Διαπίστωση: η
σύνθεση της απερχόμενης Βουλής είναι μία από τις χειρότερες που έχει να
επιδείξει η κοινοβουλευτική ιστορία του δύσμοιρου τόπου μας. Σεξισμός,
νταηλίκι, αρχοντοχωριατισμός, αμάθεια και ημιμάθεια, ομοφοβία, ανοησία,
επιδεικτική αγνόηση του νόμου και άλλα καλά χαρακτήρισαν την τρέχουσα περίοδο.
Για όσους είχαν την ατυχία να παρακολουθήσουν τις εργασίες των κοινοβουλευτικών
επιτροπών, το θέαμα του κυλικειάρχη που σερβίρει με προσοχή τα «νέσκαφε,
μισό-μισό, με λίον ζάχαρι» και εναποθέτει τα παξιμάδια, ευλαβικά τυλιγμένα σε
ημιδιαφανείς χαρτοπετσέτες, δεν είναι ξένο.
Η λειτουργία της
Βουλής υπό τη μορφή καφενείου επαρχιακής κωμόπολης, όπου παρεμπιπτόντως
ψηφίζονται και μερικές νομοθεσίες, αποτελεί την καταβαράθρωση των στοιχειωδών προσδοκιών
και απαιτήσεων που θα αναμένονταν από τη νομοθετική εξουσία μιας χώρας. Ως
πολίτη και ως νομικό, με ντροπιάζει. Κι ας μην ξεχνάμε: το γκροτέσκο θέαμα της
καθημερινής λειτουργίας της αντικατοπτρίζει και την πιο κρίσιμη στιγμή των
ψηφοφοριών στην περίοδο μετά το κούρεμα.
Οι εκλογές δεν
προβλέπεται να αλλάξουν αυτή τη βαθιά εμπεδωμένη λειτουργία. Το πολιτικό
σύστημα έχει βρει τον τρόπο να παράγει νέα στελέχη, που με τη σειρά τους
αναπαράγουν συμπεριφορές και στάσεις. Υποψιάζομαι ότι σε αυτά αποτυπώνεται ένα,
μάλλον πλειοψηφικό, μέρος του εκλογικού σώματος: εικόνα σου είμαι κοινωνία και
σου μοιάζω.
Ένας
επιπλέον λόγος που η μελαγχολική εικόνα δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει είναι
και τα πρώτα δείγματα της πολιτικής εκστρατείας. Το περιεχόμενο των
οπτικογραφημένων μηνυμάτων τους προδίδουν ανθρώπους που μάλλον έχουν μπερδέψει
τις πολιτειακές εκλογές με την εκλογή προέδρου στη Β΄ Γυμνασίου. Συχνά
πρόκειται για προϊόντα του κομματικού σωλήνα που διδάχθηκαν τη μαγική ικανότητα
να μιλούν χωρίς να λένε τίποτα και που δείχνουν να πιστεύουν ότι όλοι εμείς
περίπου τους χρωστάμε την πολιτική είσοδο στη Βουλή και την κοινωνική άνοδο
γενικά. Είναι η γενιά Υ, που τη μεγάλωσαν λέγοντάς της ότι μπορεί να γίνει ό,τι
θέλει, αρκεί να το θελήσει. Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να καταλογίσουμε
στους γονείς και το περιβάλλον τους όλον αυτόν τον ναρκισσισμό και τη χορωδία
της χιπστερικής κενότητας που ξεχύνεται από τις οθόνες της τηλεόρασης και του
υπολογιστή μας.
Από δίπλα
έρχονται τα κλισεδάκια και τα σιγουράκια: ανανέωση, αλλαγή, ανατροπή,
κατεστημένο, ανανέωση, νέα φωνή, ξεκίνημα, τέλος και λοιπά – οι υποψήφιοι δεν
χάνουν ευκαιρία να ξεσκονίσουν τις πιο προβλέψιμες και αναμενόμενες ατάκες. Η
αλλαγή μοιάζει με ένα σταθερό ραντεβού στην εκλογική ιστορία του τόπου, στο
οποίο όμως πάντα κάποιος δεν προσέρχεται στην ώρα του: άλλοτε είναι ο
υποψήφιος, άλλοτε η συγκυρία, άλλοτε ο ψηφοφόρος. Κι έτσι, σε κάθε εκλογική
αναμέτρηση υποκείμεθα, ως ψηφοφόροι, στον ίδιο βασανισμό του ακουστικού μας
πόρου.
Ποιο είναι το
πρόβλημα, λοιπόν, της μικρής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας; Ας αποφύγω τα
κλισέ: δεν φταίει η παιδεία, η σιωπή των ανθρώπων του πνεύματος και η απόσυρση
των αξιότερων. Επίσης, δεν θα ήθελα να παραλείψω να αναφέρω ότι δεν φταίνε οι
θεσμοί, οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες. Φταίνε οι άνθρωποι, η συστέγαση
οικονομικών συμφερόντων και πολιτικού προσωπικού, η προθυμία ανταπόκρισης στην
κλήση των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, ο μέσος ηλίθιος συμπολίτης που στέλνει στη Βουλή
τον όμοιό του, η υποκατάσταση της δημοκρατικής διαδικασίας από την κομματική
επετηρίδα. Φταίνε και άλλα, αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία τώρα είναι η
προσφυής κατακλείδα του Kurt Vonnegut: «Ο πραγματικός τρόμος είναι να ξυπνήσεις
ένα πρωί και να ανακαλύψεις ότι οι συμμαθητές σου από το Γυμνάσιο κυβερνάνε τη
χώρα».