21 Απριλίου 2013

Ψωμί και τριαντάφυλλα




Άρθρο 9 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας: «Έκαστος έχει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφαλείας. Ο νόμος θα προβλέψη περί προστασίας των εργατών, αρωγής προς τους πτωχούς και συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων». Όχι το κείμενο αυτό δεν είναι μια νομική ανάλυση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που έχουν οι φορείς και οι αποδέκτες του άρθρου αυτού. Ούτε είναι ένα εγχείρημα για τη διατύπωση μιας νομικής λύσης που θα ανταποκρίνεται μεν στο θεωρητικό πλαίσιο, αλλά θα είναι ανέφικτη απλούστατα λόγω της δεινής οικονομικής θέσης. Είναι μια απόπειρα προβληματισμού για φαινόμενα της εποχής μας, για τον ρόλο του κράτους και της κοινωνίας, για τα τέλματα ενός οικονομικού συστήματος, που μπορεί να φάει το ίδιο του το σώμα για να ικανοποιήσει την πείνα του.

Πίσω στο άρθρο 9, που μας υπενθυμίζει, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να μας θυμίζει, ότι η ιστορική ρίζα των κοινωνικών δικαιωμάτων πάει βαθιά. Ότι δεν ήταν πάντα αυτονόητη ούτε καν η ρητορική κατοχύρωση ενός τέτοιου δικαιώματος, ότι οι ζωές όλων δεν ήταν εξ ορισμού ίσης αξίας, ότι η αξιοπρέπεια ήταν μια έννοια θαμμένη κάτω από το κοινωνικό ή πολιτικό status. Από τον Διαφωτισμό μέχρι σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι των δικαιωμάτων. Στη διάρκεια του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού, η κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων ήταν η απάντηση του δυτικού κόσμου στο πολιτικό παράδειγμα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ευρείες συνδικαλιστικές ελευθερίες, δικαίωμα στην απεργία, διαρκώς επεκτεινόμενο πεδίο προστασίας της εργατικής νομοθεσίας, ένα κράτος που μεριμνούσε για όσους επέπρωτο να ζήσουν ως σκόνη της γης.
Πέρα από τις εξιδανικεύσεις και την αναπόληση ενός ωραίου κόσμου, που δεν υπήρξε ποτέ, ο κοινωνικός παρεμβατισμός του κράτους ανταποκρινόταν σε έναν βαθμό και σε μια θεμελιώδη πολιτική επιλογή της κοινωνίας: οι απόκληροι, οι παρίες, οι πτωχοί και οι καταφρονεμένοι ήταν άνθρωποι ανάμεσά μας κι είχαμε καθήκον να στραφούμε προς αυτούς. Όχι από οίκτο, όχι από ελεημοσύνη, ούτε από θρησκευτική ή άλλη πεποίθηση, αλλά ακριβώς επειδή η ίδια η ανθρώπινη φύση όλων μας, το καθιστούσε τη μόνη έντιμη επιλογή.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν, οι άνεμοι της κρίσης φυσάνε μανιασμένα πάνω από τα κεφάλια μας και πολλοί από εμάς βλέπουν τα εισοδήματά τους να φυραίνουν, τους μεσαίους και μικρομεσαίους να δρασκελούν τη γραμμή προς τα κάτω και τη διαρκή υποχώρηση της κοινωνικής πολιτικής και δράσης. Αντίθετα, θεριεύουν οι αντιθέσεις και οξύνονται τα πνεύματα, καθώς η ζωή γίνεται βιός, η πορεία γίνεται αγώνας, η δουλειά γίνεται μόχθος, και όλοι πρέπει να χωρέσουμε σε αυτόν τον κόσμο, που όμως μοιάζει να μην έχει θέσεις για όλους. Οι πιο αδύνατοι, οι πιο μόνοι, οι πιο ξένοι χάνουν κάθε δίχτυ ασφαλείας και γίνονται οι δέκτες της πιο αποτρόπαιης όψης του ενστίκτου επιβίωσης των υπολοίπων. Έξω οι ξένοι, δουλειά και ψωμί μόνο για τους ντόπιους, ζωή και αξιοπρέπεια για όσους καταφέρουν να επιβιώσουν: ο γενναίος καινούργιος κόσμος αναδύεται.
Στην αναμπουμπούλα, διαμορφώνονται και οι νέες δυνάμεις: φιλανθρωπικό έργο, διανομή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, αναλώσιμο εργατικό δυναμικό, μείωση απολαβών, περιστολή κοινωνικών δικαιωμάτων, αντικατάσταση του κράτους προνοίας από την ιδιωτική πρωτοβουλία, μη κρατικές θεσμοποιημένες δράσεις. Στο άθροισμά τους εκπαιδεύουν μια γενιά να ζει γονατιστή, να αναμένει το νεύμα του ισχυρού, να στήνεται στην ουρά για τον άρτον τον επιούσιον, να θεωρεί την αλληλεγγύη παραχώρηση, ως κατά χάριν επέκταση για ακόμη λίγο της επιβίωσης, μια διαρκή και μόνιμη εξάρτηση από τις βουλές των εχόντων. Ιδανικούς και πειθήνιους πολίτες, και βέβαια ελεύθερους. Ελεύθερους να τρώνε όταν έχουν κι ελεύθερους να πεινάνε όταν δεν έχουν.

1 σχόλιο:

Aceras Anthropophorum είπε...

Αν δεν ήβρες ακόμα δουλειάν με το δοχτοράτον σου, θα σου διά 500€ η γενναιόδωρη κυβέρνηση της ανάπτυξης για να παεις να δουλέψεις μούχτιν σε κάποιον, με αντάλλαγμαν να έχεις κάτι να βάλεις στο CV σου ότι εδούλεψες κάπου σαν δόχτορας. Ελπίζω εν τω μεταξύ να ήβρες δουλειάν και να μην έχεις την ανάγκην τους (ακόμα) τζιαι να θέλεις να γονατίσεις.