- αυταρχία η [aftarxía] Ο25 : ανεξέλεγκτη άσκηση εξουσίας, επιβολή δύναμης· αυταρχισμός. [λόγ. < ελνστ. αὐταρχία `απόλυτη εξουσία΄ σημδ. γαλλ. autocratie < αρχ. αὐτοκρατής `που κυβερνά μόνος του΄]
- λογοκλοπή η [loγoklopí] Ο29 : η ιδιοποίηση ξένης πνευματικής δημιουργίας με ανήθικο, παράνομο τρόπο: Ο λογοτέχνης / ο συγγραφέας / ο επιστήμονας έχει κατηγορηθεί για ~. [λόγ. < ελνστ. λογοκλοπ(ία) -ή κατά το κλοπή]
- νεποτισμός ο [nepotizmós] Ο17 : η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που δίνει σε κπ. η θέση που κατέχει, για να εξασφαλίσει σε συγγενείς και φίλους αξιώματα, δημόσιες θέσεις κτλ.· (πρβ. οικογενειοκρατία): Mε την ευνοιοκρατία και το νεποτισμό καταργείται κάθε έννοια αξιοκρατίας. [λόγ. < γαλλ. népotisme < ιταλ. nepotismo `εύνοια προς τους ανεψιούς, νεποτισμός΄ (-isme, -ismo = -ισμός)]
- πλεονεξία η [pleoneksía] Ο25 : αρνητική ιδιότητα του χαρακτήρα ενός προσώπου που επιδιώκει να έχει, να αποκτά περισσότερα από όσα πήρε, από όσα έχει, δικαιούται κτλ. (συνήθ. σε βάρος τρίτων): H ~ είναι μεγά λο ελάττωμα. Έπεσε θύμα της πλεονεξίας του και έχασε κι αυτά που είχε. [λόγ. < αρχ. πλεονεξία]
- ρουσφέτι το [rusféti] Ο44 : χαριστική παροχή ή εξυπηρέτηση, που προσφέρει πολιτικός σε κάποιους με αντάλλαγμα την εύνοιά τους, την υποστήριξή τους ή πολιτικό, οικονομικό κτλ. όφελος: Προεκλογικά ρουσφέτια. Διορίστηκε με ~. || χάρη, εκδούλευση παράτυπη. [τουρκ. rüşvet (από τα αραβ.) -ι με αφομ. ηχηρ. [sv > sf] ]
ευθύνη η [efθíni] Ο30 : 1.η υποχρέωση κάποιου να ανταποκριθεί σε ορισμένη εντολή, υπόσχεση, καθήκον κτλ. και να λογοδοτήσει, να απολογηθεί για τις σχετικές ενέργειες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου