, ακόμα και αν όλοι οι ιδιοκτήτες περιουσίας κυνηγούσαν τον κάθε κακομοίρη Ευρωπαίο που αγοράζει κακή ή αφελή τη πίστη περιουσία στα κατεχόμενα, το πρόβλημα θα παρέμενε αναλλοίωτο: ούτε ένα εκατοστό της κατεχόμενης γης μας δεν θα επέστρεφε στο νόμιμο ιδιοκτήτη και κανείς δεν θα χρησιμοποιούσε την περιουσία του κατά τον τρόπο που επιθυμεί.
Ο χρόνος έχει τελειώσει και θα πρέπει να αποφασίσουμε. Αν προτιμούμε την επιστροφή και την επανένωση, τότε πρέπει να δώσουμε τέλος στα συνθήματα. Διαφορετικά, ας πάρουμε τα λεφτά των αποζημιώσεων και ας τελειώνουμε με την υποκρισία των μακροχρόνιων, που οδηγούν στο μόνιμο διαχωρισμό. Προφανώς, ο γράφων τάσσεται με την πρώτη επιλογή...
(Το κείμενο δημοσιεύεται στο 6ο τεύχος του περιοδικού ΡΕΥΜΑ)
Το πρώτο που καταρρίπτεται είναι ο μύθος ότι το Κυπριακό είναι ένα νομικό πρόβλημα που θα λυθεί μέσα από αλλεπάλληλες προσφυγές στο ΕΔΑΔ, που θα δημιουργήσουν ασφυκτική νομική και οικονομική πίεση στην Τουρκία. Το ίδιο το ΕΔΑΔ απορρίπτει αυτή τη στάση, λέγοντας ότι το μέσον των ατομικών προσφυγών δεν είναι όχημα για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων και αντιμετώπισης παραβιάσεων σε διακρατικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, το ΕΔΑΔ, αντιλαμβανόμενο την προσπάθεια πολιτικοποίησης του φόρουμ και της απόπειρας να το εμπλέξουμε σε μια ατέρμονη διαμάχη, προφυλάσσει το σύστημα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων από την καταχρηστική άσκηση των τελευταίων. Η λεγόμενη διεκδικητική πολιτική, που εδραζόταν κατά μεγάλο μέρος στη νομική υπεροχή μας, ραγίζει.
Το δεύτερο μύθευμα που καταρρίπτεται είναι κάτι που ξέραμε από καιρό: ότι το κάθε κράτος, ανεξαρτήτως της πηγής, του είδους ή της έντασης της παραβίασης, θα πρέπει να παρέχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την πραγμάτωση και προστασία αυτών των δικαιωμάτων. Το κράτος θα είναι πάντα ο θύτης, αλλά και ο παροχέας της θεραπείας. Για χρόνια, το δικαστήριο αυτό έχει διακηρύξει ότι η προστασία των δικαιωμάτων θα πρέπει να επιδιώκεται πρώτιστα εντός της κάθε εθνικής έννομης τάξης. Σε αυτή τη λογική, η "επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας", ως μηχανισμός για τον οποίο ευθύνη έχει η Τουρκία, έγινε αποδεκτός, αφού εκ πρώτης όψεως αποδείχθηκε ότι μπορεί να προσφέρει θεραπείες που ανταποκρίνονται στα επίπεδα του ΕΔΑΔ. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι εδώ τίθενται και τα ανώτατα όρια της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Προσπαθώντας να σκιαγραφήσουμε τις λανθασμένες επιλογές και τις παραλείψεις της πλευράς μας, θα κατέγραφα τα εξής:
1) Η έλλειψη κεντρικής ενημέρωσης και καθοδήγησης από το κυπριακό κράτος. Αν και το δικαίωμα προσφυγής είναι ατομικό και μπορεί να ασκείται ελεύθερα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνοδεύεται και από μια ευθύνη. Μετά την απόφαση Λοϊζίδου και την 4η Διακρατική, όπου υπήρξε ο σπόρος της αποδοχής των εσωτερικών ενδίκων μέσων, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να ενημερώσει τους ενδιαφερόμενους αιτητές για το τι συνεπάγεται η υποβολή προσφυγής.
2) Η άσκηση μικροπολιτικής και η άγρα πελατών από ορισμένους δικηγόρους. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα, το συνολικό ποσό για την υποβολή μιας προσφυγής στο ΕΔΑΔ που καταβλήθηκε προς δικηγόρους ανέρχεται στο ύψος των 4-5 εκατομμυρίων ευρώ. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι υποβολές αυτών των προσφυγών δεν έγιναν μέσα από την ελεύθερη επιλογή των αιτούντων, αλλά μέσα από συντονισμένες εκστρατείες μαζικής προσέγγισης πολιτών, με σκοπό να πειστούν προς την υποβολή προσφυγών. Κι αν είναι κάποιοι που γνωρίζουν για αποδείξεις με χαρτόσημα, αυτοί δεν είναι άλλοι από όσους κινούνται στη δικηγορική αγορά... Μαζί με την εκμαίευση χρηματικών ποσών, ορισμένοι επέλεξαν να κτίσουν και τις πολιτικές τους καριέρες πάνω στη νομική διάσταση του Κυπριακού, προσχωρώντας σε μια εύκολη ρητορική γύρω από τις δυνατότητες επιτυχίας ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Ωστόσο, πέρα από την ανασκόπηση και την επίρριψη ευθυνών, θα πρέπει να σκεφτούμε την επόμενη μέρα. Δυστυχώς, οι αντιδράσεις της πολιτικής ηγεσίας, που επιχειρεί να αντιμετωπίσει το σοκ ζητώντας χρόνο προς μελέτη της απόφασης ή αμφισβητώντας την ορθότητά της ή ακόμα αναζητώντας πολιτικές παρεμβάσεις, προδίδουν την αμηχανία και την έλλειψη σχεδίου. Και όχι μόνο λείπει η αντίδραση στο νομικό κομμάτι του παιχνιδιού, αλλά απουσιάζει ταυτόχρονα μια πολιτική πρόταση. Οι συνέπειες αυτής της έλλειψης έχουν διαχυθεί αναπόφευκτα και στην κοινωνία, η οποία φαίνεται να τελεί σε μια διαρκή νιρβάνα, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσει το πραγματικό ερώτημα που πλανιέται από πάνω μας από τον καιρό του Ανάν: Λύση ή διαρκής διολίσθηση;
Στο ερώτημα αυτό έχει δοθεί μια άμεση απάντηση από τους συνήθεις ύποπτους: το δίκαιό μας είναι αδιαμφισβήτητο, οι περιουσίες μας δεν είναι για πούλημα, ο αγώνας θα συνεχιστεί μέχρι την τελική δικαίωση, θα συνεχίσουμε τις δικαστικές μάχες, όπως μας έχει δείξει η υπόθεση Όραμς. Πέρα από τον εύηχο και βερμπαλιστικό τόνο της, η απάντηση αυτή έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό: είναι λανθασμένη. Αν το αλληλοκυνηγητό Ε/Η και Τ/Κ ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας σε διάφορα διεθνή και εθνικά όργανα είναι η απάντηση, τότε αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε μάθει τίποτα από τα όσα έχουν λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια και ότι οι προτεραιότητές μας είναι μπερδεμένες.
Χωρίς λύση σε σύντομο χρονικό διάστημα, κανείς δεν μπορεί να προσδοκεί την αποκατάσταση των δικαιωμάτων, την εμπέδωση ενός αισθήματος ασφάλειας και τη δημιουργία συνθηκών ευημερίας για όλους τους κατοίκους του νησιού. Το Κυπριακό θα περνά μέσα από διαρκείς κρίσεις και διολισθήσεις, που σε βάθος χρόνου θα προσομοιάζουν σε μια de jure διχοτόμηση. Ακόμα και αν όλες οι προσφυγές στο ΕΔΑΔ επιτύγχαναν, ακόμα και αν όλοι οι ιδιοκτήτες περιουσίας κυνηγούσαν τον κάθε κακομοίρη Ευρωπαίο που αγοράζει κακή ή αφελή τη πίστη περιουσία στα κατεχόμενα, το πρόβλημα θα παρέμενε αναλλοίωτο: ούτε ένα εκατοστό της κατεχόμενης γης μας δεν θα επέστρεφε στο νόμιμο ιδιοκτήτη και κανείς δεν θα χρησιμοποιούσε την περιουσία του κατά τον τρόπο που επιθυμεί.
Ο χρόνος έχει τελειώσει και θα πρέπει να αποφασίσουμε. Αν προτιμούμε την επιστροφή και την επανένωση, τότε πρέπει να δώσουμε τέλος στα συνθήματα. Διαφορετικά, ας πάρουμε τα λεφτά των αποζημιώσεων και ας τελειώνουμε με την υποκρισία των μακροχρόνιων, που οδηγούν στο μόνιμο διαχωρισμό. Προφανώς, ο γράφων τάσσεται με την πρώτη επιλογή...
(Το κείμενο δημοσιεύεται στο 6ο τεύχος του περιοδικού ΡΕΥΜΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου