Οι συζητήσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, στις οποίες κατά καιρούς γίνομαι μάρτυρας (με τη διττή σημασία του όρου) είναι εξόχως αποκαλυπτικές. Μέσα από αυτές αναδεικνύονται με τον πιο ξάστερο τρόπο τα ασφυκτικά όρια ενός συγκεκριμένου είδους συζήτησης στον τόπο μας, που κινείται ανάμεσα στον αναγωγικό εμπειρισμό και τον σεμνότυφο ρατσισμό. Δυστυχώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η συζήτηση αυτή διεξάγεται με τη συνεπικουρία των διαθλαστικών φακών που μας επιβάλλει η τουρκική κατοχή. Στις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την εισβολή, η αντίληψη και η κατανόηση των ζητημάτων που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα εγγράφονται αποκλειστικά στον ορίζοντα του μανιχαϊσμού: καλό/κακό, άσπρο/μαύρο, θύτες/θύματα. Μοιραία κάθε τέτοια συζήτηση καταλήγει στα του Κυπριακού, και ακόμη πιο συγκεκριμένα στην παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων, στερώντας ταυτόχρονα την ευκαιρία για την ανάδειξη και ανάλυση άλλων ζητημάτων. Σαν μια ακατανίκητη δίνη, το Κυπριακό μας τραβάει όλο και πιο βαθιά μέσα του, αναδιαμορφώνοντας τον εγκέφαλο ώστε να αντιλαμβανόμαστε και να ερμηνεύουμε τα πάντα μέσα από αυτό.
Μία από τις αιτίες για αυτό είναι η νομικίστικη προσέγγιση που έχει επιβληθεί από τις πολιτικές ελίτ, μια συγκεκριμένη ομάδα «έγκριτων» δικηγόρων και την αναπαραγωγή της από τα περισσότερα κόμματα και ΜΜΕ. Αναπόφευκτα, η επίδραση κάνει φανερά τα σημάδια της. Από την άλλη κάθε απόπειρα να μιλήσει κάποιος για άλλα ζητήματα, όπως η αναγκαιότητα για τη διαρκή και ουσιαστική εκπαίδευση των σωμάτων ασφαλείας σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προστασία μειονοτικών ομάδων, η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεών μας απέναντι στους μετανάστες, η εκρίζωση του trafficking και ο έλεγχος της κρατικής δράσης με κύριο κριτήριο τα ανθρώπινα δικαιώματα, αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση με αδιαφορία. Συχνότερο φαινόμενο είναι μια μηχανική αντίδραση που προδίδει και τα στερεότυπα στη σκέψη: τα νέα θέματα αντιμετωπίζονται ως ύποπτος κοινωνικός εισοδισμός και νόθευση του μόνου αληθινού αγώνα που έχει αξία, δηλαδή για το Κυπριακό.
Η όποια εκφορά γνώμης που αφίσταται της πλειοψηφούσας κατατάσσεται αυτομάτως στις αιρετικές και συνδέεται με ποικιλώνυμες μη κυβερνητικές οργανώσεις, που στα μάτια των πολλών έχουν ταυτιστεί με τη γραφικότητα και το περιθώριο. Αν και η στάση αυτή αδικεί ποικιλοτρόπως, οι ίδιες οι οργανώσεις φαίνονται να απολαμβάνουν την ηδονή της μειοψηφίας και να βολεύονται στο ρόλο αυτό. Για τους συνομιλητές σου, καθίστασαι πολύ μοντέρνος, πολύ ανοικτός, πολύ Ευρωπαίος και σίγουρα πολύ αφελής για να μην αναγνωρίζεις τις κοινωνικές συμβάσεις και τη συνθλιπτική υπενθύμιση των πραγματικοτήτων στην ίδια σου τη χώρα.
Κι όμως, όπως μαρτυρά η πρακτική σε διάφορες χώρες, αυτό που φαίνεται να μπορεί να κάνει τη διαφορά σε μια χώρα δεν είναι μόνο η έκδοση συστάσεων, αναφορών και επικριτικών ανακοινώσεων. Αυτό που χρειάζεται είναι συστηματική και στοχευμένη δουλειά σε ένα θέμα με πρακτικές κυρίως δράσεις. Αν μπορέσουν οι διάφορες οργανώσεις να αναδιαμορφώσουν το ρόλο τους, ώστε να ασχοληθούν με τις βασικές αιτίες και τα κενά στην προστασία τους, τότε και το ισοζύγιο θα γύρει προς τη θετική πλευρά και οι αντιλήψεις πολλών θα κλονιστούν. Με σιγουριά θα έλεγα ότι και το ίδιο το αντικείμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα ξέφευγε από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της δικαστηριοποίησής τους και θα μετατρεπόταν σε καθημερινή, πρακτική και ουσιαστική κοινωνική παρέμβαση. Βέβαια, η συνθήκη αυτή από μόνη της δεν είναι ικανή για να ανατρέψει το κλίμα. Αλλά, από την άλλη και η έλλειψή της απλά το συντηρεί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου