3 Ιουνίου 2012

Είναι...


Είναι Ιούνιος του 1986.
Φοράμε όλοι κοντά παντελόνια και άσπρα φανελάκια.
Στον τοίχο κρέμονται ασπρόμαυρες φωτογραφίες αντρών – ούτε μία γυναίκα – και τα τετράδιά μας έχουν στο εξώφυλλό τους εικόνες που χαράζονται από μια διαγώνια γραμμή. Λέμε τραγούδια και μικρά ποιηματάκια, σαν χαριτωμένα παπαγαλάκια σε κλουβί.
 Κάνει ζέστη και στην αυλή του Ελενείου καίγονται τα πέλματά μας.
 Πάνω από τον πίνακα είναι τοποθετημένη η φωτογραφία ενός κυρίου με μαύρα ρούχα και από κάτω μια κόκκινη μουντζούρα.
Προσπαθώ να την αντιγράψω στα χαρτιά μου, αλλά με μπερδεύει, είμαι αδέξιος και το αφήνω.
Το χειρότερο πράγμα που μπορούσε να συμβεί ήταν να μην παίξεις μπάλα το απόγευμα.

Είναι Φεβρουάριος του 1993.
Μια συμμαθήτριά μου κυκλοφορεί με ένα αυτοκόλλητο που γράφει «ΠΑΚ» στο πουλόβερ της.
Στην τηλεόραση εμφανίζονται καθημερινά πλάνα από εκτοξεύσεις πυραύλων, καθώς και διάφοροι typical Κυπραίοι με φαλάκρα, κοιλιά και σοβαροφανή καλαμαρίστικη προφορά.
Λίγους μήνες πριν, όταν κατεβήκαμε στις διαδηλώσεις, κάποιοι πλακώθηκαν με αφορμή την ελληνική και την κυπριακή σημαία.
Δεν είχα καταλάβει ακριβώς γιατί, κι εξάλλου είχε αρχίσει ένας πετροπόλεμος στη νεκρή ζώνη που φαινόταν πιο ενδιαφέρων.
Μια αγροτική κοινωνία ταπεινοφρόνων, μα και ταυτόχρονα κρυψίνοων ανθρώπων, αλώνεται συνειδησιακά και μετατρέπεται σε στρατόκαυλη ορδή λογιστών, δικηγόρων και γραφιάδων.
Εμείς είμαστε η πρώτη ύλη, αλλά δεν το ξέρουμε ακόμα.

Είναι Αύγουστος του 1998.
Είμαστε δώδεκα άντρες κοπελλούθκια στο φυλάκιο επί του υψώματος και από κάτω λειτουργεί το εργοστάσιο επεξεργασίας λυμάτων.
Η αποφορά του φτάνει σ’ εμάς, την ώρα που η θερμοκρασία χτυπάει 40άρια.
Το ύψωμα ονομάζεται Μπαρσάκ, που σημαίνει «έντερο» στα τούρκικα. Τι ειρωνεία: από κάτω μας αναδεύονται αργά και σταθερά όλα τα σκατά της ελληνοκυπριακής Λευκωσίας.
 Ένας ταξίαρχος μας κάνει εξωτερική έφοδο και βλέποντας τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» με ρωτάει υποτιμητικά αν διαβάζω κομουνιστικά βιβλία.
Δεν δίνω καμιά απόκριση.
Έχω όμως μια απάντηση:
«395 κι απόψε, μαλάκα».
Την κρατάω για τον εαυτό μου.

Είναι Δεκέμβρης του 2003.
Στη Θεσσαλονίκη κάνει κρύο, αλλά οι συμφοιτητές μου κι εγώ ποζάρουμε περιχαρείς με τα πτυχία ανά χείρας.
Έχουμε ένα βλέμμα ανεμελιάς και μέσα από το τούνελ του χρόνου φτάνει εκκωφαντική η άγνοιά μας για τον κόσμο έξω από τους στενούς ορίζοντες της πατρίδας και των όσων γνωρίζουμε.
Πιστεύουμε ότι θα είμαστε για πάντα 24 χρονών και θα πίνουμε μπίρες μέχρι τα ξημερώματα.
Οι περισσότεροι στο ενδιάμεσο παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, πήραν δάνεια και είναι σε σπίτια καλά βολεμένοι.
Εγώ πλέον φτιάχνομαι με δύο μόνο μπίρες.
Το χειρότερο είναι ότι μετά τα μεσάνυχτα νυστάζω αφόρητα.

Είναι Απρίλης του 2004.
Οι άνθρωποι τελούν σε μια ακραία ψυχολογική κατάσταση, συνεπικουρουσών των προπαγανδιστικών καταχωρίσεων για το δημοψήφισμα.
Μια Τουρκοκύπρια ανεμίζει την ευρωπαϊκή σημαία σε μια πλατεία, την ώρα που χιλιάδες καρτέλες του «όχι» υψώνονται από ελληνοκυπριακά χέρια σε αίθουσες συγκεντρώσεων.
Ένας λαός με σχιζοφρένεια.
Αποχαιρετάμε οριστικά την προοπτική λύσης, πεπεισμένοι ότι αντισταθήκαμε σε ακόμη ένα σατανικό σχέδιο αφελληνισμού του νησιού.
Έκτοτε, η βόρεια Κύπρος μετατρέπεται σε ένα απέραντο εργοτάξιο και η απ’ εκεί Λευκωσία μοιάζει με ταξίδι σε ξένη χώρα, κάθε φορά ακόμα πιο ξένη.

Είναι Ιούνης του 2012.
Οι κρόταφοί μου έχουν αρχίσει να ασπρίζουν και από τις ιστοσελίδες διαβάζω τα ίδια πράγματα που άκουγα παλιά.
 Δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση, η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς και πάει λέγοντας. Μαζί με αυτά και μερικά καινούργια: κρίση, χρέος, οι μετανάστες, επιδόματα, σχέδιο διάσωσης, φυσικό αέριο.
 Ένα νέο λεξικό για μια άλλη κατάσταση ανάγκης διαποτίζει τα εγκεφαλικά μας κύτταρα και οι περισσότεροι μιλάνε με τη νεατερνταλική newspeak των ΜΜΕ.
 Έχω χαθεί με πολύ κόσμο αλλά αυτό που με κάνει να νιώθω ανάπηρος είναι να βρεθώ σε μέρος χωρίς wi-fi.
 Έχω λιγότερες βεβαιότητες από ποτέ…

3 σχόλια:

Aceras Anthropophorum είπε...

Να φοάσαι. Όι πους εν να σου κόψουν το wifi. Απλά θα το κάμουν με συνδρομήν όπως όλα τα πράματα που εξενικήσαν δωρεάν. Θα σου πουν μιαν ημέραν (όπως τες εφημερίδες που εξεκινήσαν δωρεάν πας το διαδίχτυον) ότι το basic βέρσιον δεν μπορέι να πάρει πάνω από τόσο μέγαμπάιτ ανά δευτερόλεπτον τζιαι ότι για να πιάννεις στο χάι σπίντ θα πρέπει να πληρώννεις 700 € τον χρόνο. Αν τα έχεις θα είσαι ελεύθερος. Αν δεν τα έχεις, θα θωρείς τους άλλους που θα σερφάρουν τζιαι θα ξερογλύφεσαι. Για να τα έχεις εξαρτάται τι είσαι έτοιμος να πουλήσεις.

rose είπε...

!

Ανώνυμος είπε...

Η λίστα θα μεγαλώνει.