Το καλοκαίρι έφυγε - σαν μπαλόνι πια μοιάζει, που
ξεφούσκωσε γοργά και τώρα απομένει μικρό και ζαρωμένο, δίπλα σε ό,τι κουβάλησαν
οι μήνες αυτοί. Οι ψηλές θερμοκρασίες μας τυραννούν ακόμα σε αυτή τη λωρίδα
γης, χωρίς να νοιάζονται και πολύ για τα χρονικά σύνορα των μηνών. Αυτά είναι
κανόνες των ανθρώπων που δεν υπακούν στις ρυθμικές ανάσες της γης. Τα βράδια,
ωστόσο, οι αέρηδες της Λευκωσίας επιστρέφουν δριμείς, στις 19:43 ακριβώς,
σφαλίζοντας απότομα τα ξεχασμένα παράθυρα και παρασέρνοντας τα απομεινάρια της
μέρας. Ποιος ακούει τα βήματα της Περσεφόνης που κινά για τη θητεία της στου
κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια; Στο μεσοδιάστημα πολλών πραγμάτων, οι
αναμνήσεις και οι αισθήσεις του Αυγούστου παλεύουν να μην σβηστούν από όσα άφησες
πίσω φεύγοντας: προθεσμίες, συναντήσεις, υποχρεώσεις που είχες σπρώξει για πιο
μετά - μόνο που το "μετά" είναι "τώρα" και αυτό το
"τώρα" δεν χωράει περισσότερα "μετά". Οι καθημερινές
μικροαγωνίες και τα ανόητα άγχη σε περιμένουν σαν τους αξιωματικούς υπηρεσίας
στην πύλη του στρατοπέδου. Επιστρέφοντας σου τρίβονται στη μούρη όλα τα κλισέ
για καλό χειμώνα, για τις μπαταρίες που γέμισαν, για τα κεφάλια που τώρα
μπαίνουν μέσα. Αυτά δύσκολα και άκεφα τα αντιπαλεύεις, ειδικά αν το μυαλό σου
φεύγει διαρκώς σε μια παραλία, στην αλμύρα που αφήνει λευκές γραμμές στο δέρμα,
στο σκηνικό ενός γάμου με φόντο το Αιγαίο και το αντιφέγγισμα του ήλιου στις
προσόψεις των σπιτιών της Χώρας. Ίσως ο παράδεισος να είναι φτιαγμένος και από
αυτά τα ελληνικά υλικά, τις εικόνες που σε πλημμυρίζουν σε αυτόν τον όμορφο
τόπο. Μα όπως λέει και η αμόρφωτη γιαγιά μου: "Ούτε στον παράδεισο μόνος,
παιδάκι μου". Να μια συμβουλή που αξίζει να ακούσει κανείς για να ξεφύγει
από τον μονήρη εαυτό. Προς το παρόν στις αποθήκες του μυαλού ταξινομούνται τα
ήσυχα ηλιοβασιλέματα, τα δροσερά νερά, η μυρωδιά απ’ τον πλάτανο, το τερέτισμα
των γρύλλων, οι ευχές με μπίρες, ούζα και τσίπουρα, τα ξενύχτια μέχρι το
ξημέρωμα, ο ύπνος του μεσημεριού στην παραλία. Δίπλα τους είναι οι υποσχέσεις
που δώσαμε, σε όχι και τόσο νηφάλια κατάσταση, πως θα ξαναβρεθούμε σύντομα, πως
δεν θα χαθούμε, λες και μπορούμε να παρατείνουμε τη στιγμή και τα λόγια που
είπαμε, υπό το κράτος του συναισθηματισμού και της πανάρχαιας έλξης της
πανσελήνου, ελπίζοντας μάταια ότι θα ξεγελάσουμε τον καιρό. Όπως και να ’χει,
το ξέρω πια καλά: την άνοιξη θα ανθίσουμε ξανά...
Ο
Νικόλας Κυριάκου θα έγραφε κάποτε ένα ποίημα με τον τίτλο «Δισταγμός». Ωστόσο...
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου