28 Μαρτίου 2010

Κάτω από φώτα κόκκινα


Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία, μ’ αυτό που έχει σημασία είναι πως διασχίζουμε ακόμη τις θάλασσες μαζί του. Το πρώτο-πρώτο ταξίδι, την πρώτη φορά που ξανοίχτηκα στον κόσμο, το ‘κανα σε χρόνο που δεν θυμάμαι – μόνο θυμάμαι την αφή του σκληρού και υποκίτρινου χαρτιού των εκδόσεων Άγρα στο Πούσι και το Μαραμπού, με προμετωπίδες του Τσαρούχη. Ο αχός της θάλασσας κι οι γλάροι, οι ώρες της βάρδιας αναμένοντας τα σήματα ενός μακρινού κι άγνωστου ασυρματιστή γεννιόντουσαν μπροστά μου μέσα από δασείες, περισπωμένες και άλλα αλλόκοτα πνεύματα. Τη χρονιά που γεννήθηκα, το μακρινό 1979, ο Σταυρός του Νότου έπαιζε στα πικ-απ των ψαγμένων και μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτός δίσκος ήταν η προίκα της Μοίρας που προϋπάντιζε την έλευσή μου στον κόσμο. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι στίχοι ξέφευγαν από τον ορφικό μυστικισμό της ομοιοκαταληξίας και άρχιζαν να στεφανώνουν τις σκέψεις μου, τα συμβάντα της ζωής και τα μέτωπα των κοριτσιών που συναντούσα. Στην εφηβεία, ορκίστηκα να γίνω ιδανικός κι ανάξιος εραστής και να χαράξω στο κορμί μου στίγματα ανεξίτηλα με πλάσματα της θάλασσας και εικόνες γυναικών, μόνο και μόνο για να τους αφεθώ σε ώρες ατελείωτου έρωτα πάνω σε σχεδίες από φύκια, παντοδύναμος κι εξαντλημένος από αλκοόλ, αγάπη και ναρκωτικά. Καθώς το ταξίδι μου έξω από τον κόσμο αυτό συνεχιζόταν βαθιά μέσα μου, σκλήριζε στον ακουστικό μου πόρο η φωνή ενός μονιμά στο στρατόπεδο του Μεγάλου Πεύκου. Τέλος Αυγούστου, να σκάει ο τζίτζικας, κι εμείς με στολή παραλλαγής, σφιχτοδεμένα άρβυλα και τελάρα της κακιάς ώρας να μαζεύουμε τα φύκια που ξέβραζε ο Σαρωνικός για να μην χαλάει η θέα για το διοικητή. Καθώς η αλμύρα έσμιγε το γλυφό αποτύπωμα της με τα ιδρωμένα μας κορμιά, εγώ είχα αποδράσει ήδη σε μια νύχτα των Ίνκας, στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια έξω απ’ τη Σκύρο. Κι ύστερα έφυγε ο καιρός, ξοδεύτηκαν τα χρόνια σπάταλα και ηδονικά. Αριστοτέλειο, θολωμένα ούζα, κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη, νυχτερινές περιπολίες στο Leiden, ψυχροί βοριάδες και μια μυρωδιά ταγκισμένου λαδιού να μας διαπερνά στην Grand Place, σιωπηρές Κυριακές με μακαρόνια και chianti. Ο Καββαδίας ήταν εκεί ως σταθερή υπόμνηση, σαν ξεχασμένη γνώση να συντροφεύει, όπως μόνο οι μοναχικοί κι εξωστρεφείς άνθρωποι της θαλάσσας ξέρουν να συντροφεύουν, τις ώρες αργίας. Η γενιά του ’30 μας ταξιδεύει ακόμα στον υπερρεαλισμό της, βαθιά ανθρώπινη και αισθαντική...

http://www.ekebi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: