“Γι’ αυτό κ’ εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να παρουσιάζω σοβαρήν όψι.
Hύρα πως μεγάλως με διευκολύνει τες υποθέσεις μου.
Eσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ.”
Το ξέρω που για να επιτύχει κανείς
Μικρά Καβαφικά, Β΄
Αυτό μας λείπει, σύντροφοι (με την ευρεία έννοια, για να μην παρεξηγούμαι). Μετά την Κίνηση για τη Σωτηρία της Κύπρου, την Κίνηση για το Ευρωπαϊκό Μέλλον της Κύπρου, το Κίνημα Ελληνικής Αντίστασης, ξεπήδησε το νέο παραπούλι της Κίνησης για την Υπεράσπιση του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Φοβάμαι ότι οι αρκαδικοί βλαστοί της Κίνησης ξέμειναν ταμπουρωμένοι στην ταράτσα της Σεβερείου περιμένοντας τους επικουρικούς. Ξυπνήστε ρε! 2011 calling! Παντού εχθροί και συνωμότες, ένας λαός που αγωνίζεται εδώ και χιλιετίες, ολετήρες και δούρειοι ίπποι και χίλιοι δυο άλλοι διάολοι συνθέτουν το κυπριακό μας σύμπαν. Βλέπετε, η κοινωνία των πολιτών βγαίνει από τις σκληρώσεις της και συνεγείρεται μόνο για εθνικόφρονες σκοπούς. Αλλά λείπει το απλό και το αυτονόητο από αυτόν το δόλιο τόπο: η υπεράσπιση της λογικής.
Το περασμένο Σάββατο μακριά από τα εκτυφλωτικά φώτα των κεντρικών δρόμων της Φλωρεντίας και τη χύδην χλιδή των απαστραπτουσών βιτρινών, ένα τοπικό διαπολιτισμικό κέντρο οργάνωσε τη δικιά του γιορτή δρόμου. Οι Agnelli Mancanti (οι απόντες/χαμένοι αμνοί) φρόντισαν να στήσουν τη νύχτα με φτηνά ποτά, μικροπωλητές έθνικ παραφερνάλιων, χαρούμενες φάτσες και ένα συγκρότημα μουσικής με δύο Ιταλούς, δύο Μαροκινούς και έναν Έλληνα. Οι τελευταίοι μας έδωσαν τραγούδια κι από τις δυο πλευρές της Μεσογείου και όλα τελείωσαν με τον τραγουδιστή να παραχωρεί τη σκηνή σε έναν νέο από το κοινό που είπε το τελευταίο τραγούδι στα αραβικά. Κατά μια ειρωνεία της τύχης, το αμέσως προηγούμενο βράδυ, δεχόμουν απανωτά γραπτά μηνύματα από φίλους στην Κύπρο: κάποιοι μου έστελναν τους στίχους στο «οι ελέ-, οι ελεύθεροι και ωραίοι» και άλλοι με ενημέρωναν για τις χαιρετούρες και τα δώρα τους. Σε αντίστιξη με τη δικιά μου πραγματικότητα, το φεστιβάλ της ΕΔΟΝ φρόντιζε για άλλη μία χρονιά να μην χαθεί κανένας αμνός, διατηρώντας στη φορμόλη ένα κομμάτι της νεολαίας της Κύπρου.
Αν τα χρόνια του ’70 μας έδωσαν το στερεότυπο του ταγαριού, της αξύριστης μασχάλης και μιας (φλου) επαναστατικής προσδοκίας, τα δικά μας χρόνια συνθέτουν το μείγμα ενός βάρβαρου οπαδισμού, πασπαλισμένου με Βασίλη και Κατσιμίχες. Η γραμμή του αντιαισθητικού φολκλόρ τραβήχτηκε πιο βαθιά μέσα στην επικράτεια του κιτς, φροντίδι του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος αφού ξεμπέρδεψε με τον ΓΓ του ΟΗΕ, έκανε και το κομμάτι του στη Λευκωσία. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, τελικά...
Συνειρμικά, πηδάω στα του Κυπριακού: πάλι άτυχοι είμαστε, αδέλφια. Το 2004 πήγαμε στις συνομιλίες με τον Καραμανλή στο ρόλο του Μεγάλου Ακίνητου και τον Τάσσο φορτωμένο με όλα τα απαραίτητα «όχι». Τώρα το καμπανάκι του τελευταίου γύρου έχει κτυπήσει, η Ελλάδα ξαναντύθηκε Ψωροκώσταινα και ο Χριστόφιας κρατιέται από τις ΔΗΚΟλυκοφιλίες του. Αναρωτιέμαι πώς θα μας βρουν οι επόμενοι μήνες. Αφού φτιάξαμε παντού φαντάσματα συνωμοσιών και μύθων για «κυπριακές ιδιοκτησίες» και ξιφουλκήσαμε σαν άλλοι Δον Κιχώτες εναντίον των ανεμόμυλων των ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων και της επιδιαιτησίας, τώρα βρισκόμαστε ενώπιον των ανατροπών τους. Το αίμα που έχει τρέξει ανάμεσά μας είναι πολύ, το καλύτερο που περιμένεις από τον κόσμο είναι μια εχθρική αδιαφορία και κανείς δεν φαίνεται να έχει το κέφι να τραβήξει κουπί για να φτάσουμε στη λύση. Ένα μεγάλο κομμάτι όσων θεωρούνται υπέρμαχοι της λύσης, βαυκαλιστήκαμε για χρόνια σε συγκεντρώσεις και πρωτοβουλίες, σαν όλους αυτούς τους θεοπάλαβους που κλείνονται σε μια φάρμα 200 χιλιόμετρα έξω από το Ουισκόνσιν και περιμένουν τον Μεσσία. Α! Με συγχωρείτε που λοξοκοίταξα στην Εσπερία. Έχουμε και εμείς τα ελληνοπρεπή μας: Αρκάδι και Κούγκι. Για όσους δεν θυμούνται, στο τέλος, οι ήρωες τινάζουν τα πάντα στον αέρα...