«Θα σταθούμε στη γη που μας γέννησε
με τη μνήμη εκείνων που διάβηκαν
την αγάπη για κείνους που θα ‘ρθουνε
και τη θεία γαλήνη στα σπλάχνα»
με τη μνήμη εκείνων που διάβηκαν
την αγάπη για κείνους που θα ‘ρθουνε
και τη θεία γαλήνη στα σπλάχνα»
Μιχάλης Κακογιάννης
Κουράστηκα να μαλώνω με τους αριστερούς και τους ακελικούς στο διαδίκτυο και στα καφέ. Βαρέθηκα να εναποθέτω ελπίδα και προσδοκία στις φωτισμένες εξαιρέσεις των αστών και των απελεύθερων του ΔΗΣΥ. Αμήχανος βλέπω τις ύαινες να ξεσκίζουν τις σάρκες των συναισθημάτων και της ευαισθησίας μας. Υπάρχει εκεί έξω ένας νέος πατριωτισμός; Άνθρωποι αυτού του τόπου που να ξέρουν να μιλάνε σιγανά και ταπεινά για αδιέξοδα και νέες αρχές, χωρίς να νερώνουν το κρασί τους; Χωρίς να πνίγονται στην σκοπιμότητά τους και το ιδιοτελές συμφέρον; Δίχως να σκέφτονται το 2013, το 2016, το 2018;
Τι μας περιμένει, στ’ αλήθεια, αδέρφια; Εδώ μας έριξε η μοίρα, το ομηρικό κύμα, κι αυτό μπορούμε και ξέρουμε να διηγούμαστε. Αυτή η γη μια μέρα θα υποδεχθεί τη νεκρή σάρκα μας, για να μας κάνει σκόνη και χώμα, να μας ανακυκλώσει με τους τόσους και τόσους που πέρασαν και έζησαν πάνω σ’ αυτόν τον τόπο. Παππούδες, επιμειξίες, ξένοι, εχθροί και δικοί θα κλείσουν πίσω μας μια μέρα τις θύρες του Άδη στο σκληρό κυπριακό φως. Πιάστε το νήμα της ιστορίας, και ακούστε τους επιφανείς και τους ανώνυμους προγόνους. Αυτούς που έζησαν ίσως αδιάφορα, ίσως σιωπηρά, χωρίς ταυτότητα, χωρίς συνείδηση χρονική. Που τα όριά τους ήταν μόνο αυτός ο λίγος ορίζοντας που περικλείει το νησί.
Ξέρω, θα με πείτε ανεδαφικό, ανερμάτιστο, ρομαντικό. Ανίκανο να συλλάβω τα «πρέπει» και τους μανιερισμούς της πολιτικής, της εξουσίας. Ας μου καταλογίσουν οι κήνσορες και οι τιμητές την έλλειψη ιδεολογικού υποβάθρου και αναλυτικής συνέπειας: αυτοί τα έχουν λυμένα όλα. Από αρχιεπισκοπικές ίντριγκες, κομματικές μηχανορραφίες και εξουσιαστικά τερτίπια, μη με ρωτήσετε. Έχω μπουκώσει. Ψήφισα επανένωση και συμβίωση. Κινδύνεψα να χάσω φίλους, στάθηκα ξανά μειοψηφία, πελαγοδρόμησα ανάμεσα σε προσωπικές επιλογές και «αν». Το άχθος ήταν πολύ κι ακόμα και σήμερα ξεφορτώνομαι βεβαιότητες και κουβαλώ αμφιβολίες. Αυτό που μπορώ είναι να ιστορώ τον λίβα του κυπριακού καλοκαιριού, τα χρώματα της αυγής στη Μεσαορία όπως τα έβλεπα παιδί, την πρώτη συγκίνηση στ’ αντίκρυ της Κερύνειας.
Κάνω εφόδους στον εαυτό μου συχνά. Τον ρωτάω: «Τι θες;». Μου απαντάει πως η μόνη καταξίωση πια, το μόνο πράγμα που θα άξιζε στ’ αλήθεια, θα ’ταν να συνοδέψω έναν άνθρωπο πίσω στο σπίτι του, στα παιδικά του χρόνια, τη μόνη μας πατρίδα. Να τον αφήσω στο κατώφλι της μνήμης του. Δεν χωράω πουθενά αλλού. Νά, σαν αυτούς τους Αμμοχωστιανούς που γύρισαν τις προάλλες στη θάλασσά της. Σαν τους Καρπασίτες που σου αφήνουν ένα νεύμα, μια υποψία πίσω απ’ τα λόγια. Δυσερμήνευτα και κρυφά, όλα. Για όσους κοιτάν στραβά, ένα έχω να πω: κανείς δεν έχει μονοπώλιο στον πατριωτισμό. Κανείς δεν δικαιούται διά να ομιλεί εκ μέρους όλων.
Τώρα που μεγαλώσαμε, που οι άσπρες τρίχες εμφανίζονται πολυπληθείς και απειλητικές στα κεφάλια της μεταπολεμικής γενιάς μου, θέλω να μπορέσω να γυρίσω στους παλιούς, με ευθύνη, με αγάπη, όσο μπορώ να φροντίσω τις παλιές πληγές. Αυτούς που δούλεψαν σκληρά, που στα συντριπτικά χτυπήματα στάθηκαν, που έκλαψαν, πόνεσαν, θρήνησαν και ξανασηκώθηκαν. Κι όχι σ’ αυτούς τους λίγους, λιπόψυχους, που θέλησαν να κάνουν κουμάντο, που τους ανάθρεψε η εισβολή, που τους ήρθε ευλογία η κατάρα. Αυτοί δεν μ’ αφορούν – μόνο οι πρώτοι με νοιάζουν, μόνο αυτοί κουβαλούν κάτι βαθύ κι αυθεντικό που με γονατίζει: το πρόσωπο και την ψυχή αυτού του τόπου. Πέρα από την ανοητολογία των ημερών. Ξένος από τα διαμοιράσματα και τις συμφωνίες των ελίτ: να ακουστούν αυτές οι λέξεις...
(η φωτο είναι από ένα αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα στον Άγιο Θέρισσο στην Καρπασία - 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου