28 Απριλίου 2013

ΕΟΚΑ: updated




Δύο δηλώσεις τράβηξαν την προσοχή μου την εβδομάδα που πέρασε. Η μία ήταν από το παραιτηθέν μέλος της ερευνητικής επιτροπής, κ. Π. Καλλή, ο οποίος δήλωσε ότι η δημόσια ζωή είναι διαβρωμένη από τη δεκαετία του εξήντα και ότι γι’ αυτό δεν ήταν βέβαιος ποια θα είναι η χρήση του τελικού πορίσματος της επιτροπής. Λίγες μέρες αργότερα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δήλωνε πως η επικαιροποίηση των αξιών της εποχής της ΕΟΚΑ καθίσταται αναγκαία στον αγώνα μας για την έξοδο από την οικονομική κρίση στην οποία οδηγηθήκαμε. Οι δηλώσεις είναι φαινομενικά ασύνδετες, ειπωμένες σε διαφορετικό πλαίσιο, με αφορμή άσχετες μεταξύ τους περιστάσεις. Επιτρέψτε μου να αποπειραθώ εδώ να συνδέσω τις δύο δηλώσεις, μέσα από τη δική μου προσέγγιση εκείνης της περιόδου και της αξιολόγησης της σημερινής πολιτικής μας κατάστασης.

Η κατεστημένη ιστορική αφήγηση δοξάζει την ενότητα του λαού και τη συστράτευση για την επίτευξη του στόχου της ένωσης με εργαλεία την αυταπάρνηση, το ηρωικό τσαγανό του λαού, την εμπνευσμένη καθοδήγηση, την προσήλωση στα υψηλά ιδανικά και στους ιερούς σκοπούς. Υποψιάζομαι ότι μια τέτοια πανστρατιά θα εννοούσε ο Πρόεδρος όταν αναφερόταν στην επικαιροποίηση, δηλαδή το updating σε απλά ελληνικά, των αξιών της εποχής ώστε να βρει η Κύπρος την έξοδο από την κρίση.

Ο κ. Καλλής όμως πρόδωσε, κατά τη δική μου ερμηνεία, αυτό που δεν ομολογεί η αφήγηση, αυτό που επιδιώκει να κρύψει. Ότι η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ήταν ένα πείραμα σε ιδανικές συνθήκες εργαστηρίου, αλλά κουβάλησε μαζί της ένα σαφές και συγκεκριμένο ιδεολογικό φορτίο, μια προσδιορίσιμη ελίτ με ηγέτη τον Μακάριο και καθορισμένο στόχο την εκπλήρωση του στόχου της ένωσης. Η άλλη όψη τής ανεξαρτησίας ήταν η πολιτική και ψυχολογική ματαίωση της προσδοκίας για την ένωση που οδήγησε σε μια από τις τυπικές κυπριακές παραδοξότητες: από τη μια η ρητορική της ένωσης και η στόχευση σε αυτήν συνεχίστηκε αδιάκοπα, και από την άλλη στήθηκαν αυτόνομες δομές διαχείρισης της εξουσίας που γλύκαναν τους φορείς της. Μαζί με την εθναρχική ελίτ, ρίζωσε μια πολιτική ελίτ που οι φυσικοί και πολιτικοί της επίγονοι συνεχίζουν να έχουν μέχρι σήμερα ισχυρή παρουσία στην πολιτική ζωή.

Αναλογιζόμενος ξανά τη δήλωση του Προέδρου, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι ζούμε σε μια κοινωνία εντός της οποίας λειτουργούν διάφορα παράλληλα σύμπαντα, που δεν τέμνονται ποτέ. Αντιλαμβάνομαι ότι το κοινό που έχει ιδεολογική σύνδεση με την εποχή εκείνη είναι πολύ μεγάλο για να  αγνοηθεί, αλλά κάποτε θα πρέπει να σταθούμε με εντιμότητα, ρεαλισμό και ειλικρίνεια απέναντι στους θεμελιωτικούς μύθους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην έκταση που με αφορά, η ΕΟΚΑ ήταν μια προσπάθεια που ξεκίνησε στη βάση μικρονοϊκών πολιτικών υπολογισμών, με ελλιπείς πόρους, χωρίς σχέδιο και με έντονο το στοιχείο του μεγαλοϊδεατισμού και του μικρομεγαλισμού που διακρίνει διαχρονικά μεγάλο μέρος της πολιτικής ηγεσίας του τόπου. Σε αυτήν χώρεσαν κραυγαλέες αντιφάσεις που ξεκινούν από τον αντικομουνιστικό της χαρακτήρα και φτάνουν στη γνήσια πίστη απλών ανθρώπων για τους σκοπούς της. Γι’ αυτό λοιπόν, οι εκτιμήσεις και οι αξίες μιας μερίδας της τότε κοινωνίας που έβγαινε από αιώνες πολιτικής καθυστέρησης, πνευματικής οπισθοδρόμησης και περιορισμένων οριζόντων δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συγκριθεί με τη σημερινή κοινωνία, ή τουλάχιστον με όσους από εμάς τοποθετούμε τον εαυτό μας στον αντίποδα των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών.

Γι’ αυτό Πρόεδρε, ταπεινά θα εισηγούμουν να κινητοποιήσετε την κοινωνία με ιδέες και προτάσεις που αφορούν το 2013 και να εμπνεύσετε για την υλοποίηση του περίφημου «2020». Το παραμύθι του 1960 και της ιστορικής μούχλας είναι πια προσβλητικό για τη νοημοσύνη μας.


24 Απριλίου 2013

Ε.

 
Ένα ελικόπτερο περνάει τα βράδια

πάνω από τη Λευκωσία.

Τώρα που μπήκε η Άνοιξη

κάποιος, τέλοσπαντων, πρέπει να σκίζει

τους αιθέρες της καρδιάς μου.

Χρόνους πριν, λόγια τραχιά

(πέρασε η ώρα κι έχω χάσει τον καιρό)

κι αν δεν είχα κάποτε στη γη σου μαραζώσει,

σήμερα δεν θα ‘μουν εαυτός.

Σωπαίνει ο κόσμος καθώς ξεκινά

η ηχογραφημένη προσευχή ενός μουεζίνη.

Αμηχανία, δέος, μίσος, αδιαφορία -

οι σκέψεις μας γίνονται κοφτερά χαλίκια.

Τώρα που οι μέρες πήραν να μεγαλώνουν,

εγώ επιστρέφω στις παλιές μας μελωδίες

και σε κάτι λέξεις που είναι ακόμα καρφωμένες

στον αέρα. Βλέπεις,

είμαι ένα αποθηκάριος της μνήμης·

εθισμένος 

στην αξιολόγηση,

στην ταξινόμηση και

στην αρχειοθέτηση όσων ζήσαμε.

Κάτι όμως,

κάτι όμως με διακόπτει διαρκώς:

είναι ένα ελικόπτερο που πετάει τα βράδια πάνω από τη Λευκωσία.

21 Απριλίου 2013

Ψωμί και τριαντάφυλλα




Άρθρο 9 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας: «Έκαστος έχει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφαλείας. Ο νόμος θα προβλέψη περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων». Όχι το κείμενο αυτό δεν είναι μια νομική ανάλυση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που έχουν οι φορείς και οι αποδέκτες του άρθρου αυτού. Ούτε είναι ένα εγχείρημα για τη διατύπωση μιας νομικής λύσης που θα ανταποκρίνεται μεν στο θεωρητικό πλαίσιο, αλλά θα είναι ανέφικτη απλούστατα λόγω της δεινής οικονομικής θέσης. Είναι μια απόπειρα προβληματισμού για φαινόμενα της εποχής μας, για τον ρόλο του κράτους και της κοινωνίας, για τα τέλματα ενός οικονομικού συστήματος, που μπορεί να φάει το ίδιο του το σώμα για να ικανοποιήσει την πείνα του.

Πίσω στο άρθρο 9, που μας υπενθυμίζει, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να μας θυμίζει, ότι η ιστορική ρίζα των κοινωνικών δικαιωμάτων πάει βαθιά. Ότι δεν ήταν πάντα αυτονόητη ούτε καν η ρητορική κατοχύρωση ενός τέτοιου δικαιώματος, ότι οι ζωές όλων δεν ήταν εξ ορισμού ίσης αξίας, ότι η αξιοπρέπεια ήταν μια έννοια θαμμένη κάτω από το κοινωνικό ή πολιτικό status. Από τον Διαφωτισμό μέχρι σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι των δικαιωμάτων. Στη διάρκεια του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, η κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων ήταν η απάντηση του δυτικού κόσμου στο πολιτικό παράδειγμα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ευρείες συνδικαλιστικές ελευθερίες, δικαίωμα στην απεργία, διαρκώς επεκτεινόμενο πεδίο προστασίας της εργατικής νομοθεσίας, ένα κράτος που μεριμνούσε για όσους επέπρωτο να ζήσουν ως σκόνη της γης.
Πέρα από τις εξιδανικεύσεις και την αναπόληση ενός ωραίου κόσμου, που δεν υπήρξε ποτέ, ο κοινωνικός παρεμβατισμός του κράτους ανταποκρινόταν σε έναν βαθμό και σε μια θεμελιώδη πολιτική επιλογή της κοινωνίας: οι απόκληροι, οι παρίες, οι πτωχοί και οι καταφρονεμένοι ήταν άνθρωποι ανάμεσά μας κι είχαμε καθήκον να στραφούμε προς αυτούς. Όχι από οίκτο, όχι από ελεημοσύνη, ούτε από θρησκευτική ή άλλη πεποίθηση, αλλά ακριβώς επειδή η ίδια η ανθρώπινη φύση όλων μας, το καθιστούσε τη μόνη έντιμη επιλογή.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν, οι άνεμοι της κρίσης φυσάνε μανιασμένα πάνω από τα κεφάλια μας και πολλοί από εμάς βλέπουν τα εισοδήματά τους να φυραίνουν, τους μεσαίους και μικρομεσαίους να δρασκελούν τη γραμμή προς τα κάτω και τη διαρκή υποχώρηση της κοινωνικής πολιτικής και δράσης. Αντίθετα, θεριεύουν οι αντιθέσεις και οξύνονται τα πνεύματα, καθώς η ζωή γίνεται βιός, η πορεία γίνεται αγώνας, η δουλειά γίνεται μόχθος, και όλοι πρέπει να χωρέσουμε σε αυτόν τον κόσμο, που όμως μοιάζει να μην έχει θέσεις για όλους. Οι πιο αδύνατοι, οι πιο μόνοι, οι πιο ξένοι χάνουν κάθε δίχτυ ασφαλείας και γίνονται οι δέκτες της πιο αποτρόπαιης όψης του ενστίκτου επιβίωσης των υπολοίπων. Έξω οι ξένοι, δουλειά και ψωμί μόνο για τους ντόπιους, ζωή και αξιοπρέπεια για όσους καταφέρουν να επιβιώσουν: ο γενναίος καινούργιος κόσμος αναδύεται.
Στην αναμπουμπούλα, διαμορφώνονται και οι νέες δυνάμεις: φιλανθρωπικό έργο, διανομή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, μείωση απολαβών, περιστολή κοινωνικών δικαιωμάτων, αντικατάσταση του κράτους προνοίας από την ιδιωτική πρωτοβουλία, μη κρατικές θεσμοποιημένες δράσεις. Στο άθροισμά τους εκπαιδεύουν μια γενιά να ζει γονατιστή, να αναμένει το νεύμα του ισχυρού, να στήνεται στην ουρά για τον άρτον τον επιούσιον, να θεωρεί την αλληλεγγύη παραχώρηση, ως κατά χάριν επέκταση για ακόμη λίγο της επιβίωσης, μια διαρκή και μόνιμη εξάρτηση από τις βουλές των εχόντων. Ιδανικούς και πειθήνιους πολίτες, και βέβαια ελεύθερους. Ελεύθερους να τρώνε όταν έχουν κι ελεύθερους να πεινάνε όταν δεν έχουν.

17 Απριλίου 2013

Είναι η αγάπη

Η αγάπη χόρτο δεν είναι για να βγει 
με τόση ευκολία, 
είναι δεντρί βαθύρριζο μα θες για να το βγάλεις 
πριχού μονάχο μαραθεί σ' οργώνει τη καρδιά σου
βγαίνει μαζί με τη καρδιά.

Ειν' η αγάπη βάτος
που αν τύχει και μπλεχτείς μέσα στις αγκαθιές του
δε ξεμπερδεύεις εύκολα,
θα φύγεις λαβωμένος.

Είναι η αγάπη θάλασσα
που γλυκοκυματίζει
κι αν τύχει τα γαλάζια της νερά σε ξεγελάσουν
τις ομορφιές της λιμπιστείς κι απλώσεις τα πανιά σου
δεν είναι μανα βολετό πίσω για να γυρίσεις
κι αν σε βοηθήσουν οι καιροί με κίνδυνο μεγάλο
στην άλλη άκρια θε να βγεις αλλιώτικα εχαθης.

Είναι η αγάπη φονικό
που ζωντανό σ' αφήνει.

Είναι η αγάπη ξενιτιά που παίρνει το παιδί σου
μα κάθε μέρα καρτερεις μη και γυρίσει πίσω.

Είναι η αγάπη όνειρο που θέλεις για να τρέξεις
μ' από τη γη τα πόδια σου δε λεν να ξεκολλήσουν.

Είναι η αγάπη χείμαρρος
χυμά και σε συντρίβει.

Αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει.

Αγάπη είναι η  η μοναξιά που πρέπει στον καθένα.
Αγάπη είναι να κοιτάς τη πόρτα ολοένα.
Αγαπη ειναι να μιλάς στα φίλια και στα δέντρα,
στις πέτρες στα τριαντάφυλλα,
στους τοιχους,
στα ταβάνια.













[Και τώρα, πείτε, ποιον σκεφτήκατε όταν το διαβάσατε;]

14 Απριλίου 2013

[Τα] Κουσούρια [μου]




Εμ, συγγνώμη. Αν μου επιτρέπετε… Ήθελα να σας θυμίσω σχετικά με κάτι… Είναι ένα θέμα, που έχουμε αφήσει πίσω… Βασικά, είναι το Κυπριακό και ήθελα να μιλήσουμε για αυτό…
Ποιος να μου το παραλάλε ότι εγώ, που έχω κουραστεί από την ατέρμονη αφήγησή του, τις ατελείωτες διακλαδώσεις και το προβλέψιμο λεξιλόγιό του, θα έφτανα να το διαλέξω για θέμα. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, η γεωγραφική γειτονιά μας αλλάζει - ξανά. Το Ισραήλ ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με την Τουρκία, με φόντο την ενεργειακή σύμπραξη, οι Κούρδοι ετοιμάζονται να βάλουν το όπλο παρά πόδα και να επιλέξουν νέες προοπτικές πολιτικής διεκδίκησης, στη Συρία το game over δεν θα αργήσει να ακουστεί, η Αίγυπτος παλινδρομεί μεταξύ σταθερότητας και ανατροπής, αν ήμουν Ιρανός θα φρόντιζα να αναζητήσω την τύχη μου στο εξωτερικό όσο είναι ακόμα νωρίς.
Από τη δική μας πλευρά, οι λέξεις αλλάζουν, αλλά τα κουσούρια δεν φεύγουν με τίποτα. Κυρίως για δύο λόγους, ο ένας είναι η ανικανότητά μας να διαβάσουμε τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής και να φροντίσουμε να ταυτίσουμε τα συμφέροντά μας με αυτούς που θα εκτιμήσουμε ότι θα θέσουν τους όρους του παιχνιδιού. Και ο δεύτερος είναι, κατά μία έννοια, η αντίστροφη όψη του πρώτου, ο μικρομεγαλισμός μας, που τρέφεται για χρόνια από εύκολα συνθήματα και την ψευδαίσθηση ότι η Λευκωσία αποφασίζει και η οικουμένη ακολουθεί.
Ένα κομμάτι της ανικανότητάς μας οφείλεται στην προσωρινή παραζάλη της οικονομικής καθίζησης, αλλά το υπόλοιπο νομίζω πρέπει να αναζητηθεί στο περίεργο παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα σε όσους ξορκίζουν την επαναφορά του σχεδίου Ανάν (ή παραπλήσιας πρότασης) και σε αυτούς που ενεργώντας κατευναστικά προς αυτούς σκαρφίζονται διάφορα σοφίσματα για να πείσουν για τις προθέσεις τους. Ο χρόνος αναλώνεται στο εσωτερικό παιχνίδι κατίσχυσης, με την προετοιμασία νέων διχασμών, με σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου και προσπάθειας σε ζητήματα που τόσο μας ταλαιπώρησαν το 2004.
Έπειτα, όσον αφορά τον μικρομεγαλισμό μας, αυτός φουντώνει ξανά. Πριν από λίγα χρόνια, το επιχείρημα ότι η ένταξή μας στην ΕΕ θα μας έδινε τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε καλύτερους όρους λύσης από ευνοϊκότερη θέση σάρωνε τα μυαλά των Κυπρίων. Εννιά χρόνια μετά και με διαφορετικούς ηγέτες και διαδικασίες, η αυτοκριτική όσων το υποστήριξαν είναι εκκωφαντικά απούσα. Ο ίδιος μικρομεγαλισμός επαναλαμβάνεται και σήμερα με αφορμή τον εικαζόμενο και μη εξακριβωμένο ενεργειακό πλούτο μας. Το επιχείρημα κινείται στη λογική τού ότι η οικονομική εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων αφορά μόνο τους Ελληνοκυπρίους. Εν μία νυκτί, η νέα στρατηγική φαντάζεται την περιφέρεια να υποκλίνεται στην Κύπρο, επιτυγχάνοντας μια περιφανή νίκη, όπως τότε που θα γονατίζαμε οικονομικά την Τουρκία στο ΕΔΑΔ. Ωστόσο, ακόμα και το παρδαλό κατσίκι έχει σταματήσει να γελάει και με αυτή την πρόταση.
Μέσα σε αυτά και άλλα δεδομένα και εκτιμήσεις, που λόγω χώρου δεν μπορούν να παρατεθούν, η Τουρκία κάνει ξανά πρώτη την κίνηση, μιλώντας για το Κυπριακό. Εμείς φαινόμαστε χαμένοι, ενδεχομένως με άλλες προτεραιότητες, χωρίς σχέδιο, πόσω δε μάλλον σχέδιο Β, έτοιμοι για περήφανες αρνήσεις. Α, αλήθεια, τι μου θυμίζει αυτό;

7 Απριλίου 2013

Good Cyprus, bad Cyprus

-->


Δεν θα ήταν σπουδαίο αν μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τα κακά και τα καλά στοιχεία της πατρίδας μας, ακριβώς όπως έγινε και με τις τράπεζες; Καλή Κύπρος, κακή Κύπρος. Κρατάμε το μέταλλο και την ψυχή που μας έφερε ώς εδώ και πετάμε τη λαμογιά και τον εκμαυλισμό που μας πέταξε σ’ αυτά τα βράχια. Η καλή Κύπρος για όλους εμάς, η κακή Κύπρος με μια διαγραφή να παίρνει το δρόμο της ανυπαρξίας. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Να, λοιπόν, τι θα κρατούσα και τι θα πετούσα:

ΧαράGood Cyprus: οι άνθρωποι του τόπου μας, όσοι φροντίζουν τους δικούς τους και τον ξένο, η γνήσια κι αυθόρμητη αλληλεγγύη, οι στιγμές που μας βρίσκει το κακό και γυρνάμε ο ένας προς τον άλλο. Οι άνθρωποι που παράγουν, που δουλεύουν τίμια, που έχουν γνήσιο ενδιαφέρον για ένα κοινωνικό ζήτημα, που δοκίμασαν να αλλάξουν έστω και λίγο τον μικρόκοσμό τους κι αποτόλμησαν να τα βάλουν με τα μεγάλα. Θα κρατούσα τη θάλασσα, την Καρπασία, την Κύπρο της Άνοιξης που επιμένει να σου σπάει τη μύτη με τις οσμές της, με τον ελαφρύ ιδρώτα στην πλάτη, με αναμνήσεις φιλιών. Θα ήθελα να μας έμενε το φως, η ώχρα, οι στιγμές που η συνείδηση ελαφραίνει, οι συλλογικές χαρές, η αίσθηση εκείνη από τις φορές, έστω τις λίγες, που καταφέραμε κάτι. Μαζί μας για πάντα τα απογεύματα της παλιάς Λευκωσίας, οι ξεχασμένοι Κύπριοι ποιητές, οι μεγάλες σκιές του καλοκαιριού, η ανάταση της ψυχής καθώς θρυμματίζεις ένα σβώλο χώματος στο χέρι ένα μεσημέρι στο Τρόοδος. Να μείνει κι η επιχειρηματική μας δεινότητα, το ένστικτο του νησιώτη που πάνω στον ρότσον του καταφέρνει να ζήσει, να τα φέρει δεξιά με την ανομβρία, τον πόλεμο, να βρίσκει το κουράγιο για την αρχή ξανά.

Bad Cyprus: θα πετούσα όσα μας πίκραναν, όσα μας χώρισαν, όσα μας δίχασαν. Θα ζητούσα να σωπάσουν όσοι αγχωτικά προβάλλουν τα δικά τους ελλείμματα πάνω στον άλλο, όσους δόξασαν έναν κόσμο που τα πάντα αποτιμώνται σε τρέχουσα αξία, που ετοίμασαν μια γενιά αναλώσιμων δούλων στον τομέα των υπηρεσιών. Bad Cyprus και η τσιμεντένια ανάπτυξη, ο βιασμός του αστικού τοπίου, οι developers που φτιάχνουν επιχειρηματικές φούσκες και κατασκευάζουν υπερτιμημένες πολυκατοικίες. Τέλος με το πολιτικό σύστημα της κληρονομικώ δικαιώματι δημοκρατίας, τα τζάκια και τα κούτσουρά της, με όσους έχουν υπερτροφικό «εγώ» και αναζητούν ακροατήριο και κλακαδόρους. Τέρμα στη νοοτροπία που μας θέλει οκνηρούς, αναβλητικούς, μεταθέτοντας την επίλυση των προβλημάτων για μετά, για μια επόμενη γενιά, για μια καλύτερη ευκαιρία – που μπορεί και να μην έρθει και ποτέ. Μετά απόλυτης βεβαιότητας, τέλος, οριστικό, τελεσίδικο, αμετάκλητο στο Κυπριακό, στη βιομηχανία του, στα απόβλητα και τα παραπροϊόντα της, αρκετά με όσους έχτισαν καριέρες και περιουσίες με αυτό. Να σβήσει για πάντα η Κύπρος της λαφαζανιάς, των ξερόλων, των εύκολων λόγων και των μεγάλων ηγετών. Να θαφτούν τα σημαιάκια και τα συλλαλητήρια, οι πατριωτισμοί της εξέδρας, οι παντογνώστες οικονομολόγοι, όσοι έχουν πέντε προβλήματα να αντιτάξουν σε μια λύση.

Σκέψου το. Γίνεται.

(Η φωτογραφία είναι παρμένη από το ιστολόγιο της Μιράντας Λυσάνδρου (http://peopleofmyhomeland.wordpress.com/)