Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση.
Εκείνη η λουξ
τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο,
μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια,
νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα,
είχανε παίξει το
ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες,
όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.
Μάριος Χάκκας, Ο μπιντές
Όχι αγαπητέ
αναγνώστη, δεν έχω τίποτα να πω πια. Ας τα πει ο Μάριος Χάκκας – το ’χω πάρει
απόφαση άλλωστε ότι και τρεις ζωές να μου χαρίσουν, πάλι δεν θα καταφέρω να τα
πω καλύτερα. Κι εξάλλου, είναι πάντα εκείνο το ιδιώνυμο βάρος των προηγουμένων:
τα έχουν πει πριν από μένα άλλοι, μιας και στην τέχνη δεν υπάρχει
παρθενογένεση. Κύριε διευθυντά, θα ήθελα για μία φορά, αυτή η στήλη να
εμφανιστεί κενή: θα ήταν η πιο σημαντική μου δήλωση.
Μέχρι τότε απομένει, μόνο να γινόμαστε βελτιωμένοι
μπάσταρδοι, κι αν η φράση πέφτει βαριά, επειδή πολύ απλά «you are not a bastard!», εντάξει, ας γίνουμε καλύτερες
προσμίξεις γενετικών ποικιλιών. Είχαν στείλει, λοιπόν, ένα email σε λάθος αποδέκτη κι έτσι μάθαμε
την τηλεγραφική γλώσσα της εξουσίας: αυτός κι εκείνος για την τάδε θέση, ώστε
να νιώθει ο Άλλος ότι μας χρωστάει χάρη. Ύστερα, μίλησε κάποιος με έναν άλλον
για μια θέση στον Εκείνονα and his people κι επειδή είναι του χώρου, συμπαθών και
συνοδοιπόρος (ο πατέρας του είχε κολλήσει ένσημα στον παραταξιακό αγώνα) θα τον
βάλουμε τοποτηρητή. Γυρνάω δεξιά, γυρνάω αριστερά. Ο κόσμος συνεχίζει να
δουλεύει όπως και πριν, φωνάζει στα παιδιά του στους παιδότοπους, πληρώνει
φροντιστήρια, τσακώνεται με το έτερο του ήμισυ, χαζεύει στην τηλεόραση, βγαίνει
ένα Σάββατο βράδυ, ονειρεύεται ένα απαγορευμένο γαμήσι, πράγματα μικρά και
καθημερινά, σχεδόν ανθρώπινα.
Μας δουλεύουν μέσα στα μούτρα μας, αλλά δε
βαριέσαι – είναι Τετάρτη βράδυ, οι δημόσιοι υπάλληλοι διήλθαν ακόμη ένα
απόγευμα ωσάν να υπέστησαν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, οι
υπόλοιποι έσβησαν σε έναν καναπέ γύρω στις 9 και έξω φυσάει ένας μανιασμένος
αέρας που σου αρπάζει κάθε λέξη που τολμάς να εκφέρεις. Μοιάζουν οι σκέψεις μας
ανήμπορες και τα παλιά τραγούδια μας παίζουν ανώφελα στα ηχεία. Δεν θα σαλπίσω
εγώ την επανάσταση. Αρκεί μονάχα εκείνος ο μίζερος ελιτισμός που αναγνωρίζουμε
ο ένας στον άλλο εμείς οι προοδευτικοί, τηλεφώνησε μου να τα πούμε, χαθήκαμε ρε
μαλάκα.
Είχα αγαπήσει κάποτε, μα τώρα πια έχω ξεχάσει, και
είναι αυτό μάλλον που δεν μπορώ να διαχειριστώ, ξυπνάω απότομα τα βράδια από το
αργό γύρισμα της κλειδαριάς που κάνουν οι ερασιτέχνες διαρρήκτες της
αξιοπρέπειάς μας και μου διακόπτουν το όνειρο. Σαν σαράκια που τρώνε αργά, μα
σταθερά το μέσα μας. Να, διαβάστε τον Χάκκα στην αρχή πόσο ωραία τα λέει. Ούτε
τα απωθημένα μας δεν ξεμυτίζουν πια μετά τα μεσάνυχτα. Μένουν στα χέρια μας ανεξαργύρωτες
επιταγές, κι αν θες αγαπητέ αναγνώστη ακόμα ένα χυδαίο κλισέ, ιδού πάρ’ το: οι
λέξεις χάνουν το νόημά τους στα στόματά τους. Θα βγουν μετά οι διαψεύσεις, οι
παρερμηνείες, οι μεταλλάξεις. Περιχαρακωμένοι στα φέουδα της ολιγοσύνης,
άχρηστοι στρατηγοί των κομματικών μουτζαχεντίν σχεδιάζουν την επόμενη
πανωλεθρία. Τους κάνω χάζι, γούστο, πώς το λένε ρε αδερφέ; Μα κι αυτή η στάση
ξοδεύεται γρήγορα. Όχι, στ’ αλήθεια, αυτό που αρμόζει στην περίσταση είναι να
τους πάρει κανείς στα σοβαρά – γιατί στο ατάραχο φως της σοβαρότητας, φαίνονται
τόσο καθαρά οι πραγματικές τους διαστάσεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου